|
Προκειμένου δε να
ξεπεραστεί ο «σκόπελος»
της έλλειψης κεφαλαίων
από τους ιδιώτες και δη
τα ευάλωτα νοικοκυριά,
προωθείται η συμμετοχή
και των παρόχων
ηλεκτρικής ενέργειας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με
δηλώσεις του υπ.
Περιβάλλοντος και
Ενέργειας Σταύρου
Παπασταύρου και με
δεδομένο ότι οι πόροι
για τη χρηματοδότηση των
μελλοντικών «Εξοικονομώ»
δεν είναι ανεξάντλητοι,
προωθείται η αξιοποίηση
του μοντέλου των
Συμβάσεων Ενεργειακής
Απόδοσης (ESCO). Στο
πλαίσιο αυτό, οι ιδιώτες
και δη οι πάροχοι
ηλεκτρικής ενέργειας θα
μπορούν να καλύπτουν οι
ίδιοι το κόστος των
αναβαθμίσεων, από το
τεχνικό σκέλος, μέχρι
την προμήθεια των
υλικών. Η αποπληρωμή
τους θα γίνεται μέσω των
λογαριασμών ηλεκτρικής
ενέργειας και των
σχετικών συμφωνιών που
θα συνάπτουν με τους
ωφελούμενους ιδιοκτήτες,
ανάλογα με την
εξοικονόμηση ενέργειας
που θα εξασφαλίζεται στο
ακίνητο.
Παράλληλα, σχεδιάζεται
και η δημιουργία ενός
Μητρώου ∆ικαιούχων
Ενεργειακής Στήριξης στο
υπουργείο Περιβάλλοντος
και Ενέργειας, το οποίο
θα περιλαμβάνει όλες τις
κατηγορίες πολιτών που
θεωρούνται ενεργειακά
ευάλωτοι. Με τον τρόπο
αυτό θα είναι ευκολότερη
η διάκριση ανάμεσα σε
εκείνους που κρίνονται
επιλέξιμοι για τις
προωθούμενες δράσεις και
τους υπολοίπους,
προκειμένου οι δράσεις
να εστιάσουν στην πρώτη
κατηγορία. Θα
λαμβάνονται υπόψη
κριτήρια όπως το
εισόδημα, η ύπαρξη ΑΜΕΑ
στην οικογένεια, οι
μονογονεϊκές οικογένειες
και φυσικά η ενεργειακή
κατάταξη του ακινήτου.
Ετσι, θα δημιουργηθεί
μια «δεξαμενή»
δικαιούχων των
προωθούμενων δράσεων και
οι ενδιαφερόμενοι θα
μπορούν να λάβουν μια
«κάρτα δικαιούχου», π.χ.
για επιδότηση αλλαγής
εξοπλισμού και δωρεάν
έκδοση πιστοποιητικών
ενεργειακής απόδοσης.
Τα μέτρα
αυτά εκτιμάται ότι θα
διευρύνουν σημαντικά και
κυρίως προς τις
χαμηλότερες
εισοδηματικές κατηγορίες
τους ενδιαφερομένους των
προγραμμάτων ενεργειακής
αναβάθμισης. Ο λόγος
είναι ότι μέχρι σήμερα
οι περισσότεροι
ενδιαφερόμενοι ήταν
άνθρωποι υψηλότερων
εισοδημάτων. Από την
άλλη πλευρά, ήδη έχουν
αρχίσει να καταγράφονται
αντιδράσεις από μικρά
τεχνικά γραφεία και
μηχανικούς που
δραστηριοποιούνται στον
τομέα των ενεργειακών
αναβαθμίσεων, οι οποίοι
εκτιμούν ότι θα
εξωθηθούν εκτός αγοράς
και θα επικρατήσει
συγκέντρωση της «πίτας»
στις μεγάλες εταιρείες.
Το
πρόβλημα ασφαλώς
έγκειται στο ότι το
κτιριακό απόθεμα της
χώρας είναι ιδιαίτερα
παρωχημένο. Με βάση τα
στοιχεία της τελευταίας
απογραφής του 2021, από
τα 6,6 εκατ. κατοικιών,
μόλις οι 770.000 ή 11,6%
έχουν κατασκευαστεί από
το 2001 και μετά, είναι
δηλαδή έως 25 ετών.
Αντιθέτως, από το 1945
έως το 1980 έχουν
κατασκευαστεί 1,94 εκατ.
κατοικίες, σχεδόν το 30%
του συνόλου, που χρήζουν
εκτεταμένων
αναβαθμίσεων, καθώς
στερούνται μόνωσης και
σύγχρονων συστημάτων
θέρμανσης.
Αναβαθμίστηκαν 140.000
κατοικίες από το 2019
έως το 2024
Το
ενδιαφέρον των
ιδιοκτητών για τα
προγράμματα «Εξοικονομώ»
παραμένει πολύ υψηλό,
καθώς η κλιματική
αλλαγή, ειδικά τους
θερινούς μήνες,
εξελίσσεται σε
«πονοκέφαλο» και οδηγεί
σε όλο και ακριβότερους
λογαριασμούς ηλεκτρικής
ενέργειας.
Μέσω των
προγραμμάτων που
«έτρεξαν» την περίοδο
2019-2024 έχουν
υλοποιηθεί εργασίες
ενεργειακής αναβάθμισης
σε 140.000 κατοικίες,
ενώ από το φετινό
πρόγραμμα
οριστικοποιήθηκαν
επιπλέον 54.000
αιτήσεις. Τα δε κεφάλαια
που έχουν δεσμευθεί και
διατίθενται σταδιακά
μέσω επιδοτήσεων
υπολογίζεται ότι
προσεγγίζουν τα 2,5 δισ.
ευρώ, υπολογίζοντας και
το πρόγραμμα του 2025.
Ασφαλώς,
τα νούμερα αυτά
εξακολουθούν να
αποτελούν «σταγόνα στον
ωκεανό», με δεδομένο ότι
το Εθνικό Σχέδιο για το
Κλίμα, αλλά και η
κοινοτική οδηγία που
ψηφίστηκε πέρυσι για τη
μείωση των εκπομπών
ρύπων από τα κτίρια σε
πανευρωπαϊκό επίπεδο,
επιτάσσουν πολύ πιο
φιλόδοξους στόχους.
Στο ΕΣΕΚ
γίνεται λόγος για
αναβαθμίσεις 400.000
κατοικιών μέχρι το 2030,
με την έμφαση να δίνεται
προφανώς στις κατοικίες
που σήμερα τοποθετούνται
στις δύο χαμηλότερες
κατηγορίες του
ενεργειακού
πιστοποιητικού.
Το
πρόβλημα που επιχειρεί
να λύσει το αρμόδιο
υπουργείο Περιβάλλοντος
και Ενέργειας είναι
ασφαλώς το ότι τα
περισσότερα από τα
ακίνητα αυτά ανήκουν σε
νοικοκυριά χαμηλών
εισοδημάτων, που είτε
δυσκολεύονται να
καλύψουν την έστω και
μικρή ιδία συμμετοχή που
συχνά απαιτείται, είτε
δεν ενδιαφέρονται
καθόλου για τέτοιες
πρωτοβουλίες.
Το
θετικό είναι ότι στο
φετινό «Εξοικονομώ»
υπήρχε ειδική μέριμνα
ακριβώς γι’ αυτές τις
κατηγορίες νοικοκυριών,
με αποτέλεσμα από τις
54.000 αιτήσεις που
οριστικοποιήθηκαν, πάνω
από 19.000 να αφορούν
πολίτες που ανήκουν στις
ειδικές κατηγορίες
πληγέντων από φυσικές
καταστροφές και άλλες
7.366 να αφορούν
οικογένειες με μέλη
ΑμεΑ, ενώ 6.680 αιτήσεις
αφορούν ευάλωτα
νοικοκυριά.
Το
τρέχον πρόγραμμα είναι
συνολικού προϋπολογισμού
434 εκατ. ευρώ και
προβλέπει ποσοστά
επιδότησης που ξεκινούν
από το 50% και φτάνουν
μέχρι και το 100%,
ανάλογα με την κατηγορία
του κάθε δικαιούχου.
Παρ’ όλα
αυτά, όπως δείχνει η
μέχρι σήμερα εμπειρία, η
γραφειοκρατία αποτελεί
δυσεπίλυτο πρόβλημα, με
αποτέλεσμα τα σχετικά
προγράμματα να
καταλήγουν να είναι
αυτοχρηματοδοτούμενα,
λόγω των πολυετών
καθυστερήσεων που
παρατηρούνται έως ότου
εκταμιευθούν τα ποσά των
επιδοτήσεων. Πρόσφατα
έγινε γνωστό και μέσω
ερωτήσεων βουλευτών στη
Βουλή ότι εκκρεμούν
ακόμη εκταμιεύσεις για
το πρόγραμμα
«Εξοικονομώ» που
«έτρεξε» το 2021, ενώ
για το πρόγραμμα του
2023 μόλις ξεκίνησε η
διαδικασία των
εκταμιεύσεων.
Στελέχη
της αγοράς, όπως ο
πρόεδρος του Τμήματος
Ηπείρου του ΤΕΕ Γιάννης
Τσίγκρος, επισημαίνουν
ότι κύριος λόγος των
καθυστερήσεων είναι η
βραδύτητα στην έκδοση
αποφάσεων υπαγωγής και η
εκταμίευση των ποσών.
Για
παράδειγμα, οι αποφάσεις
υπαγωγής στο πρόγραμμα
του 2021 εκδόθηκαν μόλις
στις 31 Οκτωβρίου του
2024, σχεδόν τέσσερα
χρόνια μετά την έναρξη
της υποβολής των
αιτήσεων, ενώ η
τηλεφωνική γραμμή
εξυπηρέτησης με
αποκλειστικό αντικείμενο
τα θέματα που
σχετίζονται με τους
ελέγχους τελικής
εκταμίευσης του ίδιου
προγράμματος άρχισε να
λειτουργεί στις 18
Νοεμβρίου του 2024.
|