Οι Σαντριστές, των οποίων ο ηγέτης,
Μουκτάντα αλ-Σαντρ, ήταν κάποτε στενός σύμμαχος
της Τεχεράνης, υποστηρίζουν ότι η Βαγδάτη πρέπει
να αποστασιοποιηθεί από όλες τις ξένες δυνάμεις
συμπεριλαμβανομένου του Ιράν.
--------------
Στις 29 Αυγούστου, ο
Ιρακινός Σιίτης κληρικός
Muqtada al-Sadr
ανακοίνωσε ότι θα
αποσυρθεί από την
πολιτική μετά από μήνες
αποτυχημένων προσπαθειών
να σχηματίσει νέα
κυβέρνηση. Χιλιάδες
υποστηρικτές του
εθνικιστή ηγέτη, ο
οποίος έχει εμφανιστεί
ως ένθερμος αντίπαλος
των υποστηριζόμενων από
το Ιράν πολιτοφυλακών
στο Ιράκ, ξεχύθηκαν
στους δρόμους με οργή,
συγκρούστηκαν με τις
ιρακινές δυνάμεις
ασφαλείας, παραβίασαν
τσιμεντένια φράγματα
γύρω από την Πράσινη
Ζώνη της Βαγδάτης, και
εισέβαλαν στην έδρα της
κυβέρνησης . Αφού
σκοτώθηκαν δεκάδες
άνθρωποι, ο Σαντρ πήγε
στην τηλεόραση και έδωσε
εντολή στους
υποστηρικτές του να πάνε
στα σπίτια τους,
χαλαρώνοντας -προς το
παρόν τουλάχιστον- μια
πολιτική κρίση που έχει
παραλύσει την υπηρεσιακή
κυβέρνηση του Ιράκ εδώ
και μήνες.
Ο Ιρακινός λαϊκιστής
ηγέτης Muqtada al-Sadr
εκφωνώντας μια ομιλία
στη Νατζάφ του Ιράκ, τον
Αύγουστο του 2022. Alaa
Al-Marjani / Reuters
Το πολιτικό σύστημα
του Ιράκ βρίσκεται σε
αδιέξοδο από τον
περασμένο Οκτώβριο, όταν
η χώρα διεξήγαγε τις
πέμπτες κοινοβουλευτικές
εκλογές της μετά την υπό
την ηγεσία των ΗΠΑ
εισβολή το 2003. Η
συμμαχία του Σαντρ
κέρδισε τις περισσότερες
έδρες, αλλά ούτε το
μπλοκ του ούτε κανένα
άλλο κατάφερε να
σχηματίσει κυβέρνηση. Η
σύγκρουση δεν έγινε
μεταξύ αντίπαλων
αιρέσεων ή εθνοτικών
ομάδων, αλλά εντός της
μεγαλύτερης κοινότητας
του Ιράκ, των Σιιτών, οι
οποίοι είναι διχασμένοι
σχετικά με την σχέση της
χώρας τους με το Ιράν.
Οι Σαντριστές, των
οποίων ο ηγέτης ήταν
κάποτε στενός σύμμαχος
της Τεχεράνης,
υποστηρίζουν ότι η
Βαγδάτη πρέπει να
αποστασιοποιηθεί από
όλες τις ξένες δυνάμεις
συμπεριλαμβανομένου του
Ιράν˙ άλλες φατρίες
παραμένουν πιο στενά
ευθυγραμμισμένες με τον
ισχυρό γείτονα του Ιράκ.
Παρόλο που ο Σαντρ
ισχυρίζεται ότι έχει
αποσυρθεί από την
πολιτική, πιθανότατα
εργάζεται για να
αξιοποιήσει αυτόν τον
τελευταίο κύκλο
ακροσφαλούς διπλωματίας
και διαδηλώσεων στους
δρόμους για να κερδίσει
το πάνω χέρι έναντι των
αντιπάλων του. Ο Sadr
έχει κάνει παρόμοιες
δηλώσεις στο παρελθόν,
αλλά ποτέ δεν αποσύρθηκε
πραγματικά από την
πολιτική σφαίρα.
Επιδιώκει να καθιερωθεί
ως ο αδιαμφισβήτητος
σιιτικός μεσίτης ισχύος
του Ιράκ και να
κυριαρχήσει στο
σεχταριστικό σύστημα
κατανομής της εξουσίας
που ισχύει από τότε που
οι Ηνωμένες Πολιτείες
ανέτρεψαν το μπααθιστικό
καθεστώς του Ιρακινού
προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν.
Παρόλο που ο Sadr έχει
διατυπώσει το δικό του
παιχνίδι εξουσίας ως μια
σταυροφορία ενάντια σε
μια διεφθαρμένη πολιτική
τάξη που είναι
εξαρτημένη από το Ιράν
και άλλες ξένες δυνάμεις,
το παιχνίδι του ενέχει
έναν άλλο κίνδυνο για το
εύθραυστο ιρακινό κράτος:
η Βαγδάτη θα μπορούσε να
καταδυναστευθεί όχι από
πολιτικές φατρίες που
υποστηρίζονται από το
Ιράν, αλλά από έναν
Σιίτη ισλαμιστή κληρικό
που κάποτε διοικούσε μια
από τις πιο επίφοβες
πολιτοφυλακές του Ιράκ.
Αυτό μπορεί να φαίνεται
σαν μακρινό πλάνο στον
απόηχο των αποτυχημένων
διαδηλώσεων στο δρόμο
του Σαντρ. Όμως, ως
κληρονόμος μιας από τις
πιο γνωστές οικογένειες
κληρικών στον κόσμο των
Σιιτών, ο Σαντρ έχει
αποδειχθεί εξαιρετικά
έμπειρος στο να
μετασχηματίζει την
θρησκευτική του
γενεαλογία σε σκληρή
εξουσία. Οι αντίπαλοί
του θα πρέπει να το
σκεφτούν δύο φορές πριν
τον υπολογίσουν ως ότι
είναι εκτός.
ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑ
Ο Σαντρ ενσαρκώνει
ένα επαναστατικό και
εθνικιστικό είδος
σιιτισμού στο Ιράκ. Ο
Μέγας Αγιατολάχ Αλί
αλ-Σιστάνι, ο πιο
σεβαστός κληρικός της
χώρας, και άλλοι
ανώτεροι Σιίτες θεολόγοι
αποφεύγουν την άμεση
πολιτική ανάμειξη. Με
αυτόν τον τρόπο,
δημιούργησαν ένα κενό
εξουσίας μέσα στην
σιιτική κοινότητα -ένα
κενό που ο Σαντρ
εργάστηκε επί δύο
δεκαετίες για να καλύψει.
Ένας θρασύς,
ελάχιστα γνωστός
κληρικός που
πρωτοεμφανίστηκε το 2003
στη Νατζάφ, το κέντρο
της σιιτικής θεολογίας
του Ιράκ, ο Σαντρ έγινε
ένας από τους πιο
ενοχλητικούς εχθρούς της
Ουάσιγκτον στο Ιράκ. Η
πολιτοφυλακή του, ο
Στρατός Mahdi, πολέμησε
ενάντια στις δυνάμεις
των ΗΠΑ για χρόνια,
σκοτώνοντας εκατοντάδες
Αμερικανούς στρατιώτες.
Από την αρχή, προσπάθησε
να συνδυάσει την
πολιτική εξουσία με την
θρησκευτική εξουσία,
παρά το γεγονός ότι είχε
περιορισμένα θεολογικά
διαπιστευτήρια και μια
προφανή περιφρόνηση για
τα χρόνια σπουδών υπό
ανώτερους κληρικούς που
απαιτούνταν για την
απόκτηση του τίτλου του
Αγιατολάχ. Χωρίς τέτοια
προσόντα, ο Sadr δεν θα
μπορούσε να εκδώσει
θρησκευτικές αποφάσεις ή
να χρησιμεύσει ως marja,
[δηλαδή] ένα παράδειγμα
προς μίμηση για τους
Σιίτες πιστούς. Όμως, ως
ο μόνος επιζών γιος του
Μεγάλου Αγιατολάχ
Μοχάμεντ Σαντίκ αλ-Σαντρ,
ενός κορυφαίου Σιίτη
λόγιου που αμφισβήτησε
το καθεστώς Μπααθ μέχρι
την δολοφονία του το
1999, ο νεότερος Σαντρ
μπόρεσε να ακολουθήσει
τα βήματα του πατέρα του
ως πολιτικός ηγέτης του
κινήματος των Σαντριστών.
Από την εποχή της
εισβολής των ΗΠΑ, ο
Σαντρ ήταν ο Ιρακινός
ηγέτης ο πιο ικανός να
ελίσσεται στην
διασταύρωση της
πολιτικής και της
θρησκευτικής εξουσίας,
γεγονός που θα μπορούσε
να εξηγήσει τον
τελευταίο ελιγμό του. Η
πολιτική κρίση στο Ιράκ
κράτησε σχεδόν 11 μήνες.
Ωστόσο, ο Sadr δεν
ξεκίνησε αιματηρές
διαδηλώσεις στους
δρόμους μέχρι που
αντιμετώπισε μια απειλή
πέρα από την πολιτική:
μια [απειλή] για την
θρησκευτική του
νομιμοποίηση. Μια μέρα
πριν ο Sadr δηλώσει την
αποχώρησή του από την
πολιτική, ο Μέγας
Ayatollah Kadhim al-Haeri,
ένας ηλικιωμένος
Ιρακινός κληρικός με
έδρα το Ιράν, ο οποίος
είχε υπηρετήσει ως
πνευματικός οδηγός σε
πολλά μέλη του κινήματος
των Sadr, ανακοίνωσε ότι
παραιτείται λόγω κακής
υγείας. Όμως, αντί να
καλέσει τους οπαδούς του
να μεταφέρουν την πίστη
τους σε έναν άλλο
Ιρακινό Σιίτη κληρικό -κάποιον
που θα μπορούσε να είναι
συμπονετικός στον Σαντρ-
ο Χαέρι τούς συμβούλεψε
να ακολουθήσουν τον
ανώτατο ηγέτη του Ιράν,
Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ.
Ήταν μια ασυνήθιστη
κίνηση, καθώς οι
περισσότεροι Μεγάλοι
Αγιατολάχ δίνουν εντολή
στους οπαδούς τους να
μιμούνται άλλους
ανώτερους κληρικούς μόνο
αφού οι κληρικοί έχουν
πεθάνει. Και οι δηλώσεις
των Μεγάλων Αγιατολάχ
είναι συνήθως γεμάτες με
θρησκευτικές επικλήσεις
και κοινοτοπίες, ενώ ο
Χαέρι ήταν έμμεσα
επικριτικός στον Σαντρ.
Χωρίς να τον κατονομάσει,
ο Χαέρι είπε ότι ο Σαντρ
κινδύνευε να διαλύσει το
Ιράκ και την σιιτική του
πλειοψηφία. Πρότεινε
επίσης ότι ο Σαντρ δεν
είχε τα απαραίτητα
προσόντα για θρησκευτική
ηγεσία και αμφισβήτησε
το καθεστώς του νεότερου
κληρικού ως κληρονόμου
της κληρονομιάς της
οικογένειάς του. Στην
δική του ομιλία που
ζητούσε να τερματιστούν
οι πρόσφατες διαδηλώσεις,
ο Sadr ισχυρίστηκε ότι
Ιρανοί αξιωματούχοι και
οι υποστηριζόμενοι από
το Ιράν Σιίτες
ανταγωνιστές του
βρίσκονται πίσω από την
κριτική του Haeri.
Αυτή η πισώπλατη
μαχαιριά αντανακλά ένα
αυξανόμενο κενό εξουσίας
στην σιιτική κοινότητα
του Ιράκ, ένα κενό που
έχει ανοίξει καθώς η
επιρροή του Ιράν στην
χώρα έχει εξασθενίσει.
Για χρόνια, ο ανώτατος
ηγέτης του Ιράν έστελνε
τον στρατηγό Κασέμ
Σολεϊμανί, τον
επικεφαλής της μονάδας
εξωτερικών επιχειρήσεων
του Σώματος των Φρουρών
της Ισλαμικής
Επανάστασης, στο Ιράκ
για να κρατήσει σε σειρά
τους Σιίτες υποστηρικτές
της Τεχεράνης. Αλλά αφού
οι Ηνωμένες Πολιτείες
σκότωσαν τον Σολεϊμανί
σε επίθεση με μη
επανδρωμένο αεροσκάφος
το 2020, το Ιράν έχασε
έναν σημαντικό μοχλό
ισχύος έναντι των
Ιρακινών συμμάχων του. Ο
διάδοχος του Σολεϊμανί
ήταν λιγότερο επιτυχής
στο να συγκρατήσει τις
σιιτικές φατρίες του
Ιράκ -ιδιαίτερα τους
Σαντριστές- από το να
αμφισβητήσουν την
Τεχεράνη. Αν και ο Σαντρ
έχει απεικονίσει τον
εαυτό του ως Ιρακινό
εθνικιστή που επιδιώκει
να εξαλείψει την ξένη
ανάμειξη, έζησε στην Κομ,
το κέντρο της σιιτικής
επιστήμης του Ιράν, κατά
την διάρκεια ορισμένων
περιόδων του εμφυλίου
πολέμου του Ιράκ και
κάποτε ήταν σύμμαχος με
την Τεχεράνη. Αλλά οι
ηγέτες του Ιράν
εξοργίστηκαν με την
απροθυμία του Σαντρ να
συνεργαστεί με τους
Ιρακινούς συμμάχους τους
και πιθανότατα
προσπάθησαν να αυξήσουν
την πίεση στον Σαντρ
πείθοντας τον Χαέρι να
αμφισβητήσει την
θρησκευτική του
νομιμοποίηση.
Είναι πιθανό να
υπάρχουν περισσότερες
πολιτικές μηχανορραφίες.
Ο Σιστανί, ο πιο ισχυρός
κληρικός στο Ιράκ, είναι
στα ενενήντα του και
πιστεύεται ότι είναι σε
κακή υγεία. Οι δηλώσεις
του έχουν γίνει σπάνιες.
Οι Σιίτες ηγέτες στο
Ιράκ και το Ιράν
προετοιμάζονται για τον
θάνατό του και μια
πιθανή ρήξη εάν
προκύψουν περισσότεροι
από ένας διάδοχοι από τη
Νατζάφ. Παρά τα
περιορισμένα
διαπιστευτήριά του, ο
Σαντρ παίρνει θέση για
την περίοδο μετά τον
Σιστανί, ελπίζοντας να
παίξει έναν ρόλο στην
επιλογή διαδόχου ή στην
εδραίωση υποστήριξης σε
περίπτωση που υπάρχουν
ανταγωνιστικοί
κληρονόμοι. Η προσπάθεια
του Sadr για μεγαλύτερη
πολιτική επιρροή στο
Ιράκ είναι μέρος αυτής
της εκστρατείας: με
μεγαλύτερη επιρροή στην
κυβέρνηση στην Βαγδάτη
και μεγαλύτερο μερίδιο
από τα λάφυρά της, ο
Sadr θα μπορεί να
ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη
επιρροή στο θρησκευτικό
κατεστημένο του Ιράκ.
ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΣΤΟΝ
ΝΙΚΗΤΗ
Η τρέχουσα πολιτική
κρίση του Ιράκ πηγάζει
από την αποτυχία του
Σαντρ να σχηματίσει
κυβέρνηση αφού κέρδισε
το μεγαλύτερο μερίδιο
στο κοινοβούλιο των 329
εδρών της χώρας.
Ιστορικά, οι σιιτικές
φατρίες του Ιράκ έχουν
συνασπιστεί μετά τις
εκλογές -συχνά με την
βοήθεια του Ιράν- για να
σχηματίσουν ένα μεγάλο
μπλοκ και να διανείμουν
κορυφαία κυβερνητικά
υπουργεία, φέρνοντας
τελικά μέσα και τα
σουνιτικά και τα
κουρδικά κόμματα. Όμως,
με την υποστήριξη μόλις
73 βουλευτών, ο Σαντρ
προσπάθησε να σχηματίσει
κυβέρνηση συνασπισμού με
τις σουνιτικές και
κουρδικές φατρίες και να
αφήσει έξω τους Σιίτες
αντιπάλους του. Αν είχε
πετύχει, οι υποστηρικτές
του θα ισχυρίζονταν ότι
ο Σαντρ ανέτρεψε το
εξαιρετικά αντιδημοφιλές
εθνο-σεκταριστικό
σύστημα κατανομής της
εξουσίας -γνωστό ως
muhasasa- που επέβαλαν
οι Ηνωμένες Πολιτείες
και οι Ιρακινοί σύμμαχοί
τους μετά την εισβολή.
Αλλά ο Σαντρ στην
πραγματικότητα προσπαθεί
να εδραιώσει περαιτέρω
αυτό το σύστημα υπό τον
έλεγχό του, όχι να το
καταστρέψει.
Ο Σαντρ απεχθάνεται
ιδιαίτερα να συμμαχήσει
με τον Νούρι αλ-Μαλίκι,
το μπλοκ του οποίου
κέρδισε 33 έδρες στις
περσινές εκλογές, την
δεύτερη υψηλότερη [επίδοση]
μεταξύ των σιιτικών
φατριών μετά τους
Σαντριστές. Ο Μαλίκι, ο
οποίος διετέλεσε
πρωθυπουργός από το 2006
έως το 2014, ήταν
υπεύθυνος για πολλές από
τις καταστροφικές
πολιτικές που αποξένωσαν
τους σουνίτες,
αποδυνάμωσαν τις
ιρακινές δυνάμεις
ασφαλείας, και επέτρεψαν
στο Ισλαμικό Κράτος (ή
ISIS) να καταλάβει
σχεδόν το ένα τρίτο της
χώρας. Αλλά η
αντιπαλότητα του Σαντρ
με τον πρώην πρωθυπουργό
δεν αφορά μόνο το
ιστορικό του Μαλίκι˙
είναι κάτι προσωπικό: το
2008, ο Μαλίκι, με την
υποστήριξη Αμερικανών
αξιωματούχων, διέταξε
τις ιρακινές δυνάμεις
ασφαλείας να πολεμήσουν
την πολιτοφυλακή του
Σαντρ στο νότιο Ιράκ. Ο
κληρικός δεν συγχώρεσε
ποτέ τον Μαλίκι για τα
πλήγματα κατά του
κινήματός του στο
αποκορύφωμα του εμφυλίου
πολέμου στο Ιράκ.
Το σύστημα muhasasa
για τον διαμοιρασμό των
λάφυρων διαμορφώθηκε στο
πρότυπο της
δυσλειτουργικής ρύθμισης
του Λιβάνου, η οποία
προσπάθησε να εγγυηθεί
τα δικαιώματα των
θρησκευτικών μειονοτήτων,
αλλά κατέληξε να
δημιουργήσει ενδημική
διαφθορά, πολιτική
αστάθεια, και οικονομική
κατάρρευση. Σύμφωνα με
το σχέδιο του Ιράκ, ο
πρωθυπουργός πρέπει να
είναι Σιίτης, ο πρόεδρος
του κοινοβουλίου
Σουνίτης και ο (σε
μεγάλο βαθμό
εθιμοτυπικός) πρόεδρος
Κούρδος. Το σύστημα
εκτείνεται στα
περισσότερα επίπεδα της
κυβέρνησης και της
δημόσιας διοίκησης. Μετά
από κάθε κοινοβουλευτική
εκλογή, τα σεχταριστικά
κόμματα διαιρούν τα
Υπουργεία, προκαλώντας
μεγάλες καθυστερήσεις
στην συγκρότηση του
υπουργικού συμβουλίου,
καθώς αναλαμβάνουν τα
γραφεία με τα πιο
προσοδοφόρα κυβερνητικά
συμβόλαια και άλλες
πηγές πατρωνίας. Ως
αποτέλεσμα, ο αριθμός
των δημοσίων υπαλλήλων
στο Ιράκ έχει
τριπλασιαστεί από το
2004 και η κυβέρνηση
πληρώνει τώρα 400%
περισσότερους μισθούς
από όσο τότε. Το 2020,
σχεδόν τα τρία τέταρτα
του προϋπολογισμού του
Ιράκ πήγαν για την
πληρωμή μισθών και
συντάξεων για τον
φουσκωμένο δημόσιο τομέα.
Τα περισσότερα
ιρακινά κόμματα και
φατρίες που ήρθαν στην
εξουσία μετά το 2003
επωφελούνται από αυτό το
σύστημα μοιράσματος των
λάφυρων [της εξουσίας]
και διστάζουν να το
εγκαταλείψουν, παρόλο
που οδηγούν την πλούσια
σε πετρέλαιο χώρα τους
προς την οικονομική
καταστροφή και
αποτυγχάνουν να παρέχουν
ηλεκτρισμό, καθαρό νερό,
υγειονομική περίθαλψη,
και άλλες βασικές
υπηρεσίες στον ιρακινό
λαό. Το κίνημα του Σαντρ
και οι σύμμαχοί του
κερδίζουν επίσης από το
τρέχον σύστημα, παρά τις
καλύτερες προσπάθειες
του κληρικού να
απεικονίσει τον εαυτό
του ως μεταρρυθμιστή. Η
δύναμή του πηγάζει από
έναν συνδυασμό
θρησκευτικής και
λαϊκιστικής απήχησης και
τους καρπούς της
κρατικής υποστήριξης.
Όπως και άλλα μέλη της
ιρακινής ελίτ, ο Σαντρ
έχει κάνει ελιγμούς για
[να τοποθετήσει] τους
βοηθούς και τους
υποστηρικτές του σε
ανώτερες κυβερνητικές
θέσεις. Μια δραματική
μεταρρύθμιση δεν θα
εξυπηρετούσε τα
συμφέροντά του, γι' αυτό
δεν επιδιώκει να
καταργήσει το σύστημα
κατανομής της εξουσίας
αλλά μάλλον να
τοποθετηθεί στην κορυφή
του ως εκείνος που
ανεβάζει [και κατεβάζει]
βασιλιάδες.
ΚΑΤΩ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΕΞΩ
Στην προσπάθειά του
να εδραιώσει τον έλεγχό
του στο σύστημα μετά τις
περσινές εκλογές, ο
Σαντρ μπορεί να
υπερέβαλε τις δυνάμεις
του. Μετά από μήνες
διαπραγματεύσεων με τα
σουνιτικά και τα
κουρδικά κόμματα, οι
Σαντριστές συγκέντρωσαν
μια κοινοβουλευτική
πλειοψηφία που θα ήταν
σε θέση να εκλέξει
πρόεδρο, ο οποίος με την
σειρά του θα μπορούσε να
έχει προτείνει
πρωθυπουργό για να
σχηματίσει υπουργικό
συμβούλιο. Το
κοινοβούλιο θα έπρεπε
τότε να εγκρίνει το
υπουργικό συμβούλιο πριν
οι υπουργοί αναλάβουν
τις θέσεις τους. Όμως,
τον Φεβρουάριο, το
Ανώτατο Δικαστήριο του
Ιράκ, του οποίου οι
δικαστές διορίστηκαν από
φιλοϊρανικές σιιτικές
φατρίες, αποφάσισε ότι
το νομοθετικό σώμα
πρέπει να συνέλθει με
πλειοψηφία τουλάχιστον
δύο τρίτων για να
εκλέξει πρόεδρο, σε
αντίθεση με την απλή
πλειοψηφία που απαιτείτο
τα προηγούμενα χρόνια.
Σιιτικές φατρίες που
αντιτίθενται στον Σαντρ
μποϊκοτάρισαν την
κοινοβουλευτική
συνεδρίαση, στερώντας
του την ενισχυμένη
πλειοψηφία που
απαιτείται για να
διεξαχθεί ψηφοφορία.
Ο Σαντρ προσπάθησε
να απαλλαγεί από
ορισμένες αντίπαλες
σιιτικές φατρίες
προσφέροντάς τους τον
έλεγχο διαφόρων
Υπουργείων, αλλά
αρνήθηκε να
διαπραγματευτεί με τον
Μαλίκι και δεν κατάφερε
να κερδίσει την
ενισχυμένη πλειοψηφία.
Τον Ιούνιο, ο υποψήφιος
πρωθυπουργός του Sadr,
Jaafar al-Sadr, ξάδερφος
του κληρικού και νυν
πρεσβευτής του Ιράκ στο
Ηνωμένο Βασίλειο,
απέσυρε την υποψηφιότητά
του. Στην συνέχεια, ο
Σαντρ διέταξε τους 73
βουλευτές του να
παραιτηθούν μαζικά από
το κοινοβούλιο,
ελπίζοντας να αναγκάσει
τους αντιπάλους του να
άρουν το μποϊκοτάζ και
να συγκαλέσουν εκ νέου
την βουλή.
Αλλά το παιχνίδι του
Sadr απέτυχε, καθώς οι
Σιίτες αντίπαλοί του
κινήθηκαν γρήγορα για να
καλύψουν τις θέσεις, οι
οποίες βάσει νόμου
πηγαίνουν στον δεύτερο
σε κάθε περιφέρεια όταν
ο νικητής παραιτηθεί. Με
τους αντιπάλους του να
διοικούν μια νέα
κοινοβουλευτική
πλειοψηφία, ο Σαντρ
φοβόταν ότι θα μπορούσε
να αποκλειστεί από μια
κυβέρνηση που θα
μπορούσε να παραμείνει
στην εξουσία για τρία
χρόνια. Τον Ιούλιο,
απάντησε καλώντας τους
οπαδούς του να
παραβιάσουν την Πράσινη
Ζώνη και να αποκλείσουν
το κοινοβούλιο με
καθιστική διαμαρτυρία
για να αποτρέψουν την
ψηφοφορία για νέο
πρόεδρο και υπουργικό
συμβούλιο. Χιλιάδες
Σαντριστές
συγκεντρώθηκαν σε έναν
καταυλισμό από σκηνές,
απαιτώντας την διάλυση
του τρέχοντος
κοινοβουλίου και πρόωρες
εκλογές.
Η πολιορκία του
κοινοβουλίου από τους
Σαντριστές έληξε στις 30
Αυγούστου, αφότου ο
Σαντρ διέταξε τους
υποστηρικτές του να
εγκαταλείψουν τους
δρόμους για να αποφύγουν
περισσότερη βία.
Αντιδρώντας στην
θρησκευτική πρόκληση του
Χαέρι, ο Σαντρ μπορεί να
υπολόγισε λάθος
υποκινώντας βίαιες
διαδηλώσεις χωρίς ένα
σαφές σχέδιο για να
σπάσει το πολιτικό
αδιέξοδο του Ιράκ. Αλλά
ο Σαντρ έχει έναν τρόπο
να ανακάμπτει από τις
πολιτικές
οπισθοδρομήσεις και να
αναδύεται με ακόμη
μεγαλύτερη δύναμη. Παρά
την φήμη του ως θυελλώδη
και εκκεντρικού ηγέτη, ο
Σαντρ έπαιξε ένα
μακροχρόνιο παιχνίδι,
ξεπερνώντας την κατοχή
των ΗΠΑ και ορισμένα
ηλικιωμένα μέλη της
θρησκευτικής ιεραρχίας
της Νατζάφ. Δημιούργησε
ένα τρομερό κοινωνικό
και πολιτικό κίνημα που
μπορεί να προσφέρει
ψήφους και να
εκμεταλλεύεται το
διεφθαρμένο σύστημα
πατρωνίας του Ιράκ. Για
χρόνια, ο Σαντρ έδειξε
μεγαλύτερη πολιτική
ικανότητα από όση του
πίστωσαν οι Ηνωμένες
Πολιτείες και οι
Ιρακινοί αντίπαλοί του –και
τους ξεπερνούσε με
συνέπεια.
Μέχρι στιγμής, ο
Sadr έχει μείνει πίσω
στην εκστρατεία του να
περιορίσει την επιρροή
του Ιράν, να
αποδυναμώσει άλλες
σιιτικές φατρίες στο
Ιράκ, και να ασκήσει
έλεγχο στην συμφωνία
κατανομής της εξουσίας
της χώρας. Το ερώτημα
τώρα είναι αν οι
αντίπαλοι του Σαντρ θα
προσπαθήσουν να τον
αποκλείσουν εντελώς από
την κυβέρνηση –και να
ρισκάρουν να εξαπολύσουν
έναν νέο κύκλο
αιματοχυσίας- ή θα
προσπαθήσουν να
καταλήξουν σε συμβιβασμό
και ως εκ τούτου να
καθυστερήσουν τη μεγάλη
του φιλοδοξία να γίνει ο
πιο ισχυρός Σιίτης
ηγέτης του Ιράκ.
Ο MOHAMAD BAZZI
είναι διευθυντής του
Hagop Kevorkian Center
for Near Eastern Studies
και αναπληρωτής
καθηγητής Δημοσιογραφίας
στο Πανεπιστήμιο της
Νέας Υόρκης. Είναι ο
πρώην επικεφαλής του
Γραφείου Μέσης Ανατολής
για την [εφημερίδα]
Newsday.