|
Η άνοδος
των μετοχών φαίνεται να
βασίζεται κυρίως σε
βραχυπρόθεσμες θετικές
εξελίξεις: μια εμπορική
συμφωνία ΗΠΑ–Ιαπωνίας, η
επιστροφή των «meme
stocks»
και η συνεχής ενίσχυση
γιγάντων της
τεχνολογίας, όπως η
Nvidia.
Πολλοί επενδυτές
αδιαφορούν για τους
μακροοικονομικούς
κινδύνους και κυνηγούν
άμεσες αποδόσεις. Ένας
δείκτης της
Barclays
που καταγράφει την
επενδυτική αισιοδοξία
στις μετοχές βρίσκεται
σε επίπεδα που είχαν να
εμφανιστούν από τη
«φούσκα του
dot-com»,
υποδηλώνοντας ότι η
αγορά κινείται
περισσότερο από
ψυχολογικούς παράγοντες
παρά από θεμελιώδη
δεδομένα.
Ο
Albert
Edwards
της
Société
Générale
–γνωστός για την έγκαιρη
πρόβλεψη του κραχ του
2000– κρούει ξανά τον
κώδωνα του κινδύνου.
Όπως προειδοποιεί σε
πρόσφατη έκθεσή του,
τόσο η αγορά κατοικιών
όσο και οι μετοχές στις
ΗΠΑ παρουσιάζουν
συμπεριφορά
«γενικευμένης φούσκας»,
με τους δείκτες
αποτίμησης να φτάνουν
ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Ο κυκλικά προσαρμοσμένος
δείκτης τιμής προς κέρδη
(CAPE)
βρίσκεται στο 38, ενώ
και οι άλλοι σχετικοί
δείκτες του
S&P
500 υποδηλώνουν
υπερτιμημένες αξίες.
Δύο
παράλληλοι κόσμοι
Η
Wall
Street
Journal
καταγράφει στο κύριο
άρθρο της τη βαθιά
αντίθεση ανάμεσα στον
θρίαμβο των αγορών και
στις προκλήσεις της
καθημερινής οικονομίας.
Από τη μία πλευρά, τα
χρηματιστήρια γιορτάζουν
νέα ιστορικά υψηλά. Από
την άλλη, οι μικρές και
μεσαίες επιχειρήσεις –η
λεγόμενη «Main
Street»–
παλεύουν να
ανταποκριθούν στις
πιέσεις της
αβεβαιότητας, των
εμπορικών φραγμών και
της περιορισμένης
πρόσβασης σε
χρηματοδότηση.
Η
απόσταση μεταξύ των
κεφαλαιαγορών και της
καθημερινής
πραγματικότητας
αυξάνεται. Οι «μετοχές
meme»
όπως της
Krispy
Kreme
και της
Kohl’s
σημειώνουν απροσδόκητες
ανόδους, ενισχυμένες από
τις τάσεις στα κοινωνικά
δίκτυα και όχι από
πραγματικά οικονομικά
στοιχεία. Το
Bitcoin
αγγίζει τα 120.000
δολάρια, ενώ επενδυτικοί
κολοσσοί όπως η
Goldman
Sachs
και η
Morgan
Stanley
ανακοινώνουν εντυπωσιακά
κέρδη στις
χρηματιστηριακές τους
δραστηριότητες.
Αυτή η
συγκέντρωση πλούτου δεν
αντανακλάται, ωστόσο,
στην ευρύτερη οικονομία.
Οι μικρές επιχειρήσεις
συνεχίζουν να πιέζονται,
χωρίς τα μέσα και την
ευελιξία των μεγάλων
πολυεθνικών για να
αντιμετωπίσουν την
αβεβαιότητα. Οι
εμπορικοί δασμοί τις
πλήττουν δυσανάλογα, ενώ
η πρόσβαση σε τραπεζικά
δάνεια παραμένει
δύσκολη. Παράλληλα, η
δραστηριότητα στον
κατασκευαστικό τομέα
υποχωρεί και η αύξηση
της απασχόλησης
επιβραδύνεται – με τις
μικρότερες επιχειρήσεις
να βλέπουν μείωση στις
προσλήψεις, σε αντίθεση
με τις μεγάλες που
συνεχίζουν να
επεκτείνονται.
Η σκιά
του χρέους
Την ίδια
στιγμή, ο ΟΟΣΑ
προειδοποιεί για τη
δραματική επιδείνωση της
δημοσιονομικής
κατάστασης στις
ανεπτυγμένες οικονομίες.
Οι κρατικές δαπάνες και
οι ανάγκες
χρηματοδότησης
διογκώνονται, με τις
εκδόσεις κρατικών
ομολόγων να αναμένεται
να φτάσουν τα 17
τρισεκατομμύρια δολάρια
το 2025. Την ώρα που οι
κεντρικές τράπεζες
αποσύρουν σταδιακά τη
στήριξή τους μέσω
ποσοτικής σύσφιξης, οι
παραδοσιακοί αγοραστές
–όπως τα ασφαλιστικά
ταμεία– μειώνουν τη
συμμετοχή τους στις
αγορές χρέους.
Η
σύγκρουση μεταξύ αυτής
της φούσκας στις αγορές
και της δύσκολης
οικονομικής
πραγματικότητας
θεωρείται αναπόφευκτη.
Οι κυβερνήσεις θα
αναγκαστούν να αυξήσουν
τα επιτόκια για να
προσελκύσουν επενδυτές.
Όμως, υψηλότερα επιτόκια
συνεπάγονται αυξημένο
κόστος δανεισμού για τις
επιχειρήσεις και πίεση
στις υπερτιμημένες
μετοχές. Η εποχή του
φθηνού χρήματος, που
στήριξε ταυτόχρονα τις
κρατικές δαπάνες και τις
κεφαλαιαγορές, φαίνεται
να φτάνει στο τέλος της.
Οι
Financial
Times
περιγράφουν την
κατάσταση ως έναν «χορό
στον Τιτανικό», με την
αγορά να αγνοεί τους
σοβαρούς κινδύνους που
πλησιάζουν. Η
ψευδαίσθηση της
ευημερίας στις αγορές
έρχεται σε αντίθεση με
την επιδείνωση των
δημοσιονομικών και των
κοινωνικών δεικτών. Το
κρίσιμο ερώτημα δεν
είναι αν θα έρθει
διόρθωση, αλλά πότε και
με ποια ένταση θα
συγκρουστούν οι δύο
αυτές πραγματικότητες.
Η
κυβέρνηση Τραμπ
υποστηρίζει ότι στηρίζει
τη «Main
Street»,
ωστόσο οι συνθήκες
φαίνεται να τη
διαψεύδουν, σύμφωνα με
τη
Wall
Street
Journal.
Το αίτημα για μείωση
επιτοκίων από τη
Fed
αγνοεί τον κίνδυνο
περαιτέρω «φουσκώματος»
των αγορών, ενώ ο
πληθωρισμός παραμένει σε
υψηλά επίπεδα. Όπως
σημειώνουν πολλοί
αναλυτές, η πραγματική
στήριξη για τον μέσο
πολίτη και τις μικρές
επιχειρήσεις δεν θα
προέλθει από την άνοδο
του χρηματιστηρίου, αλλά
από τη μείωση των
εμπορικών και εργασιακών
πιέσεων.
|