|
Σύμφωνα
με την Τράπεζα Διεθνών
Διακανονισμών, το
δολάριο συμμετείχε σε
περίπου το 90% των
συναλλαγών στην
παγκόσμια αγορά
συναλλάγματος το 2022.
Ωστόσο, οι δασμολογικές
πολιτικές των ΗΠΑ και οι
δημόσιες επιθέσεις του
προέδρου Ντόναλντ Τραμπ
κατά της
Fed
έχουν κλονίσει σε κάποιο
βαθμό την εμπιστοσύνη
στις αγορές, προκαλώντας
ερωτήματα για τη
μακροπρόθεσμη
σταθερότητα της
ηγεμονίας του δολαρίου.
Παρόλο
που και στα δύο αυτά
μέτωπα καταγράφηκε
αργότερα κάποια
αποκλιμάκωση, και η
Wall
Street
παρουσίασε ενδείξεις
ανάκαμψης, η δυσπιστία
δεν έχει εξαλειφθεί
πλήρως. Όπως σημείωσε
χαρακτηριστικά ο
στρατηγικός αναλυτής της
Morgan
Stanley,
Vishwanath
Tirupattur,
«είναι δύσκολο να
ξαναβάλεις το τζίνι στο
μπουκάλι όταν έχουν ήδη
εκφραστεί τέτοιες
ανησυχίες». Εντούτοις,
μια δραστική μεταβολή
στον παγκόσμιο ρόλο του
δολαρίου θεωρείται
ιδιαίτερα δύσκολη.
Μια
προσωρινή φάση
αποδυνάμωσης;
Το
δολάριο παραμένει βαθιά
ενσωματωμένο στον
μηχανισμό του διεθνούς
εμπορίου. Οι
περισσότερες χώρες και
οι κεντρικές τους
τράπεζες διατηρούν
σημαντικά αποθέματα
δολαρίων, τόσο για
λόγους σταθερότητας όσο
και για να διευκολύνουν
το εμπόριο. Σύμφωνα με
το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, το 2023 το
δολάριο αντιστοιχούσε
στο 57% των παγκόσμιων
συναλλαγματικών
αποθεμάτων, έναντι 20%
του ευρώ, 6% του
ιαπωνικού γεν και 5% της
βρετανικής λίρας.
Ο
Brent
Coggins,
επικεφαλής επενδύσεων
στην
Triad
Wealth
Partners,
υπογράμμισε πως δεν
υπάρχει «πραγματικά
καμία εναλλακτική λύση»
στο δολάριο. Το ευρώ
πάσχει από εσωτερική
κατακερματισμένη
πολιτική και οικονομική
διακυβέρνηση, το γιουάν
της Κίνας δεν είναι
ελεύθερα
διαπραγματεύσιμο, ενώ το
γεν δεν διαθέτει την
απαραίτητη κλίμακα για
να ανταγωνιστεί
αποτελεσματικά.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η
κυριαρχία του δολαρίου
προκαλεί εδώ και
δεκαετίες ενόχληση σε
αρκετές χώρες – όχι μόνο
σε εκείνες που
βρίσκονται υπό
αμερικανικές κυρώσεις,
όπως η Ρωσία και το
Ιράν. Ήδη από τη
δεκαετία του 1960,
Γάλλος αξιωματούχος είχε
χαρακτηρίσει το
πλεονέκτημα αυτό των ΗΠΑ
ως «υπερβολικό προνόμιο»
– ένας όρος που
διατηρείται μέχρι
σήμερα.
Ο ρόλος
των
BRICS
Πρόσφατα, οι χώρες της
ομάδας
BRICS
(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία,
Κίνα) φέρονται να
εγκατέλειψαν την ιδέα
δημιουργίας ενός κοινού
νομίσματος, μολονότι
συνεχίζουν να ενισχύουν
τη χρήση των τοπικών
τους νομισμάτων στις
μεταξύ τους εμπορικές
συναλλαγές. Πρόκειται
για μία ακόμη ένδειξη
πως το δολάριο
εξακολουθεί να
υπερισχύει έναντι των
πιθανών εναλλακτικών.
Όπως δήλωσε ο
Coggins,
«παρά την παρούσα
αναστάτωση και την
κριτική που δέχεται,
έχει αντιμετωπίσει στο
παρελθόν σοβαρές
προκλήσεις και πάντα
επικράτησε – δεν
αναμένουμε να αλλάξει
αυτό».
Κρίση
εμπιστοσύνης, όχι
απαραίτητα παρακμή
Παρά το
ιστορικό του κύρος, το
δολάριο φαίνεται να
αντιμετωπίζει σήμερα μια
γενικευμένη «κρίση
εμπιστοσύνης» στα
αμερικανικά περιουσιακά
στοιχεία, σύμφωνα με τον
Arun
Sai,
ανώτερο στρατηγικό
αναλυτή στην
Pictet
Asset
Management.
Οι
διεθνείς επενδυτές
αρχίζουν να αμφισβητούν
την παραδοσιακή αντίληψη
πως τα αμερικανικά
κρατικά ομόλογα
αποτελούν «ασφαλές
καταφύγιο», ενώ
παράλληλα μειώνουν την
έκθεσή τους σε
αμερικανικές μετοχές –
ιδιαίτερα σε εκείνες του
τεχνολογικού κλάδου. Οι
εντεινόμενες ανησυχίες
για τις προοπτικές της
οικονομίας των ΗΠΑ
ενισχύουν την
αβεβαιότητα.
Αυτή η
σταδιακή αποεπένδυση
έχει εντείνει τις
πιέσεις στο δολάριο, το
οποίο έχει υποχωρήσει
περίπου 8% από την αρχή
του έτους σε σχέση με
ένα καλάθι ξένων
νομισμάτων. Παρ' όλα
αυτά, ορισμένοι
οικονομολόγοι θεωρούν
πως η εξασθένιση αυτή
είναι παροδική και δεν
συνιστά μόνιμη
μεταστροφή. Ο
Nick
Bennenbroek,
διεθνής οικονομολόγος
της
Wells
Fargo,
χαρακτήρισε την εκποίηση
δολαριακών στοιχείων ως
«άτυπη και πιθανότατα
προσωρινή».
Παρά τη
συνεχιζόμενη επενδυτική
δυναμική των ΗΠΑ και την
παρουσία κορυφαίων
εισηγμένων επιχειρήσεων,
αρκετοί διαχειριστές
κεφαλαίων – όπως η
Pictet
– επανεξετάζουν τη
στρατηγική έκθεσή τους
στην αμερικανική αγορά,
διερευνώντας
εναλλακτικές επιλογές.
Σε αυτές περιλαμβάνεται
η αγορά χρυσού, που
κινείται σε ιστορικά
υψηλά, καθώς και η
τοποθέτηση σε γερμανικά
ομόλογα και επιλεγμένες
αγορές αναδυόμενων
οικονομιών.
|