|
Το
οικονομικό κόστος για
τις επιχειρήσεις και την
οικονομία ξεπερνά τα 100
δισ. ευρώ ετησίως, και
οι ειδικοί ζητούν
συστημικές αλλαγές και
έμφαση στην πρόληψη.
Ο
σύγχρονος εργασιακός
χώρος προκαλεί
εξουθένωση στους
εργαζόμενους σε ολόκληρη
την Ευρώπη, χωρίς εμφανή
λύση αντιμετώπισης.
Σχεδόν
οι μισοί εργαζόμενοι σε
30 χώρες αναφέρουν
υπερβολικό φόρτο
εργασίας, το 34% δηλώνει
ότι η εργασία του δεν
αναγνωρίζεται επαρκώς,
ενώ το 16% δηλώνει ότι
υφίσταται βία ή λεκτική
παρενόχληση, σύμφωνα με
έρευνα της Ευρωπαϊκής
Υπηρεσίας για την
Ασφάλεια και την Υγεία
στην Εργασία.
Παρά τη
ραγδαία αύξηση του
ενδιαφέροντος των
εταιρειών για την
ευημερία των
εργαζομένων, η πίεση
συνεχίζει να υφίσταται.
Νωρίτερα φέτος,
ερευνητές στην Αυστραλία
εντόπισαν ένα
«παράδοξο»: κράτη και
εταιρείες επενδύουν
περισσότερο από ποτέ
στην ψυχική ευεξία, ενώ
η ψυχική υγεία των
εργαζομένων φαίνεται να
χειροτερεύει.
«Ιδιαίτερα μετά την
πανδημία, παρατηρήσαμε
αύξηση περιστατικών
ψυχικών προβλημάτων,
κυρίως εκείνων που
σχετίζονται με την
εργασία, όπως η
εξουθένωση (burnout)»,
δήλωσε η
Sonia
Nawrocka
από το Ευρωπαϊκό
Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI)
στο
Euronews
Health.
Το 2023,
οι ευρωπαϊκές εταιρείες
επένδυσαν περίπου 19,6
δισ. δολάρια (16,9 δισ.
ευρώ) σε προγράμματα
εργασιακής ευεξίας – από
mindfulness
και διαχείριση άγχους
έως ατομικό
coaching
ψυχικής υγείας – με
περίπου το 29% των
εργαζομένων να έχει
πρόσβαση σε αυτά.
Ωστόσο,
η έρευνα δείχνει ότι τα
προγράμματα αυτά συχνά
δεν αντιμετωπίζουν τις
δομικές αιτίες, τους
λεγόμενους
ψυχοκοινωνικούς
κινδύνους: εργασιακή
πίεση, υπερωρίες,
ανασφάλεια, έλλειψη
αναγνώρισης, εκφοβισμό,
καθώς και τις σημαντικές
οικονομικές και
τεχνολογικές αλλαγές που
αναδιαμορφώνουν την
εργασία.
«Το
ζήτημα δεν είναι να
διοργανώσουμε μια τάξη
γιόγκα και να πούμε
“λύσε το μόνος σου”»,
τόνισε η
Manal
Azzi,
ανώτερη ειδικός σε
θέματα υγείας και
ασφάλειας στην εργασία
στον Διεθνή Οργανισμό
Εργασίας (ILO).
Οι
ειδικοί επισημαίνουν ότι
η ευημερία των
εργαζομένων πρέπει να
αποτελεί μακροπρόθεσμο
και ολιστικό στόχο, και
όχι
ad-hoc
πρόγραμμα που
αποφασίζεται από το
HR
ή σύμφωνα με προσωπικές
απόψεις στελεχών.
«Αυτό
που λείπει πραγματικά
σήμερα στους χώρους
εργασίας είναι ότι όλα
είναι υπερβολικά απλοϊκά
και μηχανικά, και δεν
βλέπουμε αποτελέσματα»,
δήλωσε η
Jolanta
Burke,
ερευνήτρια θετικής
ψυχολογίας και
αναπληρώτρια καθηγήτρια
στο
RCSI.
Όσον
αφορά τη μείωση του
ψυχικού φορτίου, η
Azzi
τόνισε ότι η προσέγγιση
μιας εταιρείας στις
προσλήψεις, τις
προαγωγές, τις
αξιολογήσεις, το στυλ
διοίκησης, την
επικοινωνία και τους
διαθέσιμους πόρους
καθορίζει την
καθημερινότητα των
εργαζομένων και αποτελεί
ευκαιρία για τη
δημιουργία υγιέστερων
εργασιακών χώρων.
Σύμφωνα
με αναφορά της
TELUS
Health,
οι
managers
που δημιουργούν ψυχικά
υγιείς και παραγωγικές
ομάδες έχουν πέντε κοινά
χαρακτηριστικά:
ειλικρινές ενδιαφέρον
για την ευημερία των
εργαζομένων, ομαδικό
πνεύμα που αποφεύγει
ανθυγιεινή
ανταγωνιστικότητα,
συμπερίληψη,
αποφασιστικότητα και
ικανότητα να δίνουν
νόημα πέρα από τις
καθημερινές εργασίες.
Ορισμένες επιχειρήσεις
πειραματίζονται με
ευρύτερες αλλαγές, όπως
η τετραήμερη εργασία στο
Ηνωμένο Βασίλειο, τη
Γερμανία, την Ιρλανδία
και την Ισλανδία, με
πρώτες μελέτες να
δείχνουν ότι μειώνει τον
κίνδυνο
burnout
και βελτιώνει τη
συνολική υγεία.
Ωστόσο,
όπως επισημαίνει η
Azzi,
πολλοί εργοδότες
διστάζουν να αναλάβουν
την ευθύνη ή να
επενδύσουν τα απαραίτητα
κονδύλια για την
αντιμετώπιση των
ψυχοκοινωνικών κινδύνων.
Οι
πολιτικές αλλαγές
μπορούν να παίξουν
σημαντικό ρόλο,
σημειώνει η
Nawrocka.
Για παράδειγμα, η
Σουηδία διαθέτει
κανονισμούς για τον
εργασιακό εκφοβισμό και
τα ανθυγιεινά φορτία
εργασίας, ενώ η Γαλλία,
το Βέλγιο και η
Πορτογαλία έχουν
θεσπίσει το δικαίωμα
αποσύνδεσης εκτός
ωραρίου.
Παρά τις
προσπάθειες, καμία χώρα
δεν έχει επιλύσει πλήρως
το ζήτημα της ψυχικής
υγείας στον εργασιακό
χώρο, και ακόμη και
κράτη με υψηλό επίπεδο
work-life
balance
καταγράφουν υψηλά
ποσοστά ψυχικών
προβλημάτων.
Το
διακύβευμα είναι
τεράστιο: η κατάθλιψη
και τα καρδιακά
προβλήματα λόγω
εργασιακού στρες
κοστίζουν στην ΕΕ πάνω
από 100 δισ. ευρώ τον
χρόνο, με τους εργοδότες
να επωμίζονται πάνω από
το 80% αυτών των
δαπανών, σύμφωνα με
μελέτη του
ETUI.
«Όταν το
άγχος ή η κατάθλιψη
φτάσουν σε σοβαρό
επίπεδο, συχνά είναι
αργά για να ανακάμψει
κανείς. Οι άνθρωποι
παραιτούνται… Γι’ αυτό
θέλουμε να εστιάσουμε
στην πρόληψη», δήλωσε η
Azzi.
«Υπάρχουν ισχυρά κίνητρα
για τους εργοδότες να
δράσουν, γιατί στο τέλος
το κόστος το πληρώνουν
οι ίδιοι».
|