Αν κάποιος θέλει να απαλλαγεί από το
λεγόμενο «επιτοκιακό ρίσκο» -δηλαδή από τον
κίνδυνο μεγάλης αύξησης του επιτοκίου με το
οποίο θα υπολογίζεται η δόση του δανείου του- θα
πρέπει να λάβει άμεσα τις αποφάσεις του. Διότι
το ενδεχόμενο αμέσως μετά την αναπροσαρμογή του
επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να
ανέβουν και τα σταθερά επιτόκια είναι ορατό,
κάτι που σημαίνει ότι η «ασφάλεια» από
μελλοντικές αυξήσεις θα γίνει ακριβότερη.
Το κίνητρο αυτή τη
στιγμή για τη μετατροπή
του επιτοκίου σε σταθερό
έστω και για σύντομη
περίοδο της τάξεως των
3-5 ετών, είναι ισχυρό.
Διότι το επιτόκιο σε
αυτή την κατηγορία
διαμορφώνεται στο
2,9-3,2%. Όταν το
επιτόκιο της ΕυρωπαΪκής
Κεντρικής Τράπεζας είναι
αυτή τη στιγμή στο 1,25%
με προοπτική περαιτέρω
αύξησης στο 2% στο τέλος
Οκτωβρίου, είναι
προφανές ότι ακόμη και
οι παλαιοί δανειολήπτες
που είχαν spread της
τάξεως του 1-1,5% θα
πρέπει να αρχίσουν να το
σκέφτονται.
Και αυτό διότι αν
επιβεβαιωθούν οι
εκτιμήσεις όσων
πιστεύουν ότι το «ουδέτερο»
επιτόκιο της ΕΚΤ
κινείται πάνω από το 3%,
ακόμη και τα φθηνότερα
κυμαινόμενα δάνεια της
προηγούμενης 15ετίας (αυτά
που είχαν επιτόκιο
συνδεδεμένο με την ΕΚΤ
και με προσαύξηση μιας
μονάδας ως περιθώριο
κέρδους) θα πάψουν να
συμφέρουν.
Κατά τη μετατροπή,
οι δανειολήπτες θα
πρέπει να σταθμίσουν
σοβαρά έναν ακόμη
παράγοντα. Το ποιο είναι
το υπόλοιπο του χρέους
και ποια η διάρκεια
αποπληρωμής που
υπολείπεται. Διότι αν
απομένουν 2-3 χρόνια για
την πλήρη εξόφληση,
ενδεχομένως και να μην
έχει κανένα νόημα για
τον δανειολήπτη να
πληρώσει τα 200-300 ευρώ
της προμήθειας που
ζητούν οι τράπεζες για
να κάνουν την μετατροπή.
Όσον αφορά στους
υποψήφιους δανειολήπτες,
γι’ αυτούς δεν υπάρχει
επιλογή καθώς και μόνο
το spread που επιβάλλουν
οι τράπεζες είναι
υψηλότερο από το ίδιο το
σταθερό επιτόκιο.