|
Η
δημοσιοποίηση των
στοιχείων πληθωρισμού
κατά τη διάρκεια του
συνεδρίου ενίσχυσε αυτή
την αίσθηση: για τον
Ιούνιο, ο πληθωρισμός
στην Ευρωζώνη
διαμορφώθηκε στο 2%,
συμβαδίζοντας με τον
στόχο της ΕΚΤ. Την
τελευταία τριετία, ο
πληθωρισμός βρισκόταν
σταθερά πάνω από τον
στόχο, γεγονός που είχε
οδηγήσει την ΕΚΤ σε
επιθετικές αυξήσεις
επιτοκίων.
Ωστόσο,
αντί να επικεντρωθούν
αποκλειστικά στην πορεία
του πληθωρισμού, οι
σύνεδροι έστρεψαν την
προσοχή τους στις
πολιτικές που
απαιτούνται για την
ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας της
Ευρώπης απέναντι στις
ΗΠΑ και την Κίνα. Έμφαση
δόθηκε σε διαρθρωτικά
μέτρα, όπως η μεγαλύτερη
ευελιξία στη μετακίνηση
εργαζομένων και στη
διασυνοριακή
χρηματοδότηση εντός της
ΕΕ —προτάσεις που
επανέρχονται εδώ και
χρόνια, αλλά αυτή τη
φορά συνοδεύονταν από
μεγαλύτερη αισιοδοξία
για την εφαρμογή τους.
Βασική
αφετηρία των συζητήσεων
ήταν η εκτίμηση ότι η
πολιτική του Αμερικανού
προέδρου
Donald
Trump
έχει ανοίξει ένα
παράθυρο ευκαιρίας για
την Ευρώπη να ενισχύσει
τη θέση της στο
παγκόσμιο οικονομικό
σκηνικό.
Η ΕΚΤ,
από την πλευρά της,
δήλωσε ότι η νομισματική
της στρατηγική άντεξε
στις προκλήσεις των
προηγούμενων ετών, ακόμη
και όταν ο πληθωρισμός
ξέφυγε από τον στόχο.
Παρά τις μεταβαλλόμενες
συνθήκες, η προσέγγιση
της Τράπεζας παρέμεινε
συνεπής, με τον στόχο
του 2% να επιβεβαιώνεται
εκ νέου. Όπως σημείωσε η
πρόεδρος της ΕΚΤ,
Christine
Lagarde,
«πρόκειται για μια
στρατηγική κατάλληλη για
κάθε συγκυρία».
Η
Τράπεζα εντείνει πλέον
τις πιέσεις προς την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και
άλλους θεσμούς,
προκειμένου να
υλοποιηθούν διαρθρωτικές
αλλαγές με στόχο την
ενίσχυση της ενιαίας
αγοράς και την
αξιοποίηση του μεγέθους
της Ευρώπης ως
οικονομικού μπλοκ, ώστε
να μπορεί να σταθεί
ανταγωνιστικά απέναντι
σε ΗΠΑ και Κίνα.
Στην
παρέμβασή του, ο
Benjamin
Schoefer
του πανεπιστημίου
Berkeley
επεσήμανε πως, παρότι η
ανεργία στην Ευρώπη
βρίσκεται σε ιστορικά
χαμηλά επίπεδα (περίπου
6%), η αύξηση της
παραγωγικότητας υστερεί
σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Αυτό, όπως εξήγησε,
οφείλεται στο γεγονός
ότι οι εργαζόμενοι
παραμένουν στις ίδιες
θέσεις για μακρές
περιόδους, μεταξύ άλλων
λόγω αντικινήτρων που
πηγάζουν από τα
συνταξιοδοτικά και
αποζημιωτικά συστήματα.
Άλλη
παρουσίαση εστίασε στην
περίπτωση της Κίνας, η
οποία έχει εξελιχθεί σε
ανταγωνιστή της Ευρώπης
σε τομείς υψηλής
τεχνολογίας, όπως οι
μηχανές ακριβείας και η
ρομποτική —περιοχές στις
οποίες η Ε.Ε. είχε
παραδοσιακό πλεονέκτημα.
Ενδιαφέρον είναι ότι,
ενώ οι ΗΠΑ
απομακρύνονται από την
Κίνα, η Ευρώπη έχει
διατηρήσει στενότερους
δεσμούς, παρά τις
τεχνολογικές
αντιπαλότητες.
«Η
κατεύθυνση που πρέπει να
ακολουθήσουμε δεν είναι
νέα. Η περαιτέρω
ενοποίηση της ενιαίας
αγοράς μπορεί να
βοηθήσει την Ευρώπη να
αξιοποιήσει τα
πλεονεκτήματα κλίμακας,
ενισχύοντας την
οικονομική δραστηριότητα
και την καινοτομία»,
σημείωσε η
Ana
Maria
Santacreu,
οικονομολόγος στη
Fed
του Σεντ Λούις, μιλώντας
στους
New
York
Times.
Για τον
Piero
Cipollone,
μέλος του Εκτελεστικού
Συμβουλίου της ΕΚΤ, το
μήνυμα ήταν ξεκάθαρο:
«Μην αποδίδετε τις
ευθύνες στο παγκόσμιο
εμπόριο για τα
προβλήματά σας.
Τακτοποιήστε τα
εσωτερικά ζητήματα
πρώτα».
Παρότι
πολλοί οικονομολόγοι
συγκλίνουν στις
διαγνώσεις και στις
λύσεις, αναγνωρίζουν ότι
δεν έχουν την εξουσία να
επιβάλουν μεταρρυθμίσεις
ή να μεταπείσουν τους
πολίτες και τις
πολιτικές ηγεσίες. Όπως
επισημάνθηκε από
αρκετούς συμμετέχοντες,
τα διαρθρωτικά μέτρα
είναι γνωστά εδώ και
καιρό —το πρόβλημα
έγκειται στην εφαρμογή
τους.
Κι όμως,
το συνέδριο ολοκληρώθηκε
με αισιόδοξη διάθεση. Η
οπτική ενός μέλλοντος
όπου η ΕΕ απολαμβάνει
μεγαλύτερη ενότητα και
οικονομική ανάπτυξη
κέρδισε έδαφος. «Η
ευθύνη είναι δική μας
και μπορούμε να τα
καταφέρουμε», τόνισε ο
Philippe
Aghion,
καθηγητής στο
Collège
de
France
και στο
London
School
of
Economics.
«Είμαι βαθιά
αισιόδοξος», πρόσθεσε,
μέσα σε χειροκροτήματα
από το ακροατήριο.
|