|
Εύθραυστο οικονομικό
κλίμα
Τα
στοιχεία της Eurostat
για το φθινόπωρο του
2025 αποτυπώνουν μια
συγκρατημένη αλλά
επίμονη υποχώρηση στη
μεταποίηση. Η Γερμανία
καταγράφει πτώση στη
βιομηχανική παραγωγή της
τάξης του 1,2% σε
μηνιαία βάση, η Γαλλία
ακολουθεί με -0,8%, ενώ
και στην Ισπανία η
μεταποίηση υποχωρεί, αν
και με ηπιότερο ρυθμό.
Το κλίμα που μεταδίδεται
από τις μεγάλες
οικονομίες της ευρωζώνης
είναι αυτό της
προσεκτικής στάσης με
χαμηλότερες παραγγελίες,
αυξημένο κόστος και
αδύναμη εσωτερική
ζήτηση.
Ο
δείκτης οικονομικού
κλίματος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής υποχωρεί για
τρίτο μήνα, ενώ ο
δείκτης IFO στη Γερμανία
κινείται σε επίπεδα που
συνήθως συναντώνται στις
αρχές μιας ήπιας ύφεσης.
Ο μεταποιητικός δείκτης
PMI της ευρωζώνης
παραμένει κάτω από το
όριο των 50 μονάδων για
σχεδόν δύο χρόνια,
ένδειξη ότι ο κλάδος
βρίσκεται σε
παρατεταμένη φάση
συρρίκνωσης.
Αυτές οι
εξελίξεις έχουν σημασία
και για την περιφέρεια.
Η Ιταλία εμφανίζει μεν
οριακή άνοδο στη
βιομηχανική παραγωγή,
αλλά οι νέες
παραγγελίες, ειδικά από
το εξωτερικό, υποχωρούν.
Η Ισπανία, παρά τη
συνολικά ισχυρή
μεταπανδημική πορεία
της, καταγράφει κάμψη σε
βασικούς κλάδους όπως η
αυτοκινητοβιομηχανία και
οι εξοπλισμοί. Το
αποτέλεσμα είναι η
ευρωζώνη να μπαίνει στο
2026 με μειωμένη
δυναμική.
Για την
Ελλάδα, όπου πάνω από το
55% των εξαγωγών
κατευθύνεται σε χώρες
της ΕΕ, η επιβράδυνση
της βιομηχανικής
δραστηριότητας σημαίνει
χαμηλότερες παραγγελίες,
από τα μέταλλα και τα
χημικά έως τα πλαστικά
και τον
ηλεκτρομηχανολογικό
εξοπλισμό. Η αύξηση των
ελληνικών εξαγωγών
μεταποίησης, που από
ρυθμούς της τάξης του
7%-8% το 2023
επιβραδύνθηκαν κοντά στο
3% μέσα στο 2024-2025,
είναι ενδεικτική μιας
τάσης που παραμένει
εύθραυστη.
Επιστροφή στη
δημοσιονομική πειθαρχία
Μέσα σε
αυτό το περιβάλλον, η ΕΕ
ενεργοποιεί πλήρως από
τον Ιανουάριο το
αναθεωρημένο πλαίσιο
δημοσιονομικών κανόνων.
Το νέο σύστημα δίνει
έμφαση στα πολυετή
προγράμματα πρωτογενών
δαπανών, τα οποία πρέπει
να ευθυγραμμίζονται με
τη σταδιακή μείωση του
λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Για χώρες με υψηλό
χρέος, όπως η Ιταλία, η
Γαλλία και η Ελλάδα,
προβλέπεται ελάχιστη
ετήσια προσαρμογή γύρω
στο 0,5% του ΑΕΠ.
Το νέο
πλαίσιο επιτρέπει
μεγαλύτερη ευελιξία στον
σχεδιασμό των
μεταρρυθμίσεων, ωστόσο η
λογική του παραμένει
αυστηρή, καθώς η
αποκλιμάκωση του χρέους
πρέπει να είναι διαρκής
και η υπέρβαση των
δαπανών ενεργοποιεί
αυτοματοποιημένους
μηχανισμούς αναθεώρησης.
Την ίδια στιγμή,
περιορίζεται ο
δημοσιονομικός χώρος που
είχαν στη διάθεση τους
οι κυβερνήσεις την
περίοδο 2020-2023.
Η Ιταλία
εισέρχεται στο 2026 με
χρέος πάνω από το 140%
του ΑΕΠ και υψηλές
ανάγκες δανεισμού,
γεγονός που ωθεί την
κυβέρνηση σε περιορισμό
των δημοσίων δαπανών. Η
Γαλλία αντιμετωπίζει
έλλειμμα άνω του 4,5%
του ΑΕΠ και καλείται να
παρουσιάσει πρόσθετα
μέτρα διαρκείας. Ακόμη
και η Ισπανία, που έχει
πετύχει ισχυρούς ρυθμούς
ανάπτυξης, θα χρειαστεί
να περιορίσει τις
επεκτατικές δαπάνες.
Στην
περίπτωση της Ελλάδας, η
πρόκληση είναι
διαφορετική. Παρότι το
προφίλ χρέους παραμένει
ιδιαίτερα ευνοϊκό, με
μεγάλο μέρος του
δανεισμού σε σταθερά
επιτόκια και πολύ μακρά
διάρκεια, το τέλος των
εκταμιεύσεων του Ταμείου
Ανάκαμψης το 2026
δημιουργεί σημαντικό
χρηματοδοτικό κενό. Οι
δημόσιες επενδύσεις θα
χρειαστεί πλέον να
στηριχθούν σε εθνικούς
πόρους ή σε άλλα
ευρωπαϊκά προγράμματα,
την ώρα που το νέο
δημοσιονομικό πλαίσιο
πιέζει για συγκράτηση
δαπανών.
Οι
διεθνείς οργανισμοί
έχουν ήδη εκφράσει
ανησυχίες. Το ΔΝΤ
προειδοποιεί ότι σε
περιόδους χαμηλής
ανάπτυξης, η αυστηρή
προσήλωση στους κανόνες
μπορεί να περιορίσει
επενδύσεις που είναι
αναγκαίες για την
παραγωγικότητα. Το
European Fiscal Board
σημειώνει ότι ο
συνδυασμός υψηλού χρέους
και περιορισμένων
εργαλείων δημοσιονομικής
πολιτικής ενδέχεται να
οδηγήσει σε “επενδυτική
πίεση” σε ορισμένες
χώρες.
Οι
κίνδυνοι για την Ελλάδα
Σε αυτό
το περιβάλλον, η
ελληνική οικονομία
εισέρχεται στο 2026 με
μια διπλή πρόκληση. Από
τη μία πλευρά, η κάμψη
της ευρωπαϊκής
βιομηχανίας και η
υποχώρηση του
οικονομικού κλίματος
περιορίζουν τις
προοπτικές αύξησης των
εξαγωγών. Από την άλλη,
το πιο αυστηρό
δημοσιονομικό πλαίσιο
αιτείται συγκράτηση
καταναλωτικών δαπανών
και σταθερή επίτευξη
πρωτογενών πλεονασμάτων,
σε μια περίοδο που οι
ανάγκες για επενδύσεις
είναι αυξημένες, ιδίως
μετά την ολοκλήρωση του
Ταμείου Ανάκαμψης.
Η
ελληνική οικονομία έχει
βελτιώσει σημαντικά τη
θέση της τα τελευταία
χρόνια, τόσο σε ρυθμούς
ανάπτυξης όσο και σε
δείκτες αξιοπιστίας.
Ωστόσο, η σύγκλιση των
επενδύσεων με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο
παραμένει μια διαδικασία
που απαιτεί σταθερή ροή
κεφαλαίων και
ανθεκτικότητα στις
διακυμάνσεις της
ευρωπαϊκής ζήτησης.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|