|
Το ίδιο
μοτίβο επαναλήφθηκε και
για άλλους «οικοδόμους
του διαδικτύου», όπως η
Nortel ή οι εταιρείες
φιλοξενίας δεδομένων
Exodus Communications
και PSINet, οι οποίες
δεν κατάφεραν να
επιβιώσουν, με τα
περιουσιακά τους
στοιχεία να περνούν σε
πιο ανθεκτικούς
ανταγωνιστές.
Η
επανάληψη του ίδιου
λάθους;
Πολλές από τις
επιχειρήσεις της εποχής
πίστεψαν ότι η κίνηση
στο διαδίκτυο και τα
έσοδα θα αυξάνονταν
εκθετικά, όμως η ζήτηση
ήρθε αργότερα απ’ ό,τι
υπολόγιζαν. Όταν τελικά
οι χρήστες αυξήθηκαν, ο
έντονος ανταγωνισμός και
τα υψηλά επίπεδα
δανεισμού περιόρισαν τα
περιθώρια κέρδους. Το
πραγματικό κέρδος
μεταφέρθηκε σε εταιρείες
όπως η Google, η
Facebook και η Amazon,
που βρήκαν τρόπους να
αξιοποιήσουν εμπορικά τη
νέα τεχνολογία.
Η
Fidelity υπογραμμίζει
ότι και σήμερα, οι
αποτιμήσεις των
«οικοδόμων της AI» έχουν
εκτοξευθεί, καθώς οι
αγορές προσδοκούν μια
τεχνολογική επανάσταση.
Ωστόσο, οι μεγάλες
εταιρείες που επενδύουν
δισεκατομμύρια στην
Τεχνητή Νοημοσύνη έχουν
πλήρη επίγνωση των
ιστορικών παραδειγμάτων.
Θέλουν όχι μόνο να
δημιουργήσουν τα μοντέλα
AI, αλλά και να
προσφέρουν απευθείας τις
εφαρμογές που θα
χρησιμοποιούν οι
καταναλωτές. Όπως
σημειώνει η Fidelity, η
Microsoft είναι
χαρακτηριστικό
παράδειγμα: από πάροχος
λειτουργικών συστημάτων,
έχει μετατραπεί σε
εταιρεία λογισμικού με
πληθώρα συνδρομητικών
εφαρμογών.
Σταθερότερες βάσεις,
διαφορετικό περιβάλλον
Σε αντίθεση με τη
δεκαετία του 2000, οι
σημερινές τεχνολογικές
εταιρείες στηρίζονται σε
στιβαρά επιχειρηματικά
μοντέλα και διαθέτουν
ισχυρούς ισολογισμούς.
Οι κορυφαίοι
κατασκευαστές ημιαγωγών
έχουν τεράστια
ανταγωνιστικά
πλεονεκτήματα, όχι μόνο
στην παραγωγή chips αλλά
και σε ολόκληρες
εφοδιαστικές αλυσίδες.
Το μάθημα του
παρελθόντος ήταν πως οι
εταιρείες εκείνης της
εποχής κινήθηκαν
γρηγορότερα από την
αγορά. Η εμπορική
αξιοποίηση του
διαδικτύου χρειάστηκε
σχεδόν μια δεκαετία,
μέχρι να φτάσουν τα
smartphones στα χέρια
του κοινού.
Αν
σήμερα η ανάπτυξη της
υποδομής για την Τεχνητή
Νοημοσύνη χρειαστεί τρία
έως πέντε χρόνια, τότε
είναι πιο πιθανό οι
σημερινοί «οικοδόμοι» να
προλάβουν να
κεφαλαιοποιήσουν τις
επενδύσεις τους.
Άλλωστε, η Fidelity
υπενθυμίζει ότι η Google
χρειάστηκε 11 χρόνια για
να φτάσει το ένα
δισεκατομμύριο
αναζητήσεις ημερησίως,
ενώ το ChatGPT πέτυχε
αντίστοιχη κλίμακα μέσα
σε μόλις δύο χρόνια.
Παρόλα
αυτά, ο κίνδυνος
υπερβολής δεν έχει
εκλείψει. Σε κάθε
τεχνολογικό κύκλο,
υπήρχαν πάντοτε
πειστικοί λόγοι για τους
οποίους «αυτή τη φορά
δεν είναι φούσκα». Η
τελική κρίση, επομένως,
ανήκει στους ίδιους τους
επενδυτές.
Οι
αγορές διχάζονται
Ο φόβος για υπερτίμηση
των τεχνολογικών μετοχών
αποτυπώνεται στην
τελευταία έρευνα της
Bank of America για τον
Οκτώβριο, που
περιλαμβάνει απαντήσεις
166 διαχειριστών
χαρτοφυλακίων με υπό
διαχείριση κεφάλαια 400
δισ. δολαρίων. Για πρώτη
φορά, το 33% των
συμμετεχόντων
αναγνωρίζει τη «φούσκα
της Τεχνητής Νοημοσύνης»
ως τον μεγαλύτερο
κίνδυνο για τις αγορές,
ξεπερνώντας ακόμη και
τον κίνδυνο νέων
εμπορικών πολέμων.
Αντίθετα, μόλις το 5%
βλέπει πιθανότητα ύφεσης
λόγω δασμών, έναντι 80%
τον περασμένο Απρίλιο.
Δεύτερος μεγαλύτερος
κίνδυνος θεωρείται η
επανεμφάνιση
πληθωριστικών πιέσεων
(27%), ενώ η απώλεια
ανεξαρτησίας της Fed και
η πτώση του δολαρίου
ανησυχούν το 14% των
επενδυτών.
Οι
θέσεις σε μετοχές έχουν
φτάσει στα υψηλότερα
επίπεδα των τελευταίων
οκτώ μηνών, ενώ η έκθεση
σε ομόλογα έχει μειωθεί
στα χαμηλότερα επίπεδα
από το 2022. Η
ρευστότητα κινείται
μόλις στο 3,8% των
χαρτοφυλακίων, το
χαμηλότερο ποσοστό από
τα τέλη του 2024.
Συνολικά, ένα 60% των
ερωτηθέντων θεωρεί ότι
οι διεθνείς αγορές
μετοχών είναι
υπερτιμημένες, με το 54%
να χαρακτηρίζει τις
επενδύσεις που
σχετίζονται με την AI ως
«φούσκα». Παράλληλα, η
«long» θέση στον χρυσό
παραμένει η πιο
δημοφιλής στρατηγική,
αντανακλώντας την
αυξανόμενη
επιφυλακτικότητα
απέναντι στην
τεχνολογική ευφορία.
|