|
Οι λόγοι
και τα κριτήρια της
αναβάθμισης
Σύμφωνα
με τον FTSE Russell, η
Ελλάδα πληροί πλέον
όλα τα 22 κριτήρια
ποιότητας αγοράς
(FTSE Quality of
Markets), καλύπτει τις
απαιτήσεις για
κεφαλαιοποίηση και
ρευστότητα, διαθέτει
υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΕ
σύμφωνα με τη μέθοδο
Atlas, και φέρει
πιστοληπτική αξιολόγηση
«επενδυτικής βαθμίδας»
με θετικές ή σταθερές
προοπτικές.
Η
απόφαση επικυρώθηκε
έπειτα από διαβούλευση
με θεσμικούς επενδυτές –
τα «μέλη-πελάτες» του
FTSE Russell – οι
οποίοι, μέσω
ερωτηματολογίου,
εξέφρασαν συντριπτικά
θετική γνώμη υπέρ της
αναβάθμισης. Το μόνο
ζήτημα που παρέμενε σε
εκκρεμότητα κατά το
προηγούμενο review του
Απριλίου 2024 ήταν η μη
ύπαρξη επενδυτικής
βαθμίδας, η οποία
αποκαταστάθηκε λίγους
μήνες αργότερα,
ανοίγοντας τον δρόμο για
τη φετινή απόφαση.
Τι
σημαίνει για το
Χρηματιστήριο Αθηνών
Η
επαναφορά του
Χρηματιστηρίου Αθηνών
(ΧΑ) στην
κατηγορία των
ανεπτυγμένων αγορών
σηματοδοτεί ένα νέο
ξεκίνημα. Πέρα από τη
συμβολική του αξία,
ενισχύει τη διεθνή
εικόνα του ΧΑ, μειώνει
το αντιληπτό ρίσκο χώρας
και διευρύνει την
πρόσβαση των ελληνικών
επιχειρήσεων σε διεθνή
κεφάλαια.
Ο
υπουργός Εθνικής
Οικονομίας και
Οικονομικών
Κυριάκος Πιερρακάκης
χαρακτήρισε την εξέλιξη
«ισχυρό μήνυμα για τη
δυναμική και τη
σταθερότητα της
ελληνικής οικονομίας»,
επισημαίνοντας ότι
δημιουργεί νέες
δυνατότητες
χρηματοδότησης, εξαγορών
και συνεργειών για τις
εισηγμένες επιχειρήσεις.
Η
αναβάθμιση συμπίπτει
χρονικά με την προώθηση
της
δημόσιας πρότασης της
Euronext για την ΕΧΑΕ,
που στοχεύει στην ένταξη
του ελληνικού
χρηματιστηρίου στο
ευρωπαϊκό δίκτυό της,
ενισχύοντας τη
ρευστότητα και τη διεθνή
του παρουσία.
Οι
αναμενόμενες εισροές και
τα οφέλη
Η νέα
ταξινόμηση εκτιμάται ότι
θα λειτουργήσει ως
καταλύτης για εισροές
κεφαλαίων από
διεθνή funds που
επενδύουν αποκλειστικά
σε ανεπτυγμένες αγορές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις
διεθνών οίκων και
επενδυτικών εταιρειών,
οι καθαρές εισροές από
παθητικά κεφάλαια (ETFs
και index funds)
ενδέχεται να κυμανθούν
μεταξύ
300 εκατ. και 1 δισ.
δολαρίων σε
βάθος ενός έτους.
Παράλληλα, η συμμετοχή
ξένων επενδυτών στο ΧΑ
έχει ήδη φθάσει σε
ιστορικά υψηλά επίπεδα –
περίπου
50% της κεφαλαιοποίησης
και
51% του όγκου συναλλαγών
τον Σεπτέμβριο του 2025
– γεγονός που
καταδεικνύει το αυξημένο
διεθνές ενδιαφέρον για
ελληνικά assets.
Η
αναβάθμιση αναμένεται
επίσης να μειώσει το
κόστος άντλησης
κεφαλαίων για
τις εισηγμένες
επιχειρήσεις, να αυξήσει
το βάθος και τη
ρευστότητα της αγοράς
και να στηρίξει την
αποτίμηση των μετοχών,
με ορισμένες αναλύσεις
να κάνουν λόγο για
πιθανές μεσοπρόθεσμες
ανατιμήσεις 5%-10%.
Οι
προκλήσεις της νέας
εποχής
Παρά την
αισιοδοξία, δεν λείπουν
οι προειδοποιήσεις. Η
JP Morgan και η
HSBC
επισημαίνουν ότι η
στάθμιση του ΧΑ στους
δείκτες των ανεπτυγμένων
αγορών θα είναι
εξαιρετικά χαμηλή –
περίπου
0,06% στους
δείκτες FTSE Developed –
καθιστώντας την ελληνική
αγορά «σταγόνα στον
ωκεανό» των παγκόσμιων
χρηματιστηρίων.
Παράλληλα, η μετάβαση
αυτή συνεπάγεται και
εκροές από τα funds των
αναδυόμενων αγορών,
τα οποία θα αναγκαστούν
να ρευστοποιήσουν τις
ελληνικές θέσεις τους.
Αν και οι απώλειες αυτές
εκτιμάται ότι θα είναι
μικρότερες από τα
δυνητικά οφέλη,
ενδέχεται να προκαλέσουν
βραχυπρόθεσμη
μεταβλητότητα.
Η
Ελλάδα, εξάλλου, θα
πρέπει να αποδείξει ότι
η αναβάθμιση δεν είναι
απλώς ένα «ετικετάκι
αξιοπιστίας», αλλά η
απαρχή μιας
διατηρήσιμης ανόδου.
Για να επιτευχθεί αυτό,
απαιτείται συνέχιση των
μεταρρυθμίσεων,
διεύρυνση της
επενδυτικής βάσης,
ενίσχυση της εταιρικής
διακυβέρνησης και
προσέλκυση νέων εκδόσεων
στο ΧΑ.
Το
επόμενο βήμα: MSCI και
Stoxx
Η
απόφαση του FTSE Russell
ανοίγει τον δρόμο για
ανάλογες κινήσεις και
από άλλους δείκτες. Ο
MSCI, που
καλύπτει περίπου το 70%
των παγκόσμιων παθητικών
κεφαλαίων (με ενεργητικό
άνω των 12 τρισ.
δολαρίων), δεν έχει
ακόμη εντάξει την Ελλάδα
στη «λίστα
παρακολούθησης» για
αναβάθμιση, σημειώνοντας
ωστόσο σημαντική πρόοδο
στις ελληνικές
μεταρρυθμίσεις. Το
επόμενο review του οίκου
αναμένεται τον
Ιούνιο του 2026,
ενώ η
Stoxx έχει ήδη
τοποθετήσει το ΧΑ σε
watchlist με απόφαση που
θα κριθεί το πρώτο
τρίμηνο του 2026.
Ένα νέο
κεφάλαιο για την
ελληνική αγορά
Η
επιστροφή της Ελλάδας
στις ανεπτυγμένες αγορές
αποτελεί ορόσημο, όχι
μόνο για το
Χρηματιστήριο Αθηνών,
αλλά και για τη συνολική
εικόνα της ελληνικής
οικονομίας. Μετά από
δεκατρία χρόνια
προσαρμογής και
ανασύνταξης, η χώρα
ξανακερδίζει τη θέση της
ανάμεσα στις ώριμες
οικονομίες του κόσμου.
Ωστόσο,
όπως συμφωνούν όλοι οι
αναλυτές, η πρόκληση
τώρα δεν είναι η
επιστροφή — αλλά η
παραμονή. Η
συνέπεια στη
δημοσιονομική πολιτική,
η διαφάνεια στις αγορές
και η συνέχιση των
θεσμικών μεταρρυθμίσεων
θα κρίνουν εάν η Ελλάδα
θα μπορέσει να
αξιοποιήσει στο έπακρο
αυτή τη δεύτερη
ευκαιρία.
|