|
Σύμφωνα
με το BreakingViews του
Reuters, η απόδοση των
10ετών ομολόγων της
Γαλλίας διαμορφώνεται
γύρω στο 3,42%, ενώ της
Ιταλίας κοντά στο 3,57%.
Η διαφορά είναι πλέον
ελάχιστη, όταν την
τελευταία δεκαετία το
μέσο spread βρισκόταν
στις 120 μονάδες βάσης.
Ήδη το Παρίσι πληρώνει
ακριβότερα από τη Ρώμη
για δανεισμό στην
εξαετία, ενώ το κόστος
του ξεπερνά εκείνο της
Ισπανίας και ακόμη και
της Ελλάδας, η οποία
κάποτε θεωρούνταν ο
αδύναμος κρίκος της
Ευρωζώνης.
Παρά το
γεγονός ότι το ιταλικό
χρέος είναι πολύ
υψηλότερο (137% του ΑΕΠ
φέτος έναντι 116% της
Γαλλίας), οι επενδυτές
δεν δείχνουν να
ανησυχούν το ίδιο. Ούτε
και η ασθενής ανάπτυξη
αποτελεί λόγο ανησυχίας,
αφού για το 2026 το ΔΝΤ
προβλέπει 0,8% στην
Ιταλία και 1% στη
Γαλλία.
Η
διαφοροποίηση οφείλεται
κυρίως στη δημοσιονομική
πολιτική. Από την
ανάληψη της εξουσίας τον
Οκτώβριο του 2022, η
Ιταλίδα πρωθυπουργός
Giorgia Meloni
ακολούθησε πιο συνετή
γραμμή, οδηγώντας σε
σημαντική μείωση του
ελλείμματος: από περίπου
7% το 2023 σε 3,2%
φέτος, με εκτίμηση να
υποχωρήσει κάτω από το
όριο του 3% της Ε.Ε. το
2026.
Αντίθετα, η Γαλλία υπό
τον Emmanuel Macron δεν
αντέδρασε εγκαίρως μετά
τα έκτακτα μέτρα
στήριξης της πανδημίας.
Το έλλειμμα ξεπέρασε το
5% του ΑΕΠ το 2023 και
στη συνέχεια διογκώθηκε,
με την Capital Economics
να προβλέπει άνοδο του
χρέους την επόμενη
πενταετία, σε αντίθεση
με τη σταθεροποίηση της
Ιταλίας.
Όπως
σημειώνει το
BreakingViews, η Ιταλία
βιώνει σπάνια πολιτική
σταθερότητα, με τον
τρικομματικό συνασπισμό
της Meloni να αναμένεται
να διατηρηθεί έως τις
εκλογές του 2027. Ο
Macron, αντίθετα,
στερείται αυτής της
πολυτέλειας. Η απόφασή
του να προκηρύξει
πρόωρες εκλογές τον
Ιούνιο του 2024 οδήγησε
σε κυβερνήσεις
μειοψηφίας υπό δύο
πρωθυπουργούς, οι οποίοι
απέτυχαν να
αποκαταστήσουν τη
δημοσιονομική ισορροπία.
Ως εκ τούτου, μέχρι τις
προεδρικές εκλογές του
2027, το Παρίσι δύσκολα
θα δει ουσιαστική αλλαγή
στη δημοσιονομική του
πορεία.
|