|
Ο
Klingbeil
σκοπεύει να ξεκινήσει τη
δημοσιονομική επέκταση
αμέσως μόλις εγκριθεί ο
προϋπολογισμός του 2025
από τη
Bundestag.
Οι αυξημένες δαπάνες θα
κατευθυνθούν κυρίως προς
την άμυνα και τις
υποδομές, με έμφαση στον
εκσυγχρονισμό της
Deutsche
Bahn
– της εθνικής εταιρείας
σιδηροδρόμων, που
αποτελεί πλέον σύμβολο
των παθογενειών του
δημόσιου τομέα. Σύμφωνα
με τα σχέδια, οι
δημόσιες επενδύσεις
αναμένεται να αυξηθούν
κατά περίπου 66% μεταξύ
2024 και 2026.
Εξίσου
εντυπωσιακή είναι η
πρόθεση της χώρας να
φθάσει το 3,5% του ΑΕΠ
στις αμυντικές δαπάνες
έως το 2026 – πολύ πριν
την προθεσμία που
συμφώνησαν πρόσφατα τα
κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Για
τη χρηματοδότηση αυτού
του σχεδίου, η κυβέρνηση
σχεδιάζει να αντλήσει
μέχρι και 850 δισ. ευρώ
σε δανεισμό εντός της
τρέχουσας
κοινοβουλευτικής
θητείας, οδηγώντας
ενδεχομένως τα ετήσια
δημοσιονομικά ελλείμματα
πάνω από το όριο του 3%
του ΑΕΠ.
Αυτή η
στροφή κατέστη εφικτή
χάρη σε τρεις κρίσιμους
παράγοντες. Πρώτον, η
αυξανόμενη αίσθηση
στρατηγικής απειλής από
τη Ρωσία, με τον
καγκελάριο
Friedrich
Merz
να θεωρεί επιτακτική την
ενίσχυση των ενόπλων
δυνάμεων ενόψει πιθανής
ρωσικής πρόκλησης έως το
2029. Δεύτερον, η
συνταγματική αναθεώρηση
που εξαιρεί σημαντικό
μέρος των αμυντικών
δαπανών από το «φρένο
χρέους», μαζί με τη
δημιουργία νέου
χρηματοδοτικού
μηχανισμού για
επενδύσεις υποδομών.
Τρίτον, το σχετικά
χαμηλό δημόσιο χρέος της
Γερμανίας – λίγο πάνω
από το 60% του ΑΕΠ –
προσφέρει δημοσιονομικό
περιθώριο, σε αντίθεση
με πολλούς συμμάχους της
στο ΝΑΤΟ που έχουν
βαρύτερα χρεωμένα
δημόσια ταμεία.
Παρά την
αύξηση των πληρωμών
τόκων, ο
Klingbeil
υποστηρίζει ότι η
επιμονή σε
ισοσκελισμένους
προϋπολογισμούς δεν έχει
νόημα, όταν «οι γέφυρες
καταρρέουν, τα σχολεία
φθείρονται και οι
ένοπλες δυνάμεις είναι
σε κακή κατάσταση».
Οι
πρώτες ενδείξεις
δείχνουν ότι αυτή η
μαζική επενδυτική ώθηση
ενδέχεται να
αναζωογονήσει την
ασθμαίνουσα γερμανική
οικονομία. Ορισμένα
ινστιτούτα έχουν
αναθεωρήσει προς τα πάνω
τις προβλέψεις τους για
την ανάπτυξη, αν και η
επίσημη πρόβλεψη
παραμένει στάσιμη για
φέτος. Τόσο η
επιχειρηματική όσο και η
καταναλωτική εμπιστοσύνη
καταγράφουν βελτίωση.
Ωστόσο, η απειλή των
δασμών από τον
Donald
Trump,
με προθεσμία εφαρμογής
την 9η Ιουλίου,
παραμένει στον ορίζοντα.
Οι
κίνδυνοι του σχεδίου
είναι υπαρκτοί. Η
διοικητική δυσκαμψία, οι
καθυστερήσεις στον
σχεδιασμό και οι
ελλείψεις εργατικού
δυναμικού – ειδικά στους
τομείς των κατασκευών
και της μηχανολογίας –
ενδέχεται να
υπονομεύσουν την
αποτελεσματικότητα των
επενδύσεων, όπως
απέδειξαν παλαιότερες
προσπάθειες. Παράλληλα,
σημαντικό μέρος των
δημοσίων δαπανών
εξακολουθεί να υπόκειται
στους περιορισμούς του
«φρένου χρέους», ενώ η
κυβέρνηση έχει ήδη
αποσύρει τη δέσμευσή της
για ελάφρυνση στους
φόρους ρεύματος.
Επιπλέον, εκτιμάται ότι
υπάρχει ένα
δημοσιονομικό κενό 144
δισ. ευρώ για την
περίοδο 2027-2029 – ένα
κενό που ο
Klingbeil
ελπίζει να καλυφθεί μέσω
της ανάπτυξης.
Ο
Robin
Winkler,
επικεφαλής οικονομολόγος
της
Deutsche
Bank,
προειδοποιεί ότι η
προσωρινή ανάκαμψη ίσως
μειώσει την πίεση για
δομικές μεταρρυθμίσεις,
που είναι κρίσιμες αλλά
πολιτικά δύσκολες. Η
επιδότηση του
συνταξιοδοτικού
συστήματος αποτελεί τη
μεγαλύτερη επιβάρυνση
του ομοσπονδιακού
προϋπολογισμού, ενώ η
γήρανση του πληθυσμού
επιταχύνεται. Η επέκταση
της παιδικής φροντίδας
για τη στήριξη της
γυναικείας απασχόλησης
είναι μόνο ένα από τα
βήματα που απαιτούνται,
ώστε να αντιμετωπιστούν
οι μεσοπρόθεσμες
δημογραφικές προκλήσεις.
|