|
Στο
δημοσιονομικό μέτωπο, η
S&P υπογράμμισε ότι
Ελλάδα και Κύπρος
αποτελούν θετικές
εξαιρέσεις στην Ευρωζώνη,
καθώς μειώνουν το
δημόσιο χρέος τους
–παρότι παραμένει υψηλό–
και διατηρούν ισχυρές
δημοσιονομικές
επιδόσεις. Ειδική
αναφορά έγινε στα
σημαντικά ταμειακά
διαθέσιμα της
Ελλάδας, τα οποία
αναμένεται να ενισχυθούν
περαιτέρω φέτος.
Όσον
αφορά τις
αδυναμίες της ελληνικής
οικονομίας, ο
Tilleray στάθηκε στις
εξωτερικές ανισορροπίες,
όπως το υψηλό εξωτερικό
χρέος και το
έλλειμμα τρεχουσών
συναλλαγών, που
επιδεινώθηκε μετά την
πανδημία. Παρότι η
συμμετοχή στο ευρώ
λειτουργεί
προστατευτικά, το
έλλειμμα αντανακλά το
πρόβλημα
ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, η
εξάρτηση από τα ορυκτά
καύσιμα
παραμένει υψηλή,
αφήνοντας τη χώρα
ευάλωτη στις
διακυμάνσεις των διεθνών
τιμών ενέργειας.
Στις
μακροπρόθεσμες
προκλήσεις, ο
αναλυτής αναφέρθηκε στο
δημογραφικό πρόβλημα
και στις
επιπτώσεις της
κλιματικής αλλαγής,
που αυξάνουν τη
συχνότητα των ακραίων
καιρικών φαινομένων στην
Ελλάδα.
Ο
τραπεζικός τομέας σε
φάση σταθερότητας
Ο
αναλυτής της S&P Global
Ratings,
Pierre Hollegien,
σημείωσε ότι
πάνω από τις μισές
ελληνικές και κυπριακές
τράπεζες έχουν πλέον
ανακτήσει την επενδυτική
βαθμίδα,
γεγονός που αποτυπώνει
τη μετάβαση από την
περίοδο κρίσης σε μια
φάση κανονικότητας. Τα
μη εξυπηρετούμενα
ανοίγματα (NPEs),
που είχαν ξεπεράσει το
50% την περίοδο της
κρίσης, έχουν πλέον
μειωθεί κοντά στο 2%,
επίπεδο παρόμοιο με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όπως
εξήγησε, η προηγούμενη
φάση της ανάκαμψης
χαρακτηρίστηκε από
μείωση των επισφαλειών
και ισχυρή αύξηση
κερδών, ενώ στο εξής
αναμένεται
σταθεροποίηση της
κερδοφορίας. Οι
κίνδυνοι που συνδέονται
με τα
μεγάλα χαρτοφυλάκια
ακινήτων
θεωρούνται
διαχειρίσιμοι,
αν και τα πιστωτικά
ρίσκα παραμένουν
υπαρκτά.
Η S&P θα
συνεχίσει να
παρακολουθεί τα
περίπου 80 δισ. ευρώ σε
κόκκινα δάνεια
που έχουν μεταβιβαστεί
σε servicers και τα
οποία, σύμφωνα με τον
Hollegien, ενδέχεται
μελλοντικά να επανέλθουν
στους τραπεζικούς
ισολογισμούς.
Η
χορήγηση νέων δανείων
παραμένει σε θετική
πορεία, καθώς οι
ελληνικές τράπεζες
καλούνται να συμβάλουν
στη
μείωση του επενδυτικού
κενού έναντι
της υπόλοιπης Ευρώπης. Η
S&P εκτιμά ότι θα
αυξηθούν και τα
στεγαστικά δάνεια,
αν και επισημαίνει ότι η
έλλειψη προσιτής
κατοικίας
λειτουργεί αποτρεπτικά.
Η
πίεση στα καθαρά
επιτοκιακά περιθώρια
αναμένεται να ενταθεί
λόγω της
μείωσης των επιτοκίων
της ΕΚΤ, της
αναπροσαρμογής του
πιστωτικού ρίσκου
και του
αυξανόμενου ανταγωνισμού
μεταξύ τραπεζών. Γι’
αυτό, η
διαφοροποίηση των εσόδων
θεωρείται κρίσιμη.
Στο
πλαίσιο αυτό, οι
πρόσφατες εξαγορές
–όπως της
Astrobank από την Alpha
Bank, της
Ελληνικής από τη
Eurobank, και
της
HSBC Malta από την
CrediaBank–
δείχνουν τη στρατηγική
της
γεωγραφικής
διαφοροποίησης.
Παράλληλα, η
Alpha Bank με
την εξαγορά της
Axia Ventures
ενισχύει την παρουσία
της στο
investment banking,
ενώ οι συμφωνίες
Πειραιώς–Εθνικής
Ασφαλιστικής
και
Eurobank–CNP
Assurance/Eurolife
δείχνουν την επέκταση
στο
bancassurance.
Ο
Hollegien υπογράμμισε
ότι οι
περαιτέρω συγχωνεύσεις
στο ελληνικό και
κυπριακό τραπεζικό
σύστημα θα είναι
περιορισμένες, ωστόσο η
ενίσχυση του
ανταγωνισμού
από
ψηφιακούς παίκτες
όπως η Revolut ωθεί τις
τράπεζες να επενδύουν
μαζικά στον
ψηφιακό μετασχηματισμό
και σε νέες πλατφόρμες
όπως η
Snappi.
Τέλος, η
S&P θα παρακολουθεί
στενά τις
πολιτικές εξελίξεις
(με έμφαση στο
ενδεχόμενο πολιτικού
ρίσκου μετά το 2027), τη
στρατηγική αξιοποίησης
κεφαλαίων των
τραπεζών, την
ποιότητα ενεργητικού
και τη
διαχείριση ρευστότητας,
που αποτελούν
καθοριστικούς παράγοντες
για τη σταθερότητα του
ελληνικού
χρηματοπιστωτικού
συστήματος.
|