|
Θετική
ένδειξη αποτελεί και η
άνοδος των άμεσων ξένων
επενδύσεων κατά 5,2 δισ.
ευρώ στο πρώτο οκτάμηνο
του 2025, φθάνοντας
συνολικά τα 8,1 δισ.
ευρώ, εξέλιξη που
υποδηλώνει αυξανόμενη
εμπιστοσύνη των διεθνών
επενδυτών.
Η αγορά
εργασίας παρουσιάζει
βελτίωση, με την ανεργία
να υποχωρεί στο 8,1% τον
Αύγουστο του 2025 και να
αναμένεται να αγγίξει το
7,6% στο τέλος της
χρονιάς. Παρ’ όλα αυτά,
το ποσοστό παραμένει
υψηλότερο από τον μέσο
όρο της ΕΕ,
υποδηλώνοντας
διαρθρωτικές αδυναμίες.
Ο μέσος καθαρός μισθός –
προσαρμοσμένος στο
κόστος ζωής – έχει
ενισχυθεί, αλλά
εξακολουθεί να υστερεί
σημαντικά σε σχέση με
άλλες ευρωπαϊκές
οικονομίες. Το ΕΔΣ
επισημαίνει ότι η
ενίσχυση των πραγματικών
μισθών, σε συνδυασμό με
βελτίωση της
παραγωγικότητας, θα
ωφελούσε τόσο τα
νοικοκυριά όσο και τη
συνολική οικονομία.
Πέρα από
την ανεργία, και άλλα
βασικά μακροοικονομικά
μεγέθη αποτυπώνουν
διαρθρωτικές αδυναμίες:
το επίμονο έλλειμμα στο
ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών, η χαμηλή
παραγωγικότητα και τα
περιορισμένα επίπεδα
αποταμίευσης. Η εξάρτηση
από εισαγωγές – ειδικά
προϊόντων και ενέργειας
– σε συνδυασμό με
εξαγωγές χαμηλής
προστιθέμενης αξίας
επιβαρύνουν το ισοζύγιο.
Παράλληλα, η υστέρηση
της παραγωγικότητας
έναντι της ΕΕ
καταδεικνύει την ανάγκη
για στοχευμένες
μεταρρυθμίσεις, ενώ η
υπέρμετρη εξάρτηση από
την ιδιωτική κατανάλωση
έχει οδηγήσει σε χαμηλές
αποταμιεύσεις, που δεν
επαρκούν πλέον για τη
στήριξη επενδύσεων καθώς
μειώνεται σταδιακά η
επίδραση του ΤΑΑ. Αυτές
οι χρόνιες αδυναμίες
περιορίζουν την
ανθεκτικότητα και τη
δυναμική της οικονομίας
σε περιόδους αστάθειας,
προειδοποιεί το ΕΔΣ.
Στο
δημοσιονομικό πεδίο, η
πολιτική χαρακτηρίζεται
από υπευθυνότητα, με
πρωτογενές πλεόνασμα
3,7% του ΑΕΠ για το 2025
και ισοσκελισμένο
ισοζύγιο της Γενικής
Κυβέρνησης. Η διατήρηση
πλεονασμάτων σε
συνδυασμό με ισχυρή
ανάπτυξη ενισχύει τη
βιωσιμότητα του δημόσιου
χρέους, το οποίο
προβλέπεται να μειωθεί
κατά 8,3 μονάδες το 2025
και κατά 7,7 μονάδες το
2026, με στόχο πτώσης
κάτω από το 120% του ΑΕΠ
έως το 2029.
Κομβικό
ρόλο αναμένεται να
παίξει η απόφαση για
επιτάχυνση της
αποπληρωμής χρέους με
λήξεις 2033–2041 και
μέρους των οφειλών του
πρώτου μνημονίου προς
τις χώρες της Ευρωζώνης,
που φέρουν υψηλό
επιτόκιο. Η στρατηγική
αυτή εκτιμάται ότι θα
επιδράσει θετικά τόσο
στη μείωση του λόγου
χρέους/ΑΕΠ όσο και στην
ενίσχυση της αξιοπιστίας
της ελληνικής οικονομίας
— στοιχείο καθοριστικό
για τη βελτίωση των
μελλοντικών αναπτυξιακών
προοπτικών.
Παρά τα
θετικά σημάδια, η
μακροοικονομική και
δημοσιονομική εικόνα
εξακολουθεί να
επηρεάζεται από
γεωπολιτικές εντάσεις
και την αβεβαιότητα που
δημιουργούν οι αλλαγές
στις παγκόσμιες
εμπορικές και
δασμολογικές πολιτικές,
γεγονός που επιβαρύνει
συνολικά την ΕΕ.
Σε αυτό
το περιβάλλον, το ΕΔΣ
υπογραμμίζει ότι η
διαμόρφωση ενός
συνεκτικού και σταθερού
μακροοικονομικού
πλαισίου, πλήρως
ευθυγραμμισμένου με τους
ευρωπαϊκούς κανόνες,
αποτελεί απαραίτητη
συνθήκη για βιώσιμη
ανάπτυξη. Η
δημοσιονομική
υπευθυνότητα, η
αποτελεσματική
αξιοποίηση των
ευρωπαϊκών πόρων και η
πρόοδος στις
διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις δεν είναι
απλώς τεχνοκρατικές
επιλογές· συνιστούν το
θεμέλιο για μια πιο
ανθεκτική οικονομία που
θα προσφέρει
σταθερότητα, ανάπτυξη
και ουσιαστική κοινωνική
ευημερία μακροπρόθεσμα.
Πρόβλεψη ανάπτυξης για
το 2026
Για το
2026, το ΕΔΣ εκτιμά
ρυθμό ανάπτυξης 2,3%,
εντός ενός περιβάλλοντος
συνεχιζόμενης
γεωπολιτικής αστάθειας
και πολιτικών δυσκολιών
σε βασικές οικονομίες
της Ευρωζώνης. Η
πρόβλεψη του κρατικού
προϋπολογισμού (2,4%)
βρίσκεται κοντά στις
εκτιμήσεις του ΕΔΣ.
Προϋποθέσεις βιώσιμης
ανάπτυξης
Κατά το
ΕΔΣ, οι μακροχρόνιες
ανισορροπίες και η κρίση
της περιόδου 2009–2016
αντικατοπτρίζουν βαθιά
ριζωμένα διαρθρωτικά
προβλήματα της ελληνικής
οικονομίας. Η
αντιμετώπισή τους θα
καθορίσει την
αναπτυξιακή πορεία της
χώρας στη μεσοπρόθεσμη
και μακροπρόθεσμη
περίοδο, ιδίως όταν
μειωθεί ο ρόλος των
πόρων του Ταμείου
Ανάκαμψης.
Ακολουθώντας διεθνείς
μελέτες, το ΕΔΣ
επισημαίνει ότι η Ελλάδα
υστερεί σημαντικά σε
κρίσιμους τομείς, οι
οποίοι αποτελούν
θεμελιακές προϋποθέσεις
για βιώσιμη ανάπτυξη:
· (α)
Ανταγωνισμός στις αγορές
προϊόντων: Η
Ελλάδα βρίσκεται περίπου
40% πίσω από τη Σουηδία,
που αποτελεί την
κορυφαία ευρωπαϊκή χώρα
στον τομέα αυτόν.
· (β)
Ψηφιοποίηση: Στενά
συνδεδεμένη με την
παραγωγικότητα της
εργασίας· η χώρα υστερεί
κατά περίπου 65% έναντι
της Ολλανδίας, που είναι
η καλύτερη στην ΕΕ.
· (γ)
Παιδεία (κυρίως
μαθηματικά και
επιστήμες): Σύμφωνα
με τα αποτελέσματα PISA,
η Ελλάδα βρίσκεται
περίπου 16% πίσω από την
Εσθονία.
· (δ)
Αποτελεσματικότητα
δημόσιου τομέα: Υστέρηση
σχεδόν 40% σε σχέση με
τη Φινλανδία.
· (ε)
Ποσοστό μη ενεργού
πληθυσμού: Στο
15% στην Ελλάδα, έναντι
μόλις 5% στην Ολλανδία.
· (στ)
Δαπάνες για έρευνα και
καινοτομία (R&D): Στο
1,5% του ΑΕΠ το 2023, με
τον μέσο όρο της ΕΕ στο
2,25%.
|