|
Κατά
τη μελέτη, που
δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό της Διεθνούς
Ένωσης Υδρογεωλόγων «Hydrogeology
Journal»,
η ομάδα εντόπισε και
χαρτογράφησε παράκτια
νερά χαμηλής αλατότητας
αποθηκευμένα σε ιζήματα
κάτω από τον Κορινθιακό
Κόλπο. Όπως προέκυψε, οι
μεγάλες πτώσεις της
στάθμης της θάλασσας
κατά τις παγετώδεις
περιόδους επέτρεψαν στο
νερό της βροχής και των
ποταμών να διεισδύσει
στα παράκτια και
υποθαλάσσια ιζήματα και
μέρος του να διατηρηθεί
μέχρι σήμερα.
Το
νερό χαμηλής αλατότητας
εντοπίζεται σε βάθη από
περίπου 20 έως 600-700
μέτρα κάτω από τον
πυθμένα στην κεντρική
λεκάνη του Κορινθιακού
Κόλπου και από 15 έως
150 μέτρα κάτω από τον
πυθμένα της θάλασσας
στην ανατολική περιοχή
των Αλκυονίδων. Τα
πλευρικά στρώματα
ιζημάτων στη λεκάνη
μπορούν να περιέχουν έως
και περίπου 250 κυβικά
χιλιόμετρα αυτού του
υπόγειου νερού.
Η
ομάδα εφάρμοσε μια
διεπιστημονική
προσέγγιση συνδυάζοντας
σεισμικά δεδομένα υψηλής
ποιότητας, πυρήνες από
γεωτρήσεις από
προηγούμενα διεθνή
προγράμματα, όπως την
Αποστολή 381 του
Διεθνούς Προγράμματος
Ανακάλυψης Ωκεανών (IODP),
στην οποία συμμετείχε
μεταξύ άλλων το Ελληνικό
Κέντρο Θαλάσσιων
Ερευνών, καθώς και
υδρογεωλογική
μοντελοποίηση, για να
διερευνήσει την παρουσία
και την κατανομή του
παράκτιου νερού χαμηλής
αλατότητας κάτω από τον
πυθμένα της θάλασσας και
τις αλλαγές στην
αλατότητα του νερού με
την πάροδο του χρόνου.
Αυτές οι μέθοδοι
συνδυαστικά αποκαλύπτουν
πού είναι πιο πιθανό να
αποθηκεύεται το νερό και
πώς έχει μετακινηθεί με
την πάροδο του χρόνου.
Υπολογιστικές
προσομοιώσεις των
τελευταίων 800.000 ετών
παρακολούθησαν τις
αλλαγές στην αλατότητα
του νερού μέσα στα
ιζήματα με την πάροδο
του χρόνου και
επιβεβαιώνουν ότι το
νερό αποτέθηκε εκεί
κυρίως κατά τη διάρκεια
των παγετώνων, οπότε η
στάθμη της θάλασσας ήταν
πολύ χαμηλότερη και
μεγάλες περιοχές της
υφαλοκρηπίδας ήταν
εκτεθειμένες. «Κατά τη
διάρκεια αυτών των
περιόδων, το νερό της
βροχής και το νερό των
ποταμών μπορούσαν να
διεισδύσουν στα ιζήματα
και να αποθηκευτούν. Η
παρουσία πλευρικά
εκτεταμένων, χαμηλής
διαπερατότητας
ιζηματογενών στρωμάτων
έχει βοηθήσει στη
διατήρηση αυτών των
υδάτινων σωμάτων για
800.000 χρόνια, τα οποία
λειτουργούσαν ως
δεξαμενές που
τροφοδοτούνταν συνεχώς
κατά την περίοδο που η
στάθμη της θάλασσας ήταν
χαμηλή. Παρόλο που το
αποθηκευμένο γλυκό νερό
δεν έχει παραμείνει
πλήρως αμετάβλητο για
800.000 χρόνια, το
σύστημα στο σύνολό του
έχει σταθεροποιηθεί σε
χαμηλή αλατότητα
μακροπρόθεσμα
αναμειγνυόμενο με το
θαλασσινό νερό σε
πολλαπλές ανόδους και
πτώσεις της στάθμης της
θάλασσας», υπογραμμίζει
η κ. Χοροζάλ.
Η
Ελλάδα, όπως και πολλές
μεσογειακές χώρες,
αντιμετωπίζει αυξανόμενη
πίεση στους υδάτινους
πόρους, οπότε η
χαρτογράφηση των
σημείων, όπου υπάρχουν
αυτά τα υπόγεια ύδατα
και η κατανόηση του
τρόπου με τον οποίο οι
γεωλογικές δομές τα
προστατεύουν μπορεί να
δώσει στην πολιτεία μια
σαφέστερη εικόνα του
υπεδάφους. Η Σενάι
Χοροζάλ τονίζει ότι «στο
πλαίσιο της κλιματικής
αλλαγής και της
αυξανόμενης ζήτησης για
γλυκό νερό, η γνώση του
πού βρίσκονται αυτά τα
υδάτινα σώματα χαμηλής
αλατότητας και πόσο νερό
μπορεί να περιέχουν
είναι κρίσιμη για τις
μακροπρόθεσμες
στρατηγικές διαχείρισης
των υδάτων». Ωστόσο,
εφιστά την προσοχή ότι
«οποιαδήποτε πιθανή
αξιοποίηση θα πρέπει να
προσεγγιστεί πολύ
προσεκτικά, δεδομένης
της περιβαλλοντικής
ευαισθησίας των
παράκτιων συστημάτων».
Σύνδεσμος
για την επιστημονική
δημοσίευση:
https://link.springer.com/article/10.1007/s10040-025-02943-x
|