|
Οι
οργανωτές αυτών των
απατών
δραστηριοποιούνται συχνά
σε χώρες της Ασίας,
αξιοποιώντας
εταιρείες-βιτρίνα,
τηλεφωνικά κέντρα,
πλαστές ιστοσελίδες και
προηγμένες τεχνικές,
όπως
deepfake.
Πολλές περιπτώσεις
σχετίζονται με
οργανωμένα εγκληματικά
δίκτυα.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα, που ανέδειξε
η
Wall
Street
Journal,
αποτελεί η υπόθεση της
Anamarie
Hurt
και του συζύγου της
Craig,
οι οποίοι έχασαν πάνω
από 5 εκατομμύρια
δολάρια, όταν ο
Craig
μετέφερε τις
συνταξιοδοτικές τους
αποταμιεύσεις σε
ανύπαρκτες επενδύσεις
κρυπτονομισμάτων.
Δικαστικές κινήσεις κατά
τραπεζών
Το 2023,
η
Anamarie
κατέθεσε αγωγή κατά της
Arvest
Bank,
υποστηρίζοντας ότι δεν
έλαβε τα αναγκαία μέτρα
για να αποτρέψει
μεταφορές εκατοντάδων
χιλιάδων δολαρίων προς
τους απατεώνες.
Επικαλέστηκε ότι
τραπεζικοί υπάλληλοι
διεκπεραίωσαν τις
πληρωμές παρά τα εμφανή
σημάδια σύγχυσης και τις
ύποπτες ενδείξεις, χωρίς
να την ειδοποιήσουν, αν
και ήταν συνδικαιούχος,
ούτε να εμποδίσουν τις
συναλλαγές. Παρόμοιες
αγωγές έχουν υποβληθεί
σε πολλές πολιτείες κατά
μεγάλων τραπεζών, όπως η
JPMorgan
Chase
και η
Wells
Fargo,
με αρκετές υποθέσεις να
οδηγούνται σε διαιτησία.
Η
κατάσταση αυτή
δημιουργεί ένα κρίσιμο
δίλημμα για τις
τράπεζες. Από τη μία
πλευρά, τα θύματα και οι
υποστηρικτές τους ζητούν
πιο ενεργή εμπλοκή για
την πρόληψη τέτοιων
απατών, από την άλλη
όμως τα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα επισημαίνουν
ότι ήδη φέρουν σημαντικό
βάρος για την
καταπολέμηση του
ξεπλύματος χρήματος, της
χρηματοδότησης
τρομοκρατίας και άλλων
οικονομικών εγκλημάτων.
Επιπλέον, υποστηρίζουν
πως δεν μπορούν να
θεωρηθούν υπεύθυνα για
προσωπικές επιλογές και
ενέργειες των πελατών
τους.
Από
νομική άποψη, η
ομοσπονδιακή νομοθεσία
προστατεύει τους
καταναλωτές από μη
εξουσιοδοτημένες
χρεώσεις σε πιστωτικές
κάρτες ή παραβιάσεις
τραπεζικών λογαριασμών,
αλλά δεν καλύπτει
επαρκώς περιπτώσεις όπως
το «Pig
Butchering»,
όπου τα θύματα
παραπλανώνται και
συναινούν στη μεταφορά
χρημάτων. Το ισχύον
νομικό πλαίσιο,
διαμορφωμένο δεκαετίες
πριν, δεν ανταποκρίνεται
στις σύγχρονες τεχνικές
εξαπάτησης.
Ωστόσο,
η αγωγή της
Anamarie
επικαλείται παραβίαση
ομοσπονδιακών διατάξεων
κατά του ξεπλύματος
χρήματος, καθώς η
τράπεζα φέρεται να μην
εντόπισε ούτε να ανέφερε
τις ύποπτες συναλλαγές.
Επιπλέον, κατηγορείται
για αμέλεια, αφού δεν
ενημέρωσε την ίδια για
τη λήψη δανείου με
εγγύηση την κατοικία του
ζευγαριού, χωρίς τη
συγκατάθεσή της.
Αντίστοιχες αγωγές έχουν
υποβληθεί και από άλλα
θύματα, τα οποία
κατηγορούν τις τράπεζες
ότι δεν έλεγξαν ή δεν
πάγωσαν λογαριασμούς που
χρησιμοποιήθηκαν για το
ξέπλυμα των εσόδων της
απάτης.
Σε
επίπεδο πολιτειακής
νομοθεσίας, αρκετές
αμερικανικές πολιτείες
έχουν θεσπίσει διατάξεις
που παρέχουν στις
τράπεζες και στους
χρηματοοικονομικούς
συμβούλους «ασφαλή
καταφύγια», επιτρέποντάς
τους να καθυστερούν
ύποπτες πληρωμές όταν
υποψιάζονται ότι ένας
πελάτης είναι θύμα
οικονομικής
εκμετάλλευσης – με
ιδιαίτερη έμφαση στους
ηλικιωμένους. Τέτοιοι
κανόνες έχουν αποδειχθεί
αποτελεσματικοί σε
ορισμένες πολιτείες,
όπως η Αλαμπάμα. Ωστόσο,
σε άλλες, όπως η
Οκλαχόμα, δεν υπάρχουν
επαρκείς ρυθμίσεις που
να υποχρεώνουν τις
τράπεζες σε προληπτική
παρέμβαση ή ενημέρωση
των πελατών.
Η πίεση
για περαιτέρω
νομοθετικές παρεμβάσεις
εντείνεται, με προτάσεις
για ομοσπονδιακό πλαίσιο
που θα επεκτείνει την
ευθύνη των τραπεζών και
θα τις υποχρεώνει να
καλύπτουν τις ζημίες σε
περιπτώσεις εξαπάτησης
καταναλωτών. Παράλληλα,
τίθεται ζήτημα ενίσχυσης
της ανταλλαγής
πληροφοριών μεταξύ
τραπεζών για την
καλύτερη αντιμετώπιση
τέτοιων απατών. Η
Καλιφόρνια έχει ήδη
θεσπίσει νόμους που
υποχρεώνουν τις τράπεζες
να εφαρμόζουν
προγράμματα έκτακτης
ανάγκης και να
αναστέλλουν ύποπτες
συναλλαγές, ειδικά όταν
θίγονται ηλικιωμένοι.
Η
συνολική εικόνα
αναδεικνύει την ανάγκη
για πιο σύγχρονους και
αυστηρούς κανόνες, ώστε
να διασφαλίζεται η
προστασία των
καταναλωτών απέναντι
στις ολοένα
εξελισσόμενες μεθόδους
απάτης, διατηρώντας
ταυτόχρονα την ισορροπία
ανάμεσα στην ασφάλεια
των συναλλαγών και την
ελευθερία των
χρηματοοικονομικών
επιλογών.
|