|
Οι δύο
ερευνητές τονίζουν ότι,
σε μια περίοδο
αναδιάρθρωσης του
παγκόσμιου εμπορίου λόγω
γεωπολιτικών εντάσεων, η
Ευρώπη πρέπει να
στηριχθεί περισσότερο
στις εσωτερικές της
δυνάμεις και να
επενδύσει σε υποδομές
που θα στηρίξουν τη
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οι δημόσιες επενδύσεις
μπορούν να λειτουργήσουν
ως καταλύτης για
ιδιωτικές επενδύσεις,
ενισχύοντας ταυτόχρονα
την απασχόληση και την
κοινωνική συνοχή.
Την ίδια
ανάγκη επισημαίνει και η
Έκθεση Ντράγκι, η οποία
υπογραμμίζει ότι χωρίς
ισχυρό δημόσιο
επενδυτικό πρόγραμμα, οι
στρατηγικοί στόχοι της
Ευρώπης για ενέργεια,
ψηφιακές υποδομές και
απανθρακοποίηση δεν
μπορούν να επιτευχθούν.
Το επενδυτικό κενό
εκτιμάται μεταξύ 750 και
800 δισ. ευρώ ετησίως,
ποσό που αντιστοιχεί
περίπου στο 4,5% του ΑΕΠ
της ΕΕ.
Οι
Χάιμπεργκερ και
Νταμπρόφσκι
προειδοποιούν ότι οι
περισσότερες κυβερνήσεις
κινούνται προς τη λάθος
κατεύθυνση, καθώς
επιλέγουν δημοσιονομική
σύσφιξη που περιορίζει
τις δημόσιες δαπάνες.
Μάλιστα, το ένα τρίτο
των κρατών-μελών
προβλέπει περικοπές στις
εθνικά χρηματοδοτούμενες
δημόσιες επενδύσεις τα
επόμενα χρόνια. Χωρίς
αλλαγή πολιτικής, η
μετάβαση στην πράσινη
και ψηφιακή οικονομία θα
παραμείνει ημιτελής.
Η μελέτη
των δύο οικονομολόγων
δείχνει, μέσα από
εμπειρικά δεδομένα, ότι
οι δημόσιες επενδύσεις
έχουν θετικό
μακροοικονομικό
αποτύπωμα σε όλους τους
δείκτες: ανάπτυξη,
απασχόληση, ιδιωτικές
επενδύσεις και λόγο
χρέους προς ΑΕΠ. Για
κάθε ευρώ που επενδύεται
από το Δημόσιο,
παράγεται περίπου 1,30
ευρώ πρόσθετης
οικονομικής
δραστηριότητας μέσα σε
τρία χρόνια. Παράλληλα,
η αύξηση του εθνικού
εισοδήματος διατηρεί τη
βιωσιμότητα του δημόσιου
χρέους, ακόμη και αν
αυτό αυξηθεί προσωρινά
λόγω δανεισμού.
Οι
ερευνητές επισημαίνουν
ότι οι δημόσιες
επενδύσεις δεν
περιορίζουν τη δράση του
ιδιωτικού τομέα, αλλά
την ενισχύουν,
δημιουργώντας
πολλαπλασιαστικά οφέλη
στην οικονομία.
Επιπλέον, η αύξηση της
απασχόλησης και η
βελτίωση της
παραγωγικότητας
ενισχύουν τα φορολογικά
έσοδα, συμβάλλοντας έτσι
στη μακροπρόθεσμη
δημοσιονομική
σταθερότητα.
Κατά την
ανάλυσή τους, η ΕΕ
οφείλει να αυξήσει τις
δημόσιες επενδύσεις κατά
τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ
ετησίως, προκειμένου να
υλοποιήσει τις
στρατηγικές της
προτεραιότητες στην
ενέργεια, στις μεταφορές
και στην ψηφιακή
μετάβαση. Ο στόχος αυτός
θεωρείται εφικτός,
εφόσον υπάρξει πολιτική
βούληση και προσαρμογή
των δημοσιονομικών
κανόνων ώστε να μην
αποθαρρύνονται οι
παραγωγικές επενδύσεις.
Οι
συγγραφείς επισημαίνουν
ότι οι νέοι κανόνες
δημοσιονομικής
πειθαρχίας της ΕΕ, όπως
εφαρμόζονται σήμερα,
οδηγούν αρκετά
κράτη-μέλη σε πολιτικές
λιτότητας. Αντί αυτού,
οι κυβερνήσεις πρέπει να
αξιοποιήσουν τη
θεσμοθετημένη ευελιξία
του πλαισίου, να
επεκτείνουν τη
συγχρηματοδότηση των
ευρωπαϊκών προγραμμάτων
και, όπου είναι
αναγκαίο, να
υποστηρίξουν τη
δημιουργία ενός νέου
κοινοτικού επενδυτικού
ταμείου που θα διαδεχθεί
το
NextGenerationEU.
Στην
ίδια κατεύθυνση κινείται
και η έκθεση Ντράγκι, η
οποία επισημαίνει ότι οι
επενδύσεις με σαφείς
αναπτυξιακούς στόχους
—όπως οι υποδομές, η
έρευνα, η καινοτομία και
η ενεργειακή μετάβαση—
έχουν πολλαπλασιαστικά
αποτελέσματα που
ξεπερνούν το 1,5. Ο
Ντράγκι υπενθυμίζει ότι
η Ευρώπη δεν μπορεί
πλέον να βασίζεται
αποκλειστικά στην
εξωτερική ζήτηση για
ανάπτυξη, καθώς η
δεκαετία του 2010
χαρακτηρίστηκε από
στασιμότητα μισθών και
περιοριστικές πολιτικές
που υπονόμευσαν την
εγχώρια ζήτηση.
Με τις
νέες πολιτικές
προστατευτισμού στις ΗΠΑ
να απειλούν τις
ευρωπαϊκές εξαγωγές, η
ΕΕ καλείται να
επαναπροσδιορίσει το
οικονομικό της μοντέλο.
Η ενίσχυση των δημόσιων
επενδύσεων αποτελεί,
σύμφωνα με τους
ειδικούς, τον πιο
αποτελεσματικό τρόπο για
να αποκτήσει η Ευρώπη
μια βιώσιμη, αυτάρκη και
ανθεκτική αναπτυξιακή
πορεία.
|