|
Πηγές
του Υπουργείου Εργασίας
τονίζουν ότι δεν
προβλέπεται αύξηση ορίων
τα επόμενα χρόνια, καθώς
η Ελλάδα έχει ήδη
αυξήσει τα ηλικιακά όρια
με προηγούμενους νόμους
(2013, 2015) περισσότερο
από ό,τι θα προέκυπτε
από το νόμο του 2010.
Σύμφωνα
με το νόμο Κατρούγκαλου,
από την 1/1/2024 τα όρια
ηλικίας θα
ανακαθορίζονται ανά
τριετία με βάση το
προσδόκιμο ζωής. Αν και
μεταξύ 2010–2015 υπήρξε
αύξηση του προσδόκιμου
ζωής, την περίοδο
2015–2020 δεν σημειώθηκε
αντίστοιχη άνοδος, ενώ
τα τελευταία χρόνια λόγω
πανδημίας το προσδόκιμο
ζωής μειώθηκε. Για το
λόγο αυτό το Υπουργείο
θεωρεί ότι δεν
απαιτείται προς το παρόν
συζήτηση για αύξηση
ορίων.
Παράλληλα, ευνοϊκές
συνθήκες για τα δημόσια
έσοδα δημιουργούν η
μείωση της ανεργίας, η
αύξηση της απασχόλησης
και η άνοδος των μισθών.
Κύρια
δεδομένα για τη λήψη
απόφασης
Σχέση
ασφαλισμένων–συνταξιούχων:
Διατηρείται στο 1,65–1,7
προς 1, επιτρέποντας
ισορροπία στο σύστημα
έως το 2030.
Δείκτης
γήρανσης:
Το 23% του πληθυσμού
είναι άνω των 65 ετών,
με αύξηση της αναλογίας
ηλικιωμένων έναντι των
νέων.
Δημογραφικό:
Ο πληθυσμός αναμένεται
να μειωθεί από 10,44
εκατ. το 2022 σε 7,78
εκατ. το 2070. Ο δείκτης
εξάρτησης ηλικιωμένων
αυξάνεται έως το 2050,
με το προσδόκιμο ζωής να
φτάνει τα 86,5 έτη για
τους άνδρες και 90,4 για
τις γυναίκες.
Απασχόληση–ανεργία:
Η αύξηση της
απασχόλησης, ειδικά των
μεγαλύτερων ηλικιών,
ενισχύει τα έσοδα από
εισφορές.
Παραγωγικότητα:
Η θετική οικονομική
ανάπτυξη και η αύξηση
μισθών αυξάνουν τα έσοδα
του ΕΦΚΑ.
Σύμφωνα
με το προσχέδιο
προϋπολογισμού 2026, τα
έσοδα του
e-ΕΦΚΑ
από εισφορές προβλέπεται
να αυξηθούν,
καταγράφοντας πλεόνασμα
2,087 δισ. ευρώ,
υψηλότερο κατά 1,088
δισ. σε σχέση με τις
αρχικές εκτιμήσεις.
Συμπερασματικά, το
υπουργείο εκτιμά ότι το
ασφαλιστικό σύστημα
μπορεί να παραμείνει
ισορροπημένο χωρίς άμεση
αύξηση των ορίων
ηλικίας, δίνοντας χρόνο
έως την επανεξέταση το
2030.
|