|
Σε πιο
κλειστές συζητήσεις, η
κριτική γίνεται πολύ πιο
σκληρή. Σύμβουλος
περιέγραψε την Ευρώπη ως
«μια γηράσκουσα
παλλακίδα που αρνείται
να δεχθεί ότι ο
Αμερικανός αυτοκράτοράς
της την εγκατέλειψε»,
σύμφωνα με το Economist.
Άλλος σχολίασε ότι «η
Ευρώπη απεχθάνεται την
καινοτομία».
Αν και η
πεποίθηση ότι η Ευρώπη
είναι αδύναμη και
διχασμένη δεν στερείται
βάσης, η Κίνα έχει
υπερβάλει τόσο πολύ στην
προβολή αυτών των
προβλημάτων ώστε χάνει
δύο κρίσιμες πτυχές της
πραγματικότητας. Πρώτον,
θεωρεί ότι η Ευρώπη
απλώς ακολουθεί πιστά
τις ΗΠΑ. Τα τελευταία
δύο χρόνια, πολλοί
Κινέζοι αναλυτές
αντιμετωπίζουν τον
πόλεμο στην Ουκρανία ως
σύγκρουση ΗΠΑ–Ρωσίας,
παραβλέποντας ότι για
τους Ευρωπαίους ηγέτες
πρόκειται για άμεση
απειλή για την ευρωπαϊκή
ασφάλεια. Στο κυρίαρχο
κινεζικό αφήγημα, η
Ευρώπη επιθυμεί ειρήνη,
αλλά η «σκληρή» Αμερική
παρατείνει τον πόλεμο με
μικρό κόστος για την
ίδια, προκειμένου να
αποδυναμώσει τη Μόσχα.
Το
δεύτερο τυφλό σημείο
αφορά την εσφαλμένη
εκτίμηση ότι η Κίνα
μπορεί να προσφέρει στην
Ευρώπη μια ουσιαστική
διέξοδο. Παρότι οι
Κινέζοι ακαδημαϊκοί
γνωρίζουν το ευρωπαϊκό
όραμα της «στρατηγικής
αυτονομίας» και ότι η
Ε.Ε. επιδιώκει ισορροπία
μεταξύ Ουάσιγκτον και
Πεκίνου, υποτιμούν
βαθύτατα το πόσο
προβληματικό έχει γίνει
για την Ευρώπη το
κινεζικό οικονομικό
μοντέλο. Μόνο την
τελευταία τριετία, το
άλλοτε ισορροπημένο
εμπορικό ισοζύγιο
Γερμανίας–Κίνας έχει
μετατραπεί σε μια
τεράστια ανισορροπία, με
το έλλειμμα να
αναμένεται να ξεπεράσει
φέτος τα 100 δισ.
δολάρια. Ευρωπαϊκές
εταιρείες που κάποτε
ωφελούνταν από την
κινεζική αγορά πλέον τη
θεωρούν τον πιο
επικίνδυνο ανταγωνιστή
τους. Επιπλέον, οι
κινεζικοί περιορισμοί
στις εξαγωγές σπάνιων
γαιών —αν και απάντηση
στους αμερικανικούς
δασμούς— έπληξαν εξίσου
ευρωπαϊκές και
αμερικανικές
επιχειρήσεις,
υπενθυμίζοντας τους
κινδύνους της
υπερβολικής εξάρτησης.
Στο
διπλωματικό πεδίο, η
ένταση κλιμακώνεται. Τον
Ιούνιο, η Ε.Ε. επίσπευσε
τον διάλογο με την Κίνα
λόγω στασιμότητας στα
εμπορικά ζητήματα. Τον
Οκτώβριο, ο Γερμανός
υπουργός Εξωτερικών
Johann Wadephul ανέβαλε
την επίσκεψή του στο
Πεκίνο, καθώς δεν του
προσφέρθηκαν —κατά
παρέκκλιση της
πρακτικής— συναντήσεις
με υψηλόβαθμους
αξιωματούχους. Το Πεκίνο
δυσαρεστήθηκε από
προηγούμενη ομιλία του
Wadephul όπου
κατηγορούσε την Κίνα για
«όλο και πιο επιθετική»
συμπεριφορά στις
ασιατικές θάλασσες.
Παράλληλα, Ευρωπαίοι
διπλωμάτες στο Πεκίνο
αναφέρουν ότι το
κινεζικό υπουργείο
Εξωτερικών απορρίπτει
πλέον συχνότερα αιτήματα
για επίσημες
συναντήσεις.
Παρά την
επιδείνωση του κλίματος,
η Κίνα δεν δείχνει
ιδιαίτερη ανησυχία.
Πιστεύει ότι έχει
επικρατήσει επί της
αμερικανικής κυβέρνησης
στον εμπορικό πόλεμο και
ότι η Ευρώπη θα
αποδειχθεί ακόμη
ευκολότερη υπόθεση.
Άλλωστε, το Πεκίνο έχει
μακρά εμπειρία στο να
καλλιεργεί σχέσεις με
επιμέρους ευρωπαϊκές
χώρες, παρά με το σύνολο
της Ένωσης.
Ωστόσο,
αυτή η αυτοπεποίθηση
μπορεί να αποδειχθεί
λανθασμένη. Όσο ο
πόλεμος στην Ουκρανία
συνεχίζεται και η Κίνα
παραμένει
ευθυγραμμισμένη με τη
Ρωσία, οι προοπτικές
βελτίωσης των σχέσεών
της με την Ευρώπη
παραμένουν
περιορισμένες.
Παράλληλα, στο πεδίο του
εμπορίου η στάση της
Ε.Ε. μεταβάλλεται
ταχύτατα. Η «κατάκλυση»
των ευρωπαϊκών αγορών
από κινεζικά προϊόντα
ενδέχεται να ωθήσει τις
Βρυξέλλες σε πρόσθετα
—ακόμη και επιθετικά—
μέτρα για την προστασία
των ευρωπαϊκών
επιχειρήσεων. Μια τέτοια
εξέλιξη θα αποτελούσε
σαφή ένδειξη ότι η
ευρωπαϊκή στάση
σκληραίνει. Ωστόσο,
σύμφωνα με το Economist,
το Πεκίνο, θεωρώντας πως
πίσω από όλα βρίσκεται η
Ουάσιγκτον, κινδυνεύει
να αγνοήσει το ουσιώδες:
ότι αυτή η νέα
αποφασιστικότητα πηγάζει
αποκλειστικά από την
ίδια την Ευρώπη.
Πηγή:
The Economist
|