Σημαντικές, αν όχι εκκωφαντικές, μπορεί να
είναι οι συνέπειες για τους servicers, τις
τράπεζες, τα funds αλλά και το δημόσιο χρέος,
εφόσον ισχύσει η απόφαση του Αρείου Πάγου 822/22
που εκδόθηκε προσφάτως.
Το ανώτατο
δικαστήριο με την
απόφασή του δίνει τη
δυνατότητα σε
δανειολήπτες να
ακυρώσουν με ανακοπές
τις διαταγές πληρωμής
και τους πλειστηριασμούς
όταν αυτοί διενεργούνται,
όχι από τις τράπεζες,
αλλά από τις εταιρείες
διαχείρισης, δηλαδή τους
servicers.
Όπως γράφει η Ειρήνη
Σακελλάρη στην
Ναυτεμπορική, το κόστος
της απόφασης αυτής
μπορεί δυνητικά να
αγγίξει τα 35 δισ. ευρώ,
αφού με κατάπτωση
κινδυνεύει σημαντικό
κομμάτι των εγγυήσεων
του προγράμματος «Ηρακλής»
(περί τα 20 δισ. ευρώ
που θα επιβαρύνουν το
δημόσιο χρέος), ενώ άνευ
πραγματικής αξίας θα
καταστούν και τα senior
bonds των τραπεζών. Για
τον λόγο αυτό κυβέρνηση
και servicers ήδη
συνεργάζονται για μια
νομοθετική πρωτοβουλία,
«θεραπευτική» της
εξέλιξης.
Νομικό κενό
Η απόφαση αυτή όπως
και εφετειακές αποφάσεις,
τέσσερις τον αριθμό
μέχρι στιγμής, που έχουν
εκδώσει μεγάλα εφετεία
της χώρας πατούν σε κενό
που εντοπίζεται στον
νόμο 3156/2003 που
διέπει τις τιτλοποιήσεις
απαιτήσεων, μεταξύ των
οποίων και τις
τιτλοποιήσεις απαιτήσεων
από μη εξυπηρετούμενα
δάνεια.
Το θέμα που
αναφύεται είναι κατά
πόσο οι servicers έχουν
τη δυνατότητα να
προχωρούν οι ίδιοι σε
πράξεις εκτέλεσης για
λογαριασμό των funds (στα
οποία ανήκουν οι
απαιτήσεις ή οι τίτλοι),
όταν η μεταβίβαση των
δανειακών απαιτήσεων δεν
έχει πραγματοποιηθεί με
τον νόμο για τα «κόκκινα
δάνεια» του 2015
(4354/2015), αλλά με τον
νόμο για την τιτλοποίηση
απαιτήσεων του 2003.
Βεβαίως, υπάρχουν
και προσφυγές που
έκριναν ανυπόστατη τη
συγκεκριμένη απαίτηση
από την πλευρά των
δανειοληπτών. Ωστόσο,
εφόσον η απόφαση του
Αρείου Πάγου, η οποία
παράγει νομολογία,
δημιουργήσει τσουνάμι
αντίστοιχων δικαστικών
αποφάσεων, άμεσος είναι
ο κίνδυνος για την
ενδεχόμενη κατάπτωση των
εγγυήσεων του «Ηρακλή»
ύψους περίπου 20 δισ.
ευρώ, όπως επίσης και
της δημιουργίας
κεφαλαιακού κενού στις
τράπεζες που έχουν
αγοράσει senior bonds,
που κι αυτά αποτελούν το
30% περίπου των
τιτλοποιήσεων και
επομένως κινούνται κοντά
στα 15 δισ. ευρώ. Το
πρόγραμμα των ανακτήσεων
τίθεται σε απόλυτο
κίνδυνο, γεγονός που
έχει θορυβήσει τη
χρηματοοικονομική
κοινότητα.
Κόκκινα δάνεια 100
δισ. ευρώ, τα οποία
διαχειρίζονται οι
servicers και
προέρχονται από
προβληματικά ή
ρυθμισμένα χαρτοφυλάκια,
αποκτούν σαθρά θεμέλια,
όπως λένε οι εκπρόσωποί
τους, αν χαθεί γι’
αυτούς το όπλο του
πλειστηριασμού. Και
επειδή και η πρόσφατη
κοινοτική οδηγία είναι
πολύ αυστηρή επί του
θέματος, αναμένεται να
ληφθεί άμεση νομοθετική
πρωτοβουλία που θα
αλλάξει εκ νέου τα
δεδομένα. Ήδη οι ενώσεις,
τόσο των τραπεζών όσο
και των ίδιων των
servicers, κινούνται
προς την κατεύθυνση της
συνεννόησης με το
οικονομικό επιτελείο
ώστε να καλυφθεί το
νομοθετικό κενό.
Ως γνωστόν οι
τράπεζες έχουν
προχωρήσει σε
τιτλοποιήσεις δανείων.
Τη διαχείριση των
τιτλοποιήσεων
πραγματοποιούν οι
servicers στους οποίους
δεν ανήκουν τα δάνεια.
Οι τίτλοι μπορεί να
ανήκουν σε ξένα funds ή
ακόμη και σε τράπεζες.
Αντικρουόμενοι νόμοι
Το πρόβλημα όπως
προαναφέρθηκε έχει
ανακύψει από δύο
αντικρουόμενα νομοθετικά
πλαίσια που αφορούν το
καθεστώς διαχείρισης των
επισφαλών απαιτήσεων.
Σύμφωνα με τον ν.
4354/2015 προβλέπεται
συγκεκριμένη και ειδική
νομιμοποίηση στους
servicers, βάσει της
οποίας οι τελευταίοι
μπορούν να ενεργούν
διαδικαστικές πράξεις
αντί του δικαιούχου της
απαίτησης.
Από την άλλη οι
διατάξεις του ν.
3156/2003 αφορούν γενικά
ρυθμίσεις δανείων. Στην
παράγραφο 14 του άρθρου
10 του Ν. 3156/2003
καθίσταται σαφές ότι οι
προβλεπόμενες εταιρείες
ενεργούν πράξεις
διαχειρίσεως για
λογαριασμό των εταιρειών
που έχουν τα δάνεια,
χωρίς να αποδίδεται σε
αυτές η συγκεκριμένη
ιδιότητα του «μη
δικαιούχου ή μη υπόχρεου
διαδίκου».
Μέσα από αυτήν τη
διαδικασία ασκήθηκε
αναίρεση σε έναν
servicer που παραστάθηκε
στο δικαστήριο ελλείψει
νομιμοποιήσεως όπως
κρίθηκε από τον Άρειο
Πάγο. Πιο συγκεκριμένα,
ο servicer είναι
διαχειριστής απαιτήσεων
από δάνεια ελληνικής
τράπεζας που οι οφειλές
του έχουν καταστεί
ληξιπρόθεσμες και έχουν
καταγγελθεί από την
τράπεζα.
Η τράπεζα
τιτλοποίησε τα δάνεια
και οι τίτλοι
μεταβιβάστηκαν σε ξένο
fund, που επίσης ανέθεσε
τη διαχείριση στον ίδιο
servicer.
O Άρειος Πάγος
έκρινε πως ο servicer
δεν μπορεί να επιδιώξει
την εκπλήρωση της
οφειλής για λογαριασμό
της αλλοδαπής εταιρείας
διότι το νομοθετικό
πλαίσιο με το οποίο ο
servicer νομιμοποιήθηκε,
του δόθηκε η εντολή από
την αλλοδαπή εταιρεία να
την εκπροσωπήσει,
βασίζεται στο ν.
3156/2003 που δεν δίδει
στον servicer αυτήν την
ιδιότητα. Αυτό σημαίνει
πως σταδιακά ενισχύονται
οι πιθανότητες ακύρωσης
των πράξεων στις οποίες
έχουν εκδοθεί αποφάσεις
με την εκπροσώπηση
servicer. Το θέμα
ανέδειξε με άρθρο της η
κ. Αναστασία Χρ. Μήλιου,
δικηγόρος Παρ’ Αρείω
Πάγω.