|
Η
απόκλιση αυτή δεν είναι
θέμα ιδιοσυγκρασίας των
Ελλήνων. Μια ορθολογική
ερμηνεία έδωσε ο
επικεφαλής οικονομολόγος
και επικεφαλής
Επενδυτικής Στρατηγικής
της Τράπεζας Πειραιώς,
Ηλίας Λεκκός, στο
πλαίσιο συζήτησης που
διοργάνωσε την περασμένη
εβδομάδα το
London
School
of
Economics
and
Political
Science,
σημειώνοντας ότι
«πρόκειται για ένα παζλ
που παρατηρείται, παρά
το γεγονός ότι η ανεργία
έχει υποχωρήσει στα προ
κρίσης επίπεδα.
Παράλληλα με την αύξηση
της απασχόλησης, που
επίσης έχει ξεπεράσει τα
προ κρίσης επίπεδα,
διαπιστώνεται και αύξηση
του διαθέσιμου
εισοδήματος που έχει
βελτιωθεί τόσο σε
ονομαστικούς όσο και σε
πραγματικούς όρους,
δηλαδή προσαρμοσμένο με
βάση τον πληθωρισμό».
Σύμφωνα
με τον κ. Λεκκό, η
απάντηση θα πρέπει να
αναζητηθεί αφενός στην
αναποτελεσματική
προσφορά δημοσίων αγαθών
σε δύο κρίσιμους τομείς,
όπως η υγεία και η
εκπαίδευση, και αφετέρου
στη σημαντική προσαρμογή
που έχει γίνει σε ό,τι
αφορά τη φορολογική
συμμόρφωση στη χώρα τα
τελευταία χρόνια.
Πρόκειται για τον δείκτη
που αποτυπώνει την
αποτελεσματικότητα στη
συλλογή φόρων επί της
κατανάλωσης και ο οποίος
διαμορφώθηκε το 2024
στην Ελλάδα σε επίπεδα
ρεκόρ 21,7% έναντι 14,5%
προ κρίσης, όταν στην
Ευρωζώνη ο αντίστοιχος
δείκτης διαμορφώνεται
σήμερα στο 17,2% με τάση
σταθεροποίησης από το
2009.
Η
φορολογική συμμόρφωση
που έχει επιτευχθεί τα
τελευταία χρόνια
αποτυπώνεται και στη
σημαντική μείωση στο
λεγόμενο κενό του ΦΠΑ,
δηλαδή τη διαφορά
ανάμεσα στα χρήματα που
θα έπρεπε να εισπράξει
το κράτος από τον ΦΠΑ
και αυτά που τελικά
εισπράττει. Το κενό αυτό
με βάση στοιχεία του
2022 έχει υποχωρήσει στο
ιστορικό χαμηλό του
13,7%, από 25,4% το 2018
και έναντι 7% στην
Ευρωζώνη και όπως
εκτίμησε ο κ. Λεκκός τα
νεότερα στοιχεία για το
2023-24 συνηγορούν για
την περαιτέρω μείωση
αυτού του ποσοστού στη
χώρα μας.
Την ίδια
στιγμή, η δημόσια
κατανάλωση ως ποσοστό
του ΑΕΠ έχει μειωθεί σε
επίπεδο προ κρίσης,
υποχωρώντας το 2024 στο
18,3%, όταν στην
Ευρωζώνη το αντίστοιχο
ποσοστό είναι σε γενικές
γραμμές σταθερό και
διαμορφώθηκε την ίδια
περίοδο στο 21,6%. Οι
Ελληνες πληρώνουν το
7,7% των μηνιαίων
δαπανών για την υγεία,
όταν το αντίστοιχο
ποσοστό στην Ευρώπη
είναι 3,7%, δηλαδή
σχεδόν το μισό. Την ίδια
στιγμή καταναλώνουν το
3,4% των μηνιαίων
δαπανών τους για
εκπαίδευση, όταν το
αντίστοιχο ποσοστό στην
Ευρωζώνη είναι
υποπολλαπλάσιο και
συγκεκριμένα μόλις 0,9%.
Μάλιστα, η δαπάνη για
την υγεία από την πλευρά
των νοικοκυριών έχει
αυξηθεί ως ποσοστό της
μηνιαίας δαπάνης από
6,3% το 2010 στο 7,7% το
2023, γεγονός που μπορεί
να ερμηνευθεί και από
την υποχώρηση των
εισοδημάτων, ενώ στην
Ευρώπη παραμένει σε
γενικές γραμμές σταθερή.
Παρά το
γεγονός ότι η
αποτελεσματικότητα του
δείκτη συλλογής φόρων
επί της κατανάλωσης
είναι ένα καλό νέο για
τα δημόσια οικονομικά,
καθώς αποτυπώνει ότι οι
μηχανισμοί έχουν
αποδώσει, στον βαθμό που
αυτό δεν συνδυάζεται με
ανάλογη ανταπόδοση στο
επίπεδο των παροχών
μπορεί να ερμηνεύσει και
τον πεσιμισμό των
Ελλήνων. Ετσι, σε
συνδυασμό με τα χαμηλά
εισοδήματα προσγειώνει
τις προσδοκίες των
ελληνικών νοικοκυριών σε
σχέση με τις προοπτικές
των οικονομικών τους.
|