|
Αρχικά,
το πρόγραμμα – που
ξεκίνησε το 2013 –
προσέλκυε επενδυτές από
γειτονικές χώρες, όπως η
Τουρκία και η Ρωσία. Η
μεγάλη στροφή ήρθε μετά
την πανδημία, όταν
πολλοί Κινέζοι
αναζητούσαν
εναλλακτικούς τόπους
διαμονής, απογοητευμένοι
από τους αυστηρούς
περιορισμούς του
Πεκίνου.
Η Ελλάδα
αποτέλεσε ιδιαίτερα
ελκυστική επιλογή λόγω
χαμηλότερου κόστους σε
σχέση με άλλες χώρες της
Ε.Ε. Έως τον Αύγουστο
του 2023, η ελάχιστη
επένδυση στην Αθήνα ήταν
μόλις 250.000 ευρώ,
έναντι 500.000 στην
Πορτογαλία, ενώ η
ποιότητα ζωής και η
οικονομική σταθερότητα
θεωρούνταν πλεονεκτήματα
έναντι χωρών όπως η
Μάλτα.
Στο
αποκορύφωμα της
«φρενίτιδας», πολλοί
Κινέζοι αγόραζαν
διαμερίσματα χωρίς να
γνωρίζουν ουσιαστικά την
περιοχή. Όπως αναφέρει η
μεσίτρια Κατερίνα
Πίτσου, συχνά αποφάσιζαν
βιαστικά, με ελάχιστες
πληροφορίες, έχοντας ως
αποκλειστικό στόχο την
εξασφάλιση της βίζας.
«Ένας Γάλλος θα έψαχνε
πιο σχολαστικά στο
σούπερ μάρκετ από ό,τι
ένας Κινέζος για ένα
σπίτι», σχολίασε
χαρακτηριστικά.
Παρά τις
εύλογες ανησυχίες για
τις επιπτώσεις στις
τιμές, η εισροή αυτών
των κεφαλαίων έδωσε
ώθηση σε ανακαινίσεις,
κατασκευές και άλλους
κλάδους, σύμφωνα με την
επιχειρηματία Ελένη
Λαζούρα, η οποία τόνισε
ότι οι Έλληνες δεν θα
μπορούσαν μόνοι τους να
στηρίξουν τόσο δυναμικά
την οικονομία μετά την
κρίση.
Ωστόσο,
η κυβέρνηση προχώρησε σε
αυστηροποίηση των όρων,
ανεβάζοντας από τα τέλη
του 2024 το ελάχιστο
όριο επένδυσης στα
800.000 ευρώ για την
Αθήνα και τα πιο
τουριστικά νησιά, και
στα 400.000 ευρώ για την
υπόλοιπη χώρα. Παρ’ όλα
αυτά, η πλειονότητα των
αιτήσεων είχε ήδη
κατατεθεί πριν την
αλλαγή, με το 80% να
αφορά ακίνητα στην
Αττική.
Οι τιμές
των διαμερισμάτων στην
Αθήνα κατέγραψαν άνοδο
16,1% την τελευταία
διετία, σύμφωνα με την
Τράπεζα της Ελλάδος,
χωρίς να είναι σαφές
πόσο ακριβώς ευθύνεται η
«Χρυσή Βίζα» και
ιδιαίτερα το κινεζικό
ενδιαφέρον για αυτή την
αύξηση.
|