|
Με βάση
την ταξινόμηση των
νοικοκυριών σε
δεκατημόρια (deciles)
σύμφωνα με τον καθαρό
πλούτο τους (ακαθάριστος
πλούτος μείον χρέος),
διαπιστώνεται ότι
υπάρχουν ομοιότητες αλλά
και διαφοροποιήσεις στην
κατανομή των
περιουσιακών στοιχείων
μεταξύ των νοικοκυριών
στην Ελλάδα, καθώς και
σε σύγκριση με την
Ευρωζώνη.
Ο
χρηματοοικονομικός
πλούτος περιλαμβάνει
καταθέσεις, ομόλογα,
εισηγμένες μετοχές, μη
εισηγμένες
επιχειρηματικές
συμμετοχές,
αμοιβαία/επενδυτικά
κεφάλαια και ασφαλιστικά
προϊόντα ζωής. Ο μη
χρηματοοικονομικός
πλούτος περιλαμβάνει
ακίνητα και πάγια
επιχειρηματικά
περιουσιακά στοιχεία
εκτός κατοικιών. Το
πρώτο τρίμηνο του 2018,
όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη
της ελληνικής
οικονομίας, ο συνολικός
ακαθάριστος πλούτος των
νοικοκυριών ανήλθε
περίπου σε 0,8 τρισ.
ευρώ, με το 73% να
προέρχεται από μη
χρηματοοικονομικά
στοιχεία και το υπόλοιπο
27% από
χρηματοοικονομικά. Επτά
χρόνια αργότερα, ο
συνολικός ακαθάριστος
πλούτος σε τρέχουσες
τιμές αυξήθηκε πάνω από
200 δισ. ευρώ, με τη
σύνθεση να μεταβάλλεται
ελαφρώς υπέρ του
χρηματοοικονομικού
πλούτου (33% έναντι
67%).
Όλες οι
κατηγορίες περιουσιακών
στοιχείων κατέγραψαν
αύξηση, ενώ η ενίσχυση
των υποκατηγοριών του
χρηματοοικονομικού
πλούτου ήταν πιο έντονη,
αντικατοπτρίζοντας την
αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας
της χώρας και την
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας. Ο
χρηματοοικονομικός
επιχειρηματικός πλούτος
σημείωσε τη μεγαλύτερη
αύξηση μεριδίου,
ακολουθούμενος από τα
αμοιβαία/επενδυτικά
κεφάλαια, τα ομόλογα και
τις εισηγμένες μετοχές,
ενώ οι καταθέσεις και τα
ασφαλιστικά προϊόντα
ζωής παρέμειναν σταθερά.
Όσον
αφορά την κατανομή του
πλούτου ανά δεκατημόριο,
για το 90% των ελληνικών
νοικοκυριών (δεκατημόρια
1-9), ο ακαθάριστος
πλούτος προέρχεται
κυρίως από ακίνητα,
ακολουθούμενος από
καταθέσεις και
χρηματοοικονομικό
επιχειρηματικό πλούτο,
συνδέοντας τον πλούτο με
το υψηλό ποσοστό
ιδιοκατοίκησης στη χώρα.
Στο «πλουσιότερο» 10%
των νοικοκυριών,
παρατηρείται μεγαλύτερη
διαφοροποίηση, με την
αναλογία μη
χρηματοοικονομικού προς
χρηματοοικονομικό πλούτο
να μειώνεται σε 55% προς
45%, ενώ οι υπόλοιπες
κατηγορίες
χρηματοοικονομικού
πλούτου αντιπροσωπεύουν
περίπου 13% του
συνολικού πλούτου.
Σε
σύγκριση με την
Ευρωζώνη, τα ακίνητα
παραμένουν η βασική πηγή
πλούτου, αλλά το μερίδιο
τους στα δεκατημόρια 1-9
είναι ελαφρώς χαμηλότερο
από την Ελλάδα (69%
έναντι 72%). Στο
πλουσιότερο 10%, τα
ποσοστά είναι παρόμοια.
Η συμμετοχή του
χρηματοοικονομικού
επιχειρηματικού πλούτου
είναι πιο περιορισμένη
στην Ευρωζώνη, ενώ
σημαντικό ρόλο παίζουν
τα ασφαλιστικά προϊόντα
ζωής, που φθάνουν κατά
μέσο όρο το 7% του
συνολικού πλούτου.
Η
παρατήρηση αυτή
υπογραμμίζει τη σημασία
της ενίσχυσης του
χρηματοοικονομικού
αλφαβητισμού στην
Ελλάδα, ξεκινώντας από
την παιδική ηλικία,
προκειμένου να ενισχυθεί
η κουλτούρα
αποταμίευσης, να
βελτιωθούν οι
επενδυτικές αποφάσεις
και η διαχείριση
κινδύνων και να προαχθεί
η αποτελεσματικότερη
διαχείριση των
χαρτοφυλακίων των
νοικοκυριών.

|