|
Στις
αρχές του έτους, η
Metlen
ανακοίνωσε ένα από τα
σημαντικότερα
βιομηχανικά έργα στην
Ευρώπη τα τελευταία
χρόνια: μια επένδυση
295,5 εκατ. ευρώ για την
αύξηση της παραγωγής
αλουμίνας και την ένταξη
του γαλλίου στη γραμμή
παραγωγής. Το έργο, στο
εργοστάσιο «Αλουμίνιον
της Ελλάδος» στη
Βοιωτία, προβλέπει
αύξηση της δυναμικότητας
αλουμίνας σε 1,265 εκατ.
τόνους ετησίως και
παραγωγή περίπου 50
τόνων γαλλίου τον χρόνο
– ποσότητα ικανή να
καλύψει πλήρως τις
ευρωπαϊκές ανάγκες. Το
πρόγραμμα περιλαμβάνει
επίσης νέα ορυχεία
βωξίτη, αναβάθμιση των
εγκαταστάσεων διύλισης
και σημαντικές
επενδύσεις στις
λιμενικές και
ενεργειακές υποδομές. Ο
Δημήτρης Στεφανίδης,
Chief
Executive
Director
του μεταλλουργικού
κλάδου της εταιρείας,
δήλωσε στο
S&P
Global
ότι πρόκειται για «ένα
προληπτικό βήμα
περιορισμού των κινδύνων
της εφοδιαστικής
αλυσίδας και ενίσχυσης
της στρατηγικής
αυτονομίας της Ευρώπης».
Σημείωσε ότι η Ευρώπη
εισάγει περίπου το 90%
του γαλλίου που
χρησιμοποιεί και πως η
νέα εγκατάσταση μπορεί
να επιτρέψει την πλήρη
υποκατάσταση αυτών των
εισαγωγών. Η επένδυση
φέρει τον χαρακτηρισμό
«Αναγνωρισμένο
Στρατηγικό Έργο» στο
πλαίσιο της Πράξης για
τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες
(CRMA)
και έχει λάβει τη
«Σφραγίδα Κυριαρχίας»
της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής. Με την
εγκαθίδρυση παραγωγής
γαλλίου εντός Ευρώπης,
αποτελεί πρότυπο
στρατηγικής αυτάρκειας.
Παράλληλα, τοποθετεί την
Ελλάδα –παραδοσιακά
περιφερειακό βιομηχανικό
παίκτη– στον πυρήνα της
ευρωπαϊκής αλυσίδας
κρίσιμων ορυκτών. Ήδη
μεγάλες εταιρείες από
Ευρώπη, ΗΠΑ και Καναδά
έχουν εκδηλώσει
ενδιαφέρον για το προϊόν
της
Metlen,
δεδομένου ότι η
παγκόσμια παραγωγή
ανέρχεται σε μόλις 750
τόνους ετησίως, ποσότητα
που καθιστά τους 50
τόνους ιδιαίτερα
σημαντικούς. Το γάλλιο
που θα παραχθεί θα έχει
καθαρότητα 99,99%.
Σε
παγκόσμιο επίπεδο, ο
ανταγωνισμός εντείνεται.
Στην Αυστραλία, η
Alcoa
προετοιμάζει μονάδα
παραγωγής γαλλίου με
χρηματοδότηση από τις
κυβερνήσεις ΗΠΑ και
Αυστραλίας, με
εκτιμώμενη κάλυψη
περίπου του 10% της
παγκόσμιας ζήτησης. Η
Τράπεζα
Εξαγωγών–Εισαγωγών των
ΗΠΑ έχει ήδη προτείνει
χρηματοδοτήσεις
δισεκατομμυρίων για
κρίσιμες πρώτες ύλες,
θεωρώντας τες ζήτημα
εθνικής ασφάλειας.
Ταυτόχρονα, η Κίνα
ενισχύει την κυριαρχία
της. Ανάλυση του
CSIS
δείχνει ότι, πέρα από
την κυρίαρχη θέση στην
παραγωγή, η χώρα ελέγχει
και την τεχνολογία
διύλισης που καθιστά την
εξαγωγή πιο οικονομική
και αποδοτική. Οι
πατενταρισμένες μέθοδοι
με βάση τη ρητίνη
παραμένουν εκτός δυτικής
πρόσβασης, παρέχοντας
στο Πεκίνο σημαντικό
στρατηγικό πλεονέκτημα.
Το
CSIS
προειδοποιεί ότι «οι
δυνάμεις της αγοράς δεν
αρκούν για την ανατροπή
της κινεζικής
κυριαρχίας», και καλεί
σε επενδύσεις σε
διύλιση, ανακύκλωση και
στρατηγικά αποθέματα. Το
μικρό μέγεθος της αγοράς
δεν αντανακλά τη
δυσανάλογη στρατηγική
σημασία του μετάλλου.
Η
ευρωπαϊκή αντίδραση
παραμένει συγκρατημένη.
Παρά τους στόχους της
CRMA,
πολλά έργα βρίσκονται σε
πρώιμα στάδια, ενώ το
χρηματοδοτικό πλαίσιο
της ΕΕ υστερεί σε σχέση
με τις ανάγκες της
βιομηχανίας. Η Υπηρεσία
Έρευνας του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου σημειώνει
ότι η
CRMA
δεν προσθέτει νέα
χρηματοδότηση,
βασιζόμενη σε υπάρχοντα
προγράμματα που δεν
είναι σχεδιασμένα για
έργα υψηλού ρίσκου όπως
η εξόρυξη και η
μεταποίηση. Σύμφωνα με
το Κέντρο
Jacques
Delors
και άλλες βιομηχανικές
αναλύσεις, οι
καθυστερήσεις στην
εξόρυξη και η
περιορισμένη
δυναμικότητα διύλισης
απειλούν ήδη τους
στόχους της ΕΕ για
καθαρή ενέργεια και
στρατηγική αυτονομία. Το
χρηματοδοτικό κενό
παραμένει μεγάλο: ο
επικεφαλής του
EIT
RawMaterials
εκτιμά ότι απαιτούνται
άνω των 10 δισ. ευρώ για
γεωλογική εξερεύνηση έως
το 2030.
Η
προσωρινή χαλάρωση των
κινεζικών περιορισμών
προς τις ΗΠΑ δεν πρέπει
να οδηγήσει σε
εφησυχασμό. Η πρόσβαση
μπορεί να περιοριστεί
οποιαδήποτε στιγμή και η
μεταβλητότητα των τιμών
συνεχίζεται. Για να
επιτευχθούν οι στόχοι
αυτάρκειας του 2030, η
Ευρώπη χρειάζεται
δεκάδες νέα έργα σε όλο
το φάσμα – εξόρυξη,
επεξεργασία και
ανακύκλωση. Όπως τονίζει
ο Στεφανίδης, οι
βιομηχανίες αλουμινίου
και κρίσιμων μετάλλων
πρέπει να παραμείνουν
ανθεκτικές στις
διακυμάνσεις των αγορών,
με τις ευρωπαϊκές
αλυσίδες αξίας να μην
εξαρτώνται από
εξωτερικές αποφάσεις.
Η
σημασία του έργου
αναδεικνύεται και από
διεθνή μέσα. Η
Handelsblatt,
σε εκτενές ρεπορτάζ στις
αρχές του έτους, ανέφερε
ότι η
Metlen
επενδύει στην πρώτη
γραμμή παραγωγής γαλλίου
της ΕΕ, με έναρξη
παραγωγής το 2027 και
πλήρη υποκατάσταση των
εισαγωγών από το 2028. Ο
Ευάγγελος Μυτιληναίος
τόνισε ότι η επένδυση
«ενισχύει την αυτάρκεια
της Ευρώπης σε κρίσιμες
πρώτες ύλες και
αναβαθμίζει τη
στρατηγική θέση της
Ελλάδας». Η εφημερίδα
επισημαίνει ότι η
Metlen
είναι ο μόνος παραγωγός
στην Ευρώπη με πλήρη
καθετοποίηση σε βωξίτη,
αλουμίνα και αλουμίνιο –
στοιχείο που καθιστά τη
Βοιωτία ιδανικό σημείο
για την ανάπτυξη της
παραγωγής γαλλίου, καθώς
τα τοπικά κοιτάσματα
είναι πλούσια στο
μέταλλο.
|