|
Όπως
επισημαίνει το ΔΝΤ, η
πίεση δεν προκύπτει μόνο
από το μέγεθος του
χρέους, αλλά και από το
αυξημένο κόστος
δανεισμού. Η περίοδος
των εξαιρετικά χαμηλών
επιτοκίων που ακολούθησε
την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση
και την πανδημία έχει
πλέον τερματιστεί, ενώ η
μελλοντική πορεία των
επιτοκίων παραμένει
αβέβαιη. Ταυτόχρονα,
παράγοντες όπως οι
αμυντικές δαπάνες, οι
φυσικές καταστροφές, οι
τεχνολογικές επενδύσεις
και οι δημογραφικές
εξελίξεις εντείνουν τις
δημοσιονομικές πιέσεις,
την ώρα που η αύξηση των
φόρων εξακολουθεί να
αποτελεί πολιτικά
δύσκολη επιλογή για τις
κυβερνήσεις.
Το
Ταμείο προειδοποιεί ότι
«ξεκινώντας από
υπερβολικά υψηλά
ελλείμματα και χρέη, η
εμμονή των κυβερνήσεων
να δαπανούν περισσότερα
από όσα εισπράττουν θα
οδηγήσει σε ακόμη
υψηλότερα επίπεδα
χρέους, υπονομεύοντας τη
βιωσιμότητα και τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα». Στο
δυσμενέστερο σενάριο, το
παγκόσμιο χρέος θα
μπορούσε να εκτοξευθεί
έως και στο 123% του ΑΕΠ
μέχρι το 2029.
Παρά τη
σοβαρότητα της
κατάστασης, οι
συζητήσεις που
διεξάγονται αυτή την
εβδομάδα στην
Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο
των ετήσιων συναντήσεων
του ΔΝΤ και της
Παγκόσμιας Τράπεζας,
επικεντρώνονται κυρίως
στη χαμηλή ανάπτυξη, τον
επίμονο πληθωρισμό και
τους κινδύνους των
εμπορικών εντάσεων,
αφήνοντας το ζήτημα του
χρέους σε δεύτερη μοίρα.
Το
Fiscal
Monitor
υπενθυμίζει ότι η εποχή
του «φθηνού χρήματος»
έχει παρέλθει οριστικά,
με τα κόστη εξυπηρέτησης
να αυξάνονται αισθητά
και να επιβαρύνουν ήδη
σημαντικά τα δημόσια
οικονομικά.
Επιπλέον, ένα μεγάλο
μέρος των δημόσιων
δαπανών παραμένει
δύσκολο να περιοριστεί,
καθώς αφορά κυρίως
μισθούς, συντάξεις,
υγεία και εκπαίδευση. Το
ΔΝΤ σημειώνει ότι οι
δαπάνες προσωπικού
αντιπροσωπεύουν κατά
μέσο όρο το 25% των
προϋπολογισμών στις
ανεπτυγμένες οικονομίες
και το 28% στις
αναδυόμενες.
Ιδιαίτερη ανησυχία
εκφράζεται για τις
Ηνωμένες Πολιτείες, οι
οποίες, παρά τα αυξημένα
έσοδα από δασμούς,
εμφανίζουν τα υψηλότερα
ελλείμματα μεταξύ των
ανεπτυγμένων οικονομιών.
Το ΔΝΤ καλεί την
Ουάσιγκτον να
«επαναφέρει τα δημόσια
οικονομικά της σε τάξη
το συντομότερο δυνατό»,
καθώς δεν προβλέπεται
ουσιαστική μείωση του
ελλείμματος. Σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις, το
δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα
εκτοξευθεί στο 143% του
ΑΕΠ έως το τέλος της
δεκαετίας, από 122% το
2024 και 107% το 2017.
Παράλληλα, το Ταμείο
απευθύνει «κίτρινη
κάρτα» στην Ιταλία και
τη Γαλλία. Στην Ιταλία,
το χρέος αναμένεται να
αυξηθεί στο 137% του ΑΕΠ
έως το 2030 (από 135% το
2024), ενώ στη Γαλλία
προβλέπεται να φτάσει το
130% του ΑΕΠ, από 113%
το 2024. Η Κίνα επίσης
βαδίζει προς επικίνδυνα
επίπεδα, με το χρέος της
να αναμένεται να αυξηθεί
από 88% το 2024 σε 116%
το 2030.
Στον
αντίποδα, η Γερμανία και
η Ελλάδα ξεχωρίζουν
θετικά. Η Γερμανία
προβλέπεται να
διατηρήσει τον λόγο
χρέους προς ΑΕΠ κάτω από
το 74% έως το 2030, ενώ
η Ελλάδα, χάρη στη
συνεπή δημοσιονομική της
πορεία, θα μειώσει το
χρέος της από 210% του
ΑΕΠ το 2020 σε 147%
φέτος και σε περίπου
130% το 2030,
λαμβάνοντας τα εύσημα
του ΔΝΤ.
Συνολικά, οι μεγάλες
ανεπτυγμένες οικονομίες
—όπως ο Καναδάς, η
Γαλλία, η Ιταλία, η
Ιαπωνία, το Ηνωμένο
Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η
Κίνα— εμφανίζουν ήδη
χρέος πάνω ή κοντά στο
100% του ΑΕΠ, ωστόσο
θεωρούνται χαμηλού
συστημικού κινδύνου λόγω
του βάθους και της
ρευστότητας των αγορών
τους. Η εικόνα είναι
πολύ πιο δύσκολη για τις
αναδυόμενες και χαμηλού
εισοδήματος χώρες: 55 εξ
αυτών είτε βρίσκονται σε
κρίση χρέους είτε σε
υψηλό κίνδυνο αθέτησης,
παρότι ο λόγος χρέους
προς ΑΕΠ τους συχνά δεν
ξεπερνά το 60%.
Για να
βελτιωθούν οι
προοπτικές, το ΔΝΤ
προτείνει ένα
διαφορετικό μείγμα
πολιτικής, με
ανακατεύθυνση πόρων από
τις τρέχουσες δαπάνες
προς επενδύσεις που
ενισχύουν την ανάπτυξη.
Όπως τονίζει, «η
ανακατανομή μόλις μίας
ποσοστιαίας μονάδας του
ΑΕΠ από λειτουργικές
δαπάνες σε επενδύσεις
ανθρώπινου κεφαλαίου
μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ
κατά πάνω από 3% έως το
2050 στις ανεπτυγμένες
οικονομίες και σχεδόν
στο διπλάσιο στις
αναδυόμενες».
|