Το άλυτο πρόβλημα του ελληνικού
Χρηματιστηρίου από τη δραχμή μέχρι σήμερα -εάν
εξαιρέσουμε το καλοκαίρι του 1999- είναι ότι
στην πλειονότητα των μετοχών γίνονται εξαιρετικά
χαμηλές συναλλαγές.
Σε σύνολο 151
μετοχών (έναντι 370 τη
φούσκα του ’99), μόνο σε
10 μετοχές (4 τράπεζες
και 6 εμποροβιομηχανικές
μετοχές) του FTSE 25
συγκεντρώνονται τζίροι
και όγκοι συναλλαγών.
Όπως γράφει ο Ανέστης
Ντόκας στην Ναυτεμπορική,
οι ενεργοί κωδικοί όλα
τα τελευταία χρόνια
έχουν παγιωθεί μεταξύ
των 15 και 35 χιλιάδων,
ενώ περίπου το 85% αυτών
διαθέτει χαρτοφυλάκια
έως 3.000 ευρώ.
Ελάχιστοι είναι οι
κωδικοί που διαθέτουν
χαρτοφυλάκια έως 9.000
ευρώ. Οι ενεργοί κωδικοί
του Σεπτεμβρίου ήταν
μόλις 17.781, λιγότεροι
δηλαδή από τον Αύγουστο
(18.268), έναν κατεξοχήν
χαλαρό από πλευράς
τζίρου μήνα. Από αυτούς,
οι 17.170 ήταν εγχώριοι
κωδικοί και οι 611
αλλοδαποί. Ενεργός
κωδικός λογίζεται αυτός
που έκανε έστω και μία
κίνηση μέσα στον μήνα.
Το σύνολο των κωδικών
που έχουν έστω και
κάποιο μικρό υπόλοιπο
στο Χ.Α., έστω και αν
έχουν 5, 10 ή 15 χρόνια
να κάνουν κίνηση, είναι
494.221, ενώ οι
αλλοδαποί με υπόλοιπα
είναι 9.470. Έτσι, το
σύνολο των κωδικών που
υπάρχουν ακόμη στο
ελληνικό Χρηματιστήριο
είναι 503.691, αλλά από
αυτούς ένα ελάχιστο
ποσοστό διαθέτουν
πραγματική παρουσία.
Το πρώτο εξάμηνο της
φετινής χρονιάς, υπήρχαν
προσδοκίες για μια
σημαντική αύξηση της
μέσης ημερήσιας αξίας
των συναλλαγών, που είχε
τονωθεί το 2021 στα 71
εκατ. ευρώ, από 64,9
εκατ. το 2020. Πράγματι,
το πρώτο τρίμηνο έκλεισε
με τη μέση ημερήσια αξία
στα 95 εκατ. ευρώ, ενώ
για το εξάμηνο μειώθηκε
ελαφρώς, στα 90 εκατ.
ευρώ, ποσό που αν
μπορούσε να κρατηθεί για
το σύνολο του έτους, θα
οδηγούσε σε μια
θεαματική αύξηση των
συναλλαγών σχεδόν κατά
30%.
Όμως, από τον Ιούλιο η
ρευστότητα της αγοράς
άρχισε να στεγνώνει: ο
μέσος ημερήσιος τζίρος
υποχώρησε απότομα στα 51
εκατ. ευρώ, ενώ τον
Αύγουστο ήταν στα 56,7
εκατ. ευρώ και τον
Σεπτέμβριο διαμορφώθηκε
στα 59,8 εκατ. ευρώ. Τις
τρεις εβδομάδες του
Οκτωβρίου, οι μέσες
συναλλαγές υποχώρησαν εκ
νέου, έχοντας κατέλθει
κάτω από τα 50 εκατ.
ευρώ.
Με τις υπάρχουσες
συνθήκες, και να ήθελε η
αγορά να διασπάσει τις
900 μονάδες και να
προσεγγίσει τις 1.000
μονάδες είναι αδύνατο,
όταν η καθαρή αξία
συναλλαγών δεν μπορεί να
υπερβεί τα 60 με 70 εκατ.
ευρώ. Γι’ αυτό επικρατεί
αναβρασμός στα
χρηματιστηριακά γραφεία
όπου συζητούνται νέες
συγχωνεύσεις και
πωλήσεις εταιρειών,
καθώς «στεγνώνουν» από
ρευστότητα.
Η υποβάθμιση από MSCI
Η υποβάθμιση της
χρηματιστηριακής αγοράς
στις αναπτυσσόμενες, το
2013 -εκτός των άλλων
κακών που δημιούργησε-,
στέρησε από το
Χρηματιστήριο σημαντικά
θεσμικά χαρτοφυλάκια,
ενώ τα κατάλοιπα από τη
φούσκα του ’99 δυστυχώς
ταλαιπωρούν ακόμη
νοοτροπίες, επενδυτικές
συνειδήσεις και
κουλτούρες. Το ελληνικό
χρηματιστήριο
μεταλλάχθηκε τα
τελευταία χρόνια σε μία
ρηχή αγορά. Ένα πρόσθετο
πρόβλημα είναι ότι μετά
το... κάψιμο της
χρηματιστηριακής γενιάς
του ’99 δεν «χτίστηκε»
νέα γενιά επενδυτών και
η συμμετοχή των
millennials είναι
μηδαμινή.
Χωρίς ξένες εισροές
Ο κυριότερος λόγος
που οι θεσμικοί
επενδυτές αποφεύγουν
μεγάλες θέσεις στο
ελληνικό Χρηματιστήριο
είναι το γεγονός ότι η
αγορά μας δεν έχει βάθος.
Εν ολίγοις, οι διεθνείς
επενδυτές φοβούνται ότι
σε περίπτωση ενός
συστημικού κινδύνου που
αλλάξει άρδην το κλίμα
στις αγορές και τη
διάθεση για ρίσκο, θα
κινδυνεύουν να
εγκλωβιστούν στο
ελληνικό Χρηματιστήριο.
Ταυτόχρονα ο χαμηλός
δείκτης εμπορευσιμότητας
(αριθμός μετοχών που
είναι διαθέσιμες προς
διαπραγμάτευση)
μπλοκάρει τα ξένα funds
να προχωρήσουν σε
προσυμφωνημένες
συναλλαγές αποκτώντας
απλώς θέση βασικού
μετόχου (5% και άνω).