|
Κατά τη
διάρκεια του
Σαββατοκύριακου, η φον
ντερ Λάιεν δήλωσε μέσω
της πλατφόρμας Χ ότι η
Ευρωπαϊκή Ένωση είναι
«έτοιμη να κινηθεί με
ταχύτητα και
αποφασιστικότητα» στις
διαπραγματεύσεις,
υπενθυμίζοντας ότι οι
ΗΠΑ και η ΕΕ μοιράζονται
την «πιο σημαντική και
στενή εμπορική σχέση
παγκοσμίως». Όπως
σημείωσε, «για να
επιτευχθεί μια
ουσιαστική συμφωνία, θα
χρειαστούμε χρόνο έως
τις 9 Ιουλίου».
Παρά τη
μετάθεση της προθεσμίας,
αναλυτές προειδοποιούν
ότι τα διακυβεύματα
παραμένουν υψηλά.
Τα δύο
πιθανά σενάρια
Ο
επικεφαλής οικονομολόγος
της Berenberg, Χόλγκερ
Σμίντινγκ, δήλωσε στο
CNBC ότι το χρονικό
περιθώριο των έξι
εβδομάδων ενδεχομένως
δεν επαρκεί για την
επίλυση όλων των
λεπτομερειών, ωστόσο θα
μπορούσε να αρκεί για
την κατάρτιση ενός
βασικού πλαισίου
συμφωνίας. Όπως
σημείωσε, θα μπορούσε να
επιτευχθεί μια συμφωνία
παρόμοια με εκείνη
μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου
Βασιλείου, εφόσον
υπάρξει η απαραίτητη
πολιτική βούληση, η
οποία εξαρτάται κυρίως
από την Ουάσινγκτον.
Ο
Σμίντινγκ ανέφερε ότι
ένα πιθανό αποτέλεσμα θα
μπορούσε να είναι η
επιβολή δασμών 10% από
τις ΗΠΑ σε όλες τις
εισαγωγές από την ΕΕ, με
περιορισμένα ευρωπαϊκά
αντίμετρα και επιμέρους
υποχωρήσεις ανά τομέα,
με τις λεπτομέρειες να
οριστικοποιούνται
αργότερα. Ωστόσο,
προειδοποίησε πως εάν οι
τελικοί δασμοί αγγίξουν
το 20% ή 30%, τότε η ΕΕ
δεν θα έχει άλλη επιλογή
από την επιβολή
ουσιαστικών αντιμέτρων.
Χαρακτήρισε τον Τραμπ
«ενδιαφέροντα
διαπραγματευτή»,
επισημαίνοντας ότι η
τακτική του να
αιφνιδιάζει τους
συνομιλητές του μπορεί
να αποσκοπεί στην
απόσπαση υποχωρήσεων,
αλλά δεν είναι
αποτελεσματική στην
περίπτωση της ΕΕ. «Η ΕΕ
πρέπει να διατηρήσει την
ψυχραιμία της και να
συνεχίσει τις
διαπραγματεύσεις. Η
ευρωπαϊκή αγορά είναι
εξίσου σημαντική για τις
ΗΠΑ – όχι μόνο το
αντίστροφο. Οι
συνομιλίες πρέπει να
γίνονται επί ίσοις
όροις. Η ΕΕ δεν είναι
μια περιοχή που μπορεί
να εκφοβιστεί και να
εγκαταλείψει».
Αβεβαιότητα για τους
στόχους της Ουάσινγκτον
Ο
Γκούντραμ Βολφ, ανώτερος
ερευνητής στο think tank
Bruegel, σημείωσε πως,
παρά την αναβολή, η
αβεβαιότητα συνεχίζει να
κυριαρχεί και αυτό είναι
επιζήμιο για
επιχειρήσεις και
καταναλωτές,
προσθέτοντας ότι
πρόκειται για ένα
«περιττό βήμα» στις
διαπραγματεύσεις.
Κατά τον
Βολφ, παραμένει ασαφές
τι επιδιώκει τελικά ο
πρόεδρος των ΗΠΑ –
γεγονός που καθιστά
δύσκολη τη
διαπραγματευτική
διαδικασία, παρά τις
προτάσεις που έχει ήδη
υποβάλει η ΕΕ. Επισήμανε
ότι η Ευρώπη χειρίζεται
την κατάσταση «σχετικά
καλά», σε αντίθεση με το
Ηνωμένο Βασίλειο που
υποχώρησε πλήρως ή την
Κίνα που επέλεξε την
κλιμάκωση. Η ΕΕ, όπως
είπε, επιχειρεί να
ακολουθήσει έναν
ενδιάμεσο δρόμο.
Ο ίδιος
υπενθύμισε ότι η ΕΕ
διαθέτει σημαντικά
περιθώρια αντίδρασης,
εφόσον οι ΗΠΑ επιβάλουν
μαζικούς δασμούς – όπως
π.χ. στον τομέα των
φαρμακευτικών προϊόντων
και των υπηρεσιών. Μέχρι
στιγμής, έχει αποφύγει
την κλιμάκωση για να
διατηρήσει το κλίμα
διαλόγου, αλλά αυτό
ενδέχεται να μην είναι
πλέον επαρκές.
Προειδοποιήσεις για
υψηλό ρίσκο
Ο Ναΐμ
Άσλαμ, επικεφαλής
επενδύσεων της Zaye
Capital στο Λονδίνο,
δήλωσε στο CNBC ότι η
προσωρινή αναστολή των
δασμών οδήγησε σε
επιλεκτική επιστροφή
επενδυτών σε
τοποθετήσεις υψηλότερου
κινδύνου. Ωστόσο,
συμφώνησε ότι η
κατάσταση παραμένει
αβέβαιη.
«Η
εμπορική αντιπαράθεση
ΗΠΑ – ΕΕ μοιάζει με
ταγκό υψηλού ρίσκου, με
την 9η Ιουλίου να
αποτελεί κομβικό
ορόσημο», ανέφερε σε
email. Επισήμανε ότι η
ΕΕ επιδιώκει μια
σταδιακή αποκλιμάκωση
στη βάση του «αμοιβαίου
σεβασμού», ωστόσο η
ρητορική «America First»
ενδέχεται να μετατρέψει
τις διαπραγματεύσεις σε
ανοιχτή σύγκρουση, με
σοβαρές επιπτώσεις στις
εφοδιαστικές αλυσίδες
και στον πληθωρισμό.
Κατά τον
Άσλαμ, ιδιαίτερα
ευάλωτοι είναι οι τομείς
της τεχνολογίας και της
βιομηχανίας. «Οι αγορές
παρακολουθούν στενά κάθε
δήλωση, κάθε ανάρτηση,
κάθε υπαινιγμό από τις
συνομιλίες, με τους
επενδυτές να επιχειρούν
να ερμηνεύσουν αν
πρόκειται για ένδειξη
συναινετικής προσέγγισης
ή για προετοιμασία μιας
πιο επιθετικής
στρατηγικής εκ μέρους
του Τραμπ». Όπως
κατέληξε, «το ταξίδι δεν
έχει τελειώσει».
Πηγή:
CNBC
|