|
Το
διάταγμα ισχύει όχι μόνο
για την αποκλειστική
οικονομική ζώνη (ΑΟΖ)
της Αμερικής, αλλά και
για την ανοικτή θάλασσα
πέραν της αμερικανικής
δικαιοδοσίας. Η τεράστια
ζώνη Clarion-Clipperton
στον βόρειο Ειρηνικό, η
οποία φτάνει σε βάθος
5.500 μέτρων, μπορεί να
περιέχει ποσότητες
ορυκτών όπως το νικέλιο,
πολύ περισσότερες από
όλα τα γνωστά χερσαία
αποθέματα. Όλο και πιο
εξειδικευμένος
εξοπλισμός, όπως
τηλεκατευθυνόμενα
οχήματα, αναπτύσσεται
γρήγορα για την ανέλκυση
αυτών των ορυκτών.
Ωστόσο, η εξόρυξη (αν
και όχι η αναζήτηση)
απαγορεύεται επί του
παρόντος στα διεθνή
ύδατα από τη Διεθνή Αρχή
των Θαλλάσιων Βυθών του
ΟΗΕ (ISA). Ο οργανισμός,
ο οποίος ιδρύθηκε για
πρώτη φορά στο πλαίσιο
της Σύμβασης του ΟΗΕ για
το Δίκαιο της Θάλασσας
(UNCLOS), αγωνίζεται εδώ
και σχεδόν τρεις
δεκαετίες να καταλήξει
σε ένα ρυθμιστικό
πλαίσιο για την εξόρυξη
βαθέων υδάτων που να
ικανοποιεί τα μέλη του
ΟΗΕ, τα μεταλλευτικά
συμφέροντα και τους
οικολόγους.
Το 1982
ο πρόεδρος Ronald Reagan
αρνήθηκε να υπογράψει τη
συνθήκη, κυρίως επειδή
θα περιόριζε την
ελευθερία της Αμερικής
να εξορύσσει τον βυθό.
Ωστόσο, η Αμερική, μέχρι
στιγμής, ενεργεί σύμφωνα
με τις κύριες διατάξεις
της UNCLOS και έχει
επικρίνει τις
παραβιάσεις της, όπως
τις εδαφικές
διεκδικήσεις της Κίνας
στη Θάλασσα της Νότιας
Κίνας. Προβαίνοντας σε
μια μονομερή παράκαμψη
της ISA, και κατ’
επέκταση της συνθήκης, ο
κ. Trump ανέτρεψε αυτή
τη λεπτή ισορροπία και
κινδυνεύει να
υπονομεύσει τη
συμμόρφωση με το δίκαιο
της θάλασσας. Αυτό, μαζί
με τις ανησυχίες για
τους περιβαλλοντικούς
κινδύνους, είναι ο λόγος
για τον οποίο η κίνησή
του προκαλεί μια συνεχώς
αυξανόμενη διεθνή οργή.
Ο
πρόεδρος, όπως δείχνουν
τα πράγματα, δεν δίνει
δεκάρα για τις
αντιδράσεις. Είναι
αποφασισμένος να
εξασφαλίσει προμήθειες
κρίσιμων ορυκτών για την
Αμερική που «δεν θα
ελέγχονται από τους
ξένους αντιπάλους»,
δηλαδή «από την Κίνα», η
οποία είναι σήμερα
μακράν ο μεγαλύτερος
επεξεργαστής σπάνιων
γαιών. (Τα ίδια κίνητρα
άγουν επίσης τις απόψεις
του κ. Trump για την
προσάρτηση του Καναδά
και της Γροιλανδίας,
αλλά και τις συναλλαγές
του με την Ουκρανία). Τα
εν λόγω ορυκτά
αποτελούν, μεταξύ πολλών
άλλων, βασικά δομικά
στοιχεία των αμυντικών
συστημάτων, των
ηλεκτρικών οχημάτων και
των μπαταριών,. Ο
Διεθνής Οργανισμός
Ενέργειας, εκτιμά ότι η
παγκόσμια ζήτηση για
ορυκτά μόνο από τις
βιομηχανίες καθαρής
ενέργειας θα μπορούσε,
μέχρι το 2040, να
τετραπλασιαστεί.
Το
εκτελεστικό διάταγμα
δίνει εντολή σε πολλαπλά
τμήματα της κυβέρνησης
να συνεργαστούν για να
διασφαλίσουν την εθνική
ασφάλεια, την
τεχνολογική κυριαρχία
και τη στήριξη της
εξερεύνησης, της
εξόρυξης και της
διύλισης. Η κυβέρνηση
επιμένει ότι αυτή η νέα
στρατηγική όχι μόνο θα
αυξήσει σε τεράστιο
βαθμό τις ελεγχόμενες
από την Αμερική
προμήθειες κρίσιμων
ορυκτών, αλλά,
παράλληλα, τα επόμενα
δέκα χρόνια, θα
δημιουργήσει, όπως
ισχυρίζονται οι
αξιωματούχοι, περίπου
100.000 θέσεις
εργασίας.Υπεύθυνη για
την έκδοση αδειών
εξόρυξης θα είναι η
Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών
και Ατμόσφαιρας.
Πίσωαπό
όλα αυτά, βρίσκεται,
κυρίως, η The Metals
Company (TMC), μια
καναδική εταιρεία
εισηγμένη στην Αμερική,
η οποία ασκεί σκληρή
πίεση στην κυβέρνηση
Trump τις τελευταίες
εβδομάδες, κυρίως όσον
αφορά την ανάγκη η
Αμερική να έχει ένα
στρατηγικό απόθεμα
ορυκτών. Οι ερευνητικές
αποστολές της TMC στη
ζώνη Clarion-Clipperton
έχουν ανασύρει αρκετές
χιλιάδες τόνους
πολυμεταλλικών κονδύλων.
Το εκτελεστικό διάταγμα
ήρθε ακριβώς την
κατάλληλη στιγμή για την
TMC, η οποία χρειάζεται
να συγκεντρώσει
περισσότερα χρήματα.
Μετά το διάταγμα, η τιμή
της μετοχής της αυξήθηκε
κατά 47%, αποτιμώντας
την εταιρεία σε πάνω από
1 δισ. δολάρια. Τώρα θα
είναι πολύ πιο εύκολο να
αντλήσει νέα κεφάλαια
από τους μετόχους της.
Μέχρι
τώρα, οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής για
τον ωκεανό και τα
στελέχη των ορυχείων
στην Αμερική χλεύαζαν
ιδιωτικά την TMC ως
άπληστη. Δυσανασχετούσαν
με την ακατάσχετη άσκηση
πίεσης και δεν
συμφωνούσαν όλοι τους
ότι μια μονομερής
αμερικανική κίνηση για
την εξόρυξη βαθέων
υδάτων θα ήταν η
καλύτερη προσέγγιση.
Ωστόσο, ορισμένοι τώρα
έχουν αρχίσει να
μεταπείθονται. Εξάλλου,
η ώθηση της κυβέρνησης
προς μια ολοκληρωμένη
πολιτική εξόρυξης στον
βυθό είναι πολύ
περισσότερα από ό,τι
κατάφερε η προηγούμενη
κυβέρνηση. Και η ISA,
παρά τις πολυετείς
προσπάθειες, δεν έχει
ακόμη καταλήξει στους
δικούς της κανόνες
αναφορικά με αυτού του
είδους τις εξορύξεις.
Εδώ, λέει τώρα ένας
αυξανόμενος αριθμός
υπευθύνων χάραξης
πολιτικής και στελεχών,
βρίσκεται μια ευκαιρία
για την Αμερική να πάρει
πίσω την πρωτοβουλία και
να συμβάλει στη
διαμόρφωση των διεθνών
κανόνων της επερχόμενης
έκρηξης στον θαλάσσιο
βυθό. Το βέβαιο είναι
ότι θα ακολουθήσει ένας
οργασμός αιτήσεων
εξόρυξης, μεταξύ άλλων
και για τα ύδατα της
Αμερικανικής Σαμόα.
Η κίνηση
της Αμερικής μπορεί να
κάνει ορισμένα από τα
μέλη της ISA να υψώσουν
ανάστημα, να επιβάλουν
κυρώσεις στις
αμερικανικές εταιρείες
εξόρυξης βαθέων υδάτων
και να αρνηθούν να
αγοράσουν την παραγωγή
ορυκτών τους. Ο Καναδάς
μπορεί ακόμα και να
επιδιώξει να τιμωρήσει
την TMC. Μια τέτοια
εξέλιξη θα άφηνε την
Αμερική απομονωμένη.
Το
πιθανότερο, όμως, είναι
ότι θα σπάσει η δύσκολη
ανακωχή στην ISA.
Περισσότερες από
εικοσιτέσερεις χώρες,
μεταξύ των οποίων ο
Καναδάς, η Βρετανία και
αρκετά μέλη της ΕΕ,
έχουν ταχθεί υπέρ μιας
προληπτικής παύσης στην
εξόρυξη σε μεγάλα βάθη,
έως ότου διεξαχθούν
περισσότερες έρευνες
σχετικά με τις ζημιές
που θα μπορούσαν να
προκαλέσουν σε ελάχιστα
γνωστά οικοσυστήματα και
έως ότου συμφωνηθεί ένας
κώδικας που θα
περιλαμβάνει ισχυρή
περιβαλλοντική
προστασία. Ωστόσο,
ορισμένες από αυτές τις
χώρες δεν θα θελήσουν να
μείνουν στο περιθώριο
ενός φρενήρους αγώνα
δρόμου για τον βυθό της
θάλασσας.
Εν τω
μεταξύ, χώρες που δεν
υποστήριξαν ποτέ ένα
μορατόριουμ, όπως η
Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία
και η Ρωσία, θα αυξήσουν
σίγουρα την πίεσή τους
προς την ISA για να
ευλογήσει την εξόρυξη
βαθέων υδάτων, τόσο στα
διεθνή ύδατα όσο και
στις δικές τους ΑΟΖ. Η
Κίνα, η οποία έχει
χρηματοδοτήσει μεγάλο
μέρος των δραστηριοτήτων
της ISA, προσπαθεί να
παρουσιαστεί ως καλός
παγκόσμιος πολίτης
(ακόμα και τη στιγμή που
στη Θάλασσα της Νότιας
Κίνας έχει αγνοήσει
αποφάσεις που κηρύσσουν
παράνομες τις θαλάσσιες
διεκδικήσεις της).
Αγωνίζεται να καλύψει το
τεχνολογικό της
μειονέκτημα έναντι της
Αμερικής και της
Ιαπωνίας στην εξόρυξη
βαθέων υδάτων. Στον
Ειρηνικό, έχει γίνει
φίλη με νησιωτικά κράτη
που βλέπουν το όλο
εγχείρημα ως σανίδα
σωτηρίας για τις
επισφαλείς οικονομίες
τους. Τον Φεβρουάριο,
για παράδειγμα, η Κίνα
υπέγραψε στρατηγική
συμφωνία με τα Νησιά
Κουκ, ο πρωθυπουργός των
οποίων, Mark Brown,
κουβαλάει μαζί του μια
χούφτα κονδύλους –
«μπαταρίες μέσα σε
πέτρωμα», όπως τις
αποκαλεί- σχεδόν όπου
πηγαίνει.
Η κίνηση
των Νησιών Κουκ εξόργισε
τους δυτικούς εταίρους
τους, ιδίως τη Νέα
Ζηλανδία, με την οποία
διατηρούν συνταγματικούς
δεσμούς. Τώρα η Αμερική
μπορεί να αντιδράσει με
δικά της κίνητρα για
τους κατοίκους των
Νησιών Κουκ.
«Βρισκόμαστε για άλλη
μια φορά στο έλεος
ισχυρών εξωτερικών
δυνάμεων, που θυμίζουν
την αποικιακή
εκμετάλλευση που
σημάδεψε την ιστορία
μας», προειδοποίησε ο
πρόεδρος του Παλάου,
Surangel Whipps, πέρυσι,
όταν έκανε έκκληση για
ένα μορατόριουμ
εξόρυξης. Τώρα που ο κ.
Trump έριξε τον
εναρκτήριο πυροβολισμό
και η κούρσα για την
εξόρυξη βαθέων υδάτων
ξεκίνησε, τέτοιες
προειδοποιήσεις μπορεί
σύντομα να φαίνονται
απλά γραφικές.
Πηγή: The Economist
|