|
Παρά τη
μικρή υποχώρηση από το
ιστορικό 3,13% του 2023,
το επιτοκιακό περιθώριο
των ελληνικών τραπεζών
παραμένει στο 2,92%
έναντι μέσου όρου 1,53%
στην Ευρωζώνη. Έτσι,
κατατάσσονται τέταρτες
σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
πίσω μόνο από Σλοβενία,
Λετονία και Εσθονία, ενώ
βρίσκονται σημαντικά
υψηλότερα από Ιταλία,
Γερμανία και Γαλλία. Η
συγκράτηση των αποδόσεων
στις καταθέσεις υπήρξε
καθοριστικός παράγοντας
που ενίσχυσε περαιτέρω
την κερδοφορία.
Η ισχυρή
ρευστότητα των ελληνικών
τραπεζών στηρίζεται
κυρίως στις καταθέσεις
νοικοκυριών, που
αντιπροσωπεύουν το 60%
της συνολικής βάσης
–ποσοστό πολύ υψηλότερο
από τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο– περιορίζοντας την
ανάγκη για διατραπεζικό
δανεισμό. Το πρώτο
τρίμηνο του έτους, τα
καθαρά έσοδα από τόκους
αντιστοιχούσαν στο 76,2%
των οργανικών εσόδων,
όταν στην Ευρωζώνη το
αντίστοιχο ποσοστό ήταν
μόλις 55,9%. Σημαντική
συμβολή έχουν επίσης τα
χαρτοφυλάκια ομολόγων
ύψους 78,6 δισ. ευρώ,
που αποφέρουν περίπου το
ένα τέταρτο των εσόδων
από τόκους.
Πιστωτική επέκταση
Η Ελλάδα
κατέγραψε τον Ιούνιο
ετήσια αύξηση χορηγήσεων
11,1%, τρίτη υψηλότερη
στην Ευρωζώνη, όταν ο
μέσος όρος περιορίστηκε
στο 2,9%. Αυτή η
δυναμική ενίσχυσε άμεσα
τα έσοδα από τόκους, τα
οποία αυξήθηκαν κατά
10,2% σε ετήσια βάση,
υπερβαίνοντας την
ευρωπαϊκή άνοδο του
7,35%.
Η
οριστική απαλλαγή από τα
μη εξυπηρετούμενα δάνεια
επέτρεψε στις τράπεζες
να εμφανίσουν τους
ισχυρότερους δείκτες
ρευστότητας στην
Ευρωζώνη, με δάνεια προς
καταθέσεις στο 62,7% και
δείκτη NSFR στο 137%. Το
ποσοστό μη
εξυπηρετούμενων δανείων
έχει μειωθεί στο 2,9%,
από το εξωπραγματικό 55%
της κρίσης, παραμένοντας
κοντά στον μέσο
ευρωπαϊκό όρο. Το κόστος
κινδύνου διατηρείται
χαμηλό, στο 0,32%.
Η
αποτελεσματικότητα των
ελληνικών τραπεζών είναι
εμφανής στον δείκτη
κόστους προς έσοδα, ο
οποίος βρίσκεται στο
36%, έναντι 54,8% της
Ευρωζώνης, χάρη στα
υψηλά επιτοκιακά έσοδα
και στη μείωση
λειτουργικών εξόδων.
Για το
2025, οι τράπεζες
σχεδιάζουν να αυξήσουν
τις διανομές μερισμάτων
σε ποσοστά 50%–60% των
κερδών, προσεγγίζοντας
τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο
στόχος κερδοφορίας
ανέρχεται στα 4,7 δισ.
ευρώ, που μεταφράζεται
σε μερίσματα περίπου 2,5
δισ. ευρώ. Παράλληλα,
έχουν δεσμευθεί να
επιταχύνουν την
αποπληρωμή του
αναβαλλόμενου φόρου
(DTC), δεσμεύοντας το
29% των κερδών που θα
διανέμουν.
Σε
επίπεδο κεφαλαιακής
επάρκειας, ο δείκτης
CET1 βρισκόταν στο 15,9%
στο α΄ τρίμηνο, με στόχο
να διατηρηθεί άνω του
15% σε όλες τις τράπεζες
έως το 2025. Ο δείκτης
απόδοσης ιδίων κεφαλαίων
(ROE) ανήλθε στο 12,8%,
έναντι 9,9% στην
Ευρωζώνη, αποδεικνύοντας
τη δυναμική ανάκαμψη του
ελληνικού τραπεζικού
συστήματος.
|