|
Βασικά
σημεία της έκθεσης:
Ραγδαία
αύξηση τιμών:
Οι τιμές κατοικιών στην
Ελλάδα αυξήθηκαν με μέσο
ετήσιο ρυθμό 9,3% την
περίοδο 2020–2024,
υπερβαίνοντας σημαντικά
τον μέσο όρο της ΕΕ
(4,9%). Η Κομισιόν
εκτιμά ότι η ελληνική
αγορά κατοικιών είναι
υπερτιμημένη κατά
περίπου 20%.
Αιτίες
ανόδου:
Η αύξηση αποδίδεται στον
συνδυασμό αυξημένης
εγχώριας και διεθνούς
ζήτησης και της
περιορισμένης προσφοράς,
λόγω χρόνιας
υποεπένδυσης στον
κατασκευαστικό τομέα.
Αύξηση
κατασκευαστικής
δραστηριότητας:
Οι οικοδομικές άδειες
αυξήθηκαν κατά 31,5% το
2024 (σε ωφέλιμη
επιφάνεια), εξέλιξη που
μπορεί να συμβάλει στον
περιορισμό της ανόδου
τιμών τα επόμενα έτη.
Ενοίκια
και προσιτότητα:
Η άνοδος των τιμών
επηρέασε και τα ενοίκια,
επιδεινώνοντας την
προσιτότητα, ιδιαίτερα
για χαμηλά εισοδήματα
και μονομελή νοικοκυριά.
Μεγαλύτερη επιβάρυνση
για τις ευάλωτες ομάδες
Η αύξηση
των τιμών, που φτάνει το
50% από το 2015, έχει
επηρεάσει δυσανάλογα τα
νοικοκυριά με ευάλωτο
οικονομικό προφίλ και
περιορίζει τη δυνατότητα
μετακίνησης για
επαγγελματικούς λόγους.
Το πρόβλημα επιτείνεται
σε περιοχές υψηλής
ζήτησης, όπως η Αττική
και τα νησιά,
συμβάλλοντας σε
ελλείψεις εργατικού
δυναμικού.
Παρά την
ομαλοποίηση της αύξησης
μισθών και επιτοκίων, οι
τιμές των κατοικιών
αυξήθηκαν κατά 64%
μεταξύ 2015 και 2024, εν
μέσω έντονης εξωτερικής
ζήτησης για
παραθεριστικά ακίνητα.
Καθυστέρηση στην
κατασκευή νέων κατοικιών
Παρότι
οι οικοδομικές άδειες
σημείωσαν ανάκαμψη μετά
την περίοδο 2013–2017, ο
ρυθμός ολοκλήρωσης νέων
κατοικιών παραμένει από
τους χαμηλότερους στην
ΕΕ σε αναλογία με τον
πληθυσμό, και δεν έχει
ακολουθήσει τον ρυθμό
αύξησης της ζήτησης.
Επιδείνωση της
προσιτότητας
Η
οικονομική
προσβασιμότητα στη
στέγαση έχει
υποβαθμιστεί τα
τελευταία δέκα χρόνια. Ο
δείκτης τιμών προς
εισόδημα αυξήθηκε κατά
13% από το 2015, ενώ οι
τιμές κατοικιών σε σχέση
με τα εισοδήματα
παραμένουν από τα
υψηλότερα στην ΕΕ. Αν
και η δυνατότητα λήψης
στεγαστικού δανείου έχει
μείνει σταθερή,
εξακολουθεί να είναι
περιορισμένη συγκριτικά
με τις υπόλοιπες χώρες
της ΕΕ.
Η αγορά
ενοικίων, αν και μικρή,
παρουσίασε αύξηση του
λόγου νέου ενοικίου προς
εισόδημα την τελευταία
δεκαετία. Το υψηλό
κόστος στέγασης
επηρεάζει κυρίως τα
χαμηλά εισοδήματα και τα
άτομα που ζουν μόνα
τους.
Το 2023,
το ποσοστό του
εισοδήματος που
κατευθύνθηκε στη στέγαση
έφτασε το 35,5%, δηλαδή
16,3 ποσοστιαίες μονάδες
υψηλότερο από τον μέσο
όρο της ΕΕ (19,2%).
Το 28,9%
του ελληνικού πληθυσμού
δαπανούσε πάνω από το
40% του διαθέσιμου
εισοδήματός του για
στέγαση, ποσοστό
υπερτριπλάσιο του
ευρωπαϊκού μέσου όρου
(8,2%).
Οι
υπερβολικές στεγαστικές
δαπάνες επηρεάζουν
ιδιαιτέρως τα άτομα που
διατρέχουν κίνδυνο
φτώχειας (88,9% έναντι
31,1% στην ΕΕ) και τα
μονοπρόσωπα νοικοκυριά
(65,1%).
Το
ποσοστό των νοικοκυριών
που καθυστερούν στην
πληρωμή βασικών
υποχρεώσεων (δάνειο,
ενοίκιο, λογαριασμοί,
δόσεις) ανήλθε σε 42,8%
το 2023 — σχεδόν
πενταπλάσιο από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο
(9,2%).
Επιπλέον, το 27% του
πληθυσμού ζούσε σε
υπερπλήρη κατοικία το
2024, σημαντικά
υψηλότερο από τον μέσο
όρο της ΕΕ (16,9%).
Παρεμβάσεις από την
ελληνική κυβέρνηση
Η
κυβέρνηση δημιούργησε το
2023 νέα Γενική
Γραμματεία στο Υπουργείο
Κοινωνικής Συνοχής και
Οικογένειας, με
αποκλειστική αρμοδιότητα
σε ζητήματα δημογραφικής
και στεγαστικής
πολιτικής.
Παράλληλα, αξιοποιούνται
προγράμματα για στήριξη
νέων και ευάλωτων
ομάδων, μέσα από
επενδύσεις σε
ανεκμετάλλευτο οικιστικό
απόθεμα. Στο πλαίσιο του
Σχεδίου Ανάκαμψης, το
πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ»
παρέχει στεγαστικά
δάνεια με χαμηλό ή
μηδενικό επιτόκιο για
την απόκτηση πρώτης
κατοικίας σε περίπου
20.000 νέους και
ζευγάρια.
|