Τα
υποτιμητικά σχόλια που έγιναν εναντίον του
Προφήτη Μωάμεθ, αντί για τις πολιτικές ή τις
ενέργειες που στοχεύουν ειδικά τους Ινδούς
μουσουλμάνους, έχουν εξοργίσει τόσο την ελίτ όσο
και την κοινή γνώμη σε μεγάλο μέρος του
μουσουλμανικού κόσμου και όχι μόνο στη Μέση
Ανατολή.
--------------------------------------------
Από τότε που ο Ινδός
πρωθυπουργός Ναρέντρα
Μόντρι και το
ινδουιστικό εθνικιστικό
κόμμα Bharatiya Janata (BJP)
ήρθαν στην εξουσία, το
2014, η Ινδία έχει δει
μια αξιοσημείωτη άνοδο
της ρητορικής μίσους και
της βίας που
κατευθύνεται εναντίον
της μουσουλμανικής
μειονότητάς της. Δυτικοί
αξιωματούχοι,
συμπεριλαμβανομένων
αυτών των Ηνωμένων
Πολιτειών, προέτρεψαν
τον Μόντι και την
κυβέρνησή του BJP να
επαναβεβαιώσουν τον
δεδηλωμένο πλουραλισμό
της Ινδίας, αλλά έχουν
ασκήσει ελάχιστη πίεση
στο Νέο Δελχί· η Ινδία
παραμένει υπερβολικά
σημαντικός οικονομικός
και γεωπολιτικός εταίρος
στον ευρύτερο
ανταγωνισμό με την Κίνα.
Ο Ινδός πρωθυπουργός
Ναρέντρα Μόντι, στο
Βερολίνο, τον Μάιο του
2022. Lisi Niesner /
Reuters
Τον Ιούνιο, ωστόσο, η
σκοτεινή ατμόσφαιρα της
πλειοψηφίας και της
ανελευθερίας έδωσε στην
Ινδία την εντονότερη
διεθνή επίπληξή της
μέχρι στιγμής. Αυτή δεν
προήλθε από τις
φιλελεύθερες Δυτικές
κυβερνήσεις, αλλά από
μια πληθώρα αραβικών
χωρών. Στα τέλη Μαΐου, ο
Nupur Sharma, εκπρόσωπος
του BJP, έκανε
απαξιωτικά σχόλια για
τον Προφήτη Μωάμεθ σε
μια τηλεοπτική
συνέντευξη. Σύντομα,
ένας άλλος αξιωματούχος
του BJP, ο Naveen Jindal,
ενίσχυσε αυτά τα σχόλια
στο Twitter. Αυτά
εξόργισαν πολλούς Ινδούς
μουσουλμάνους, οδηγώντας
σε διαδηλώσεις, ακόμη
και σε ταραχές. Αλλά
αναστάτωσαν επίσης
κυβερνήσεις στη Μέση
Ανατολή, πολλές από τις
οποίες υπέβαλαν επίσημες
διαμαρτυρίες στο Νέο
Δελχί.
Η τρέχουσα διαμάχη
απειλεί να ανατρέψει
σχεδόν μια δεκαετία
επιδέξιας διπλωματίας
του Μόντι, που είχε
οδηγήσει σε εγκάρδιες
σχέσεις με τα
περισσότερα κράτη της
Μέσης Ανατολής. Ο Μόντι
[1] είναι ο μόνος
πρωθυπουργός που έχει
επισκεφθεί το Ιράν, το
Ισραήλ, το Κατάρ, την
Σαουδική Αραβία και τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
(ΗΑΕ) σε μία θητεία. Υπό
τον Μόντι, η Ινδία
εργάστηκε για να
εξασφαλίσει τις ανάγκες
της σε πετρέλαιο και
φυσικό αέριο από τη Μέση
Ανατολή, οι οποίες είναι
κρίσιμης σημασίας για
την ενεργειακή της
ασφάλεια, και για να
διασφαλίσει την ευημερία
των περίπου εννέα
εκατομμυρίων Ινδών που
κατοικούν στα κράτη του
[Περσικού] Κόλπου. Αυτή
η περισσότερο ενεργή
διπλωματική εμπλοκή έχει
επίσης προωθήσει τους
εμπορικούς και
επενδυτικούς [δεσμούς]
και τους δεσμούς
ασφαλείας με τα κράτη
του Συμβουλίου
Συνεργασίας του Κόλπου
(Gulf Cooperation
Council, GCC). Η
Σαουδική Αραβία και τα
ΗΑΕ, για παράδειγμα,
κατατάσσονται σταθερά
μεταξύ των μεγαλύτερων
εμπορικών εταίρων της
Ινδίας. Αυτοί οι δεσμοί
είναι βέβαιο ότι θα
αναπτυχθούν, μετά το
πρόσφατο σύμφωνο
ελεύθερου εμπορίου που
υπογράφηκε μεταξύ της
Ινδίας και των ΗΑΕ, και
τις συνεχιζόμενες
διαπραγματεύσεις για ένα
ευρύτερο εμπορικό
σύμφωνο με το GCC. Σε
μια ρήξη με τις
προηγούμενες ινδικές
κυβερνήσεις, ο Μόντι
έχει επίσης προωθήσει
την συνεργασία με τα
κράτη του Κόλπου για την
αντιμετώπιση κοινών
ανησυχιών ,όπως η
τρομοκρατία και η
ναυτική ασφάλεια στην
περιοχή του Ινδικού
Ωκεανού. Αυτά τα
συμφέροντα ήταν αμοιβαία
καθώς η Σαουδική Αραβία
και τα ΗΑΕ θεωρούν όλο
και περισσότερο την
Ινδία ως μια σημαντική
αναδυόμενη αγορά για τις
εξαγωγές ενέργειας, τις
ξένες επενδύσεις, τις
ευκαιρίες κοινοπραξιών
και τις διατάξεις
ασφαλείας
Αλλά αυτή η πρωτόγνωρη
συνεργασία έχει τεθεί σε
κίνδυνο λόγω της
απόλυτης ελευθερίας που
έχει δώσει το BJP στην
υποστηριζόμενη από το
κράτος ισλαμοφοβία στο
εσωτερικό. Στο παρελθόν,
μεγάλο μέρος του
ισλαμικού κόσμου είχε
εκφράσει αμφιβολίες για
τις διάφορες δυσμενείς
εξελίξεις που αφορούσαν
τη μουσουλμανική
μειονότητα της Ινδίας.
Κατά καιρούς,
μουσουλμανικές χώρες
είχαν επιπλήξει δημοσίως
την Ινδία, ακόμα κι αν
εκείνη η ρητορική δεν
οδήγησε σε οποιαδήποτε
απτή αλλαγή στην
πολιτική. Αυτό το
επεισόδιο, ωστόσο, έχει
ένα σαφώς διακριτό νόημα.
Καυστικά σχόλια ή
καρικατούρες του Προφήτη
Μωάμεθ προκαλούν έντονες
(και κάποιες φορές
βίαιες) αντιδράσεις σε
πολλές μουσουλμανικές
χώρες. Αυτό το επεισόδιο,
όχι ιδιαίτερα αναπάντεχα,
έχει προκαλέσει τις πιο
σφοδρές αντιδράσεις στα
μουσουλμανικά κράτη σε
όλο τον κόσμο. Το Νέο
Δελχί, σε μια προσπάθεια
διαχείρισης της ζημιάς,
έχει διαβεβαιώσει ότι η
ινδική κυβέρνηση «αποδίδει
τον μέγιστο σεβασμό σε
όλες τις θρησκείες».
Τέτοιες ανώδυνες
διπλωματικές δηλώσεις
ίσως να μην είναι
αρκετές ώστε να
εμποδίσουν την ταραγμένη
εσωτερική πολιτική της
Ινδίας να εκτροχιάσει
την προσπάθειά της να
σφυρηλατήσει στενότερες
σχέσεις με τον Κόλπο και
την ευρύτερη Μέση
Ανατολή.
ΔΕΧΕΤΑΙ ΠΥΡΑ
Οι δηλώσεις του Sharma
οδήγησαν το Ιράν, το
Κουβέιτ και το Κατάρ να
καλέσουν τους πρέσβεις
της Ινδίας και οδήγησαν
την Σαουδική Αραβία, τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα,
το Συμβούλιο Συνεργασίας
του Κόλπου και τον
Οργανισμό Ισλαμικής
Συνεργασίας
(Organization of Islamic
Cooperation, OIC) να
εκδώσουν ανακοινώσεις
καταδίκης. Ταπεινωμένη,
η κυβέρνηση Μόντι
κινητοποιήθηκε. Εντός 24
ωρών, το BJP περιέγραψε
τον Sharma και τον
Jindal ως «περιθωριακά
στοιχεία», αποβάλλοντας
προσωρινά τον Sharma και
εκδιώκοντας τον Jindal
από το κόμμα.
Η γρήγορη και
αποφασιστική αντίδραση
του BJP ήταν εντυπωσιακή
για διάφορους λόγους. Ο
Μόντι και άλλοι ηγέτες
του κόμματος ήταν
απρόθυμοι να
χαλιναγωγήσουν την
ισλαμοφοβική ρητορική
των αξιωματούχων του στο
παρελθόν. Το 2019, ο
υπουργός Εσωτερικών Amit
Shah περιέγραψε τους
μουσουλμάνους του
Μπαγκλαντές ως «τερμίτες».
Το 2020, μέλη του BJP
κατηγόρησαν ψευδώς μια
μουσουλμανική
θρησκευτική ομάδα για
την εξάπλωση της
COVID-19 στην Ινδία.
Μόλις αυτόν τον Ιούνιο,
ένας βουλευτής του BJP
παρομοίασε τις ιστορικές
εισβολές στην Ινδία από
μουσουλμανικές δυνάμεις
με το Ολοκαύτωμα. Αυτά
τα σχόλια δεν προκάλεσαν
επικρίσεις. Το BJP έχει
αντιπαρέλθει, επίσης,
τις επικρίσεις από ξένες
κυβερνήσεις σχετικά με
την πλειοψηφική στροφή
στην Ινδία. Τον Ιούνιο,
ο Ινδός υπουργός
Εξωτερικών Subrahmanyam
Jaishankar απέρριψε τις
ανησυχίες του Αμερικανού
ομολόγου, υπουργού
Εξωτερικών Άντονι
Μπλίνκεν [2], σχετικά με
το επιδεινούμενο
περιβάλλον για τις
θρησκευτικές μειονότητες.
Αλλά αυτή τη φορά οι
επικρίσεις των
μουσουλμανικών κρατών
της Μέσης Ανατολής
πόνεσαν το Νέο Δελχί. Η
Ινδία είχε δει πολλές
στιγμές ανησυχητικής
κοινοτικής βίας πριν
ανέλθει ο Μόντι στην
εξουσία [3], και στο
παρελθόν οι αραβικές
χώρες και άλλα ισλαμικά
κράτη έχουν αποδοκιμάσει
τις πολιτικές της
ινδικής κυβέρνησης και
τα γεγονότα στην Ινδία.
Η διαφορά τώρα, ωστόσο,
είναι ότι διακυβεύονται
πολλά περισσότερα.
ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΑΤΩΜΕΝΗ
ΓΡΑΜΜΗ
Από την ανεξαρτησία της
και μετά, η Ινδία [4]
φρόντιζε πάντα να
διακηρύττει την δέσμευσή
της στην εκκοσμίκευση,
προκειμένου να
καθησυχάσει τους
εταίρους της στη Μέση
Ανατολή σχετικά με την
ευημερία της
μουσουλμανικής
μειονότητάς της. Η Ινδία
είναι επί μακρόν η
πατρίδα πολλών
μουσουλμάνων· ο
μουσουλμανικός πληθυσμός
της, που αριθμεί περίπου
200 εκατομμύρια
ανθρώπους, είναι ο
τρίτος μεγαλύτερος
οποιασδήποτε χώρας του
κόσμου, πίσω από την
Ινδονησία και το
Πακιστάν. Τις δεκαετίες
του 1960 και του 1970, η
προσέγγιση της Ινδίας
προς τις μουσουλμανικές
χώρες ήταν σχεδιασμένη
κυρίως για να
αντιμετωπίσει την
πακιστανική ρητορική
σχετικά με τη
μεταχείριση των Ινδών
μουσουλμάνων, ιδιαιτέρως
στο πλαίσιο των ταραχών
μεταξύ των ινδουιστών
και των μουσουλμάνων στο
[κρατίδιο] Gujarat το
1969. Κατά την διάρκεια
αυτής της περιόδου, η
ινδική κυβέρνηση ήταν
ανήσυχη για την ασφάλεια
βασικών στρατηγικών
θαλάσσιων σημείων
συμφόρησης
(chokepoints), όπως το
Στενό του Ορμούζ, στον
Περσικό Κόλπο, και η
Διώρυγα του Σουέζ, στην
Αίγυπτο, και για την
τακτική πρόσβαση στο
πετρέλαιο για την
υποστήριξη του
αναπτυσσόμενου
βιομηχανικού τομέα της.
Προσάρμοσε ανάλογα την
πολιτική της για τη Μέση
Ανατολή για να
διατηρήσει και να
προστατεύσει αυτά τα
εμπορικά και ενεργειακά
συμφέροντα. Ήταν σε αυτό
το πλαίσιο που η Ινδία
έστειλε αρχικά μια
αντιπροσωπεία στην πρώτη
συνάντηση του Οργανισμού
της Ισλαμικής Διάσκεψης
(Organization of the
Islamic Conference), του
προκατόχου του OIC, στο
Ραμπάτ το 1969. Λόγω της
πακιστανικής αντίθεσης,
ωστόσο, η ινδική
αντιπροσωπεία
υποχρεώθηκε να
εγκαταλείψει την
διάσκεψη και η Ινδία δεν
έγινε ποτέ επίσημα μέλος
του οργανισμού.
Τα τέλη της δεκαετίας
του 1980 και οι αρχές
της δεκαετίας του 1990
ήταν μια περίοδος
αυξανόμενης διαμάχης
μεταξύ των ινδουιστών
και των μουσουλμάνων της
Ινδίας, με τις ταραχές
στην [πόλη] Meerut το
1986, την εξέγερση στο
Κασμίρ το 1989 και
τελικά την κατεδάφιση
από έναν ινδουιστικό
όχλο του ηλικίας αιώνων
τζαμιού Babri Masjid
στην [πόλη] Ayodhya. το
1992. Τα κράτη της Μέσης
Ανατολής άρχισαν να
εκφράζουν όλο και
περισσότερες ανησυχίες
για το καθεστώς των
Ινδών μουσουλμάνων. Η
καταδίκη της
συμπεριφοράς της Ινδίας
στο Κασμίρ εντάθηκε στις
αρχές της δεκαετίας του
1990 και ξεπέρασε τις
συνήθεις κατηγορίες για
παραβίαση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Η
καταστροφή του Babri
Masjid πυροδότησε
κοινοτικές ταραχές σε
όλη την χώρα και
ανησύχησε πολλές
κυβερνήσεις των
μουσουλμανικών χωρών. Η
συνεδρίαση του OIC στο
Καράτσι το 1993 εξέδωσε
ψήφισμα με το οποίο
εξίσωνε τις ινδικές
παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων
στο Κασμίρ με τις
θηριωδίες στην Βοσνία,
στα παλαιστινιακά εδάφη
και στη Νότιο Αφρική. Το
ψήφισμα ζητούσε επίσης
από όλα τα κράτη - μέλη
να πιέσουν την Ινδία να
επιτρέψει στους
κατοίκους του Κασμίρ να
ασκούν το δικαίωμά τους
στην αυτοδιάθεση. Ο OIC
αποφάσισε να χορηγήσει
καθεστώς παρατηρητή στην
Διάσκεψη της Hurriyat
για όλα τα Μέρη (All
Parties Hurriyat
Conference), μια
συμμαχία διαφόρων
πολιτικών, κοινωνικών
και θρησκευτικών
οργανώσεων του Κασμίρ
που ήταν δεσμευμένες
στην αυτοδιάθεση. Η
καταδίκη στον OIC και η
αντιληπτή εχθρότητα των
αραβικών κρατών
ενθάρρυναν επίσης την
Ινδία να επαναξιολογήσει
τις σχέσεις της με το
Ισραήλ, με το οποίο
δημιούργησε
διπλωματικούς δεσμούς το
1992. Η εξομάλυνση των
σχέσεων με το Ισραήλ
βοήθησε το Νέο Δελχί να
αναπτύξει οικονομικούς
και αμυντικούς δεσμούς
με το Τελ Αβίβ. Στο
διάστημα των τελευταίων
δύο δεκαετιών, το Ισραήλ
έχει αναδυθεί ως ένας
από τους βασικούς
προμηθευτές όπλων της
Ινδίας.
Το 2002, αιματηρές
ταραχές στο Gujarat [5]
σκότωσαν περισσότερους
από 700 μουσουλμάνους,
όταν ο Μόντι ήταν
πρωθυπουργός του
κρατιδίου. Η Ινδία
τέθηκε υπό στενή
παρακολούθηση από κράτη
της Μέσης Ανατολής και ο
Μόντι υπέμεινε πολλές
επικρίσεις. Εκείνη την
εποχή, ωστόσο, ο Μόντι
δεν ήταν ακόμη μια
σημαντική προσωπικότητα
στην διεθνή αρένα. Παρά
την αιματοχυσία, οι
πρέσβεις των κρατών του
Κόλπου στο Νέο Δελχί
εκείνη την περίοδο δεν
απαίτησαν ενημέρωση από
το Υπουργείο Εξωτερικών
Υποθέσεων για τις
ταραχές. Μέχρι το 2002,
η οικονομική ανάπτυξη
της Ινδίας, η αυξανόμενη
διεθνής επιρροή της και
το νέο καθεστώς της ως
κράτος με πυρηνικά όπλα
την είχαν καταστήσει
σημαντικό προορισμό για
εξαγωγές και τόπο για
επενδύσεις για τα
περισσότερα κράτη της
Μέσης Ανατολής, τα οποία
δεν ήταν πλέον τόσο
δυναμικά στην καταδίκη
της μεταχείρισης των
Ινδών μουσουλμάνων.
ΦΛΕΡΤΑΡΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΕΣΗ
ΑΝΑΤΟΛΗ
Αφότου έγινε
πρωθυπουργός το 2014
[6], ο Μόντι προσπάθησε
να ενισχύσει τους
δεσμούς της Ινδίας με
τον Κόλπο και τη Μέση
Ανατολή σε πολλαπλές
σφαίρες, μια διαδικασία
που είχε ξεκινήσει υπό
τον προκάτοχό του,
Manmohan Singh. Αυτή η
προσέγγιση στις [χώρες]
του Κόλπου και σε άλλες
αραβικές χώρες πήγαζε
από μια σειρά παραγόντων:
τη μακροχρόνια παρουσία
σχεδόν εννέα
εκατομμυρίων Ινδών
εργαζομένων σε κράτη του
Κόλπου, οι οποίοι το
2019 συνεισέφεραν
περίπου 40
δισεκατομμύρια δολάρια
σε εμβάσματα στην ινδική
οικονομία —που
αντιστοιχούν στο περίπου
65% των ετήσιων
εμβασμάτων της Ινδίας, ή
περίπου στο 3% του ΑΕΠ
της Ινδίας — και την
ανάγκη να διασφαλιστεί
μια ασφαλής ροή
εμπορευμάτων, εισαγωγών
αργού πετρελαίου και
επενδύσεων από τον Κόλπο.
Το ένα τρίτο των
εισαγωγών πετρελαίου της
Ινδίας προέρχεται από το
GCC, και το Κατάρ είναι
επίσης ο κορυφαίος
προμηθευτής φυσικού
αερίου της Ινδίας. Πέρα
από τις ενεργειακές
απαιτήσεις της Ινδίας,
το διμερές εμπόριο με το
GCC εκτιμάτο σε 154
δισεκατομμύρια δολάρια
το 2021-2022,
αντιπροσωπεύοντας το
10,4% των συνολικών
εξαγωγών της Ινδίας και
το 18% των συνολικών
εισαγωγών της Ινδίας. Ο
Μόντι έχει επιδιώξει
επίσης να συνεργαστεί με
χώρες του Κόλπου για την
καταστολή των ινδικών
ομάδων του οργανωμένου
εγκλήματος, καθώς και
των ινδικών και
πακιστανικών
τρομοκρατικών οργανώσεων
που βρήκαν ασφαλή
καταφύγια στον Κόλπο. Οι
διαπραγματεύσεις που
διεξήχθησαν κατά την
διάρκεια των πολυάριθμων
επισκέψεων του Μόντι στο
Άμπου Ντάμπι και στο
Ριάντ έχουν οδηγήσει
κυρίως σε βασικές
συμφωνίες για την
διασφάλιση της έκδοσης
Πακιστανών και Ινδών
τρομοκρατών, καθώς και
για τον περιορισμό των
δραστηριοτήτων
ξεπλύματος βρώμικου
χρήματος από αυτές τις
ίδιες ομάδες στην
Σαουδική Αραβία και στα
ΗΑΕ.
Οι επίμονες διπλωματικές
[7] προσπάθειες του
Μόντι να εμπλακεί με τα
κράτη του Κόλπου
αποτελούσαν επίσης μέρος
μιας προσπάθειας να
επιδιορθώσει την
κουρελιασμένη φήμη του
μετά το πογκρόμ του
Gujarat το 2002. Μεταξύ
του 2015 και του 2019,
σε μια προσπάθεια να
βελτιώσει την εικόνα του,
ξεκίνησε μια σειρά
διπλωματικών επισκέψεων
υψηλού επιπέδου στο
Μπαχρέιν, στο Ιράν, στην
Ιορδανία, στο Ομάν, στα
παλαιστινιακά εδάφη, στο
Κατάρ και στην Σαουδική
Αραβία. Κατέφυγε επίσης
σε ορισμένες συμβολικές
χειρονομίες, όπως μια
επίσκεψη στο τζαμί του
Σεΐχη Ζαγιέντ (Sheikh
Zayed Mosque), κατά την
διάρκεια του ταξιδιού
του στο Άμπου Ντάμπι το
2015, μια επίσκεψη που
εκλήφθηκε τόσο ως φόρος
τιμής στον Σεΐχη Ζαγιέντ,
τον ιδρυτή των ΗΑΕ, όσο
και ως χειρονομία
συμφιλίωσης προς τη
μουσουλμανική μειονότητα
στην πατρίδα. Κατά
ειρωνικό τρόπο, στις
αρχές Ιουνίου, όταν
ξέσπασε η τρέχουσα
αντιπαράθεση, ο Ινδός
αντιπρόεδρος M. Venkaiah
Naidu βρισκόταν σε
παρόμοια επίσκεψη στο
Κατάρ, με σκοπό να
λειάνει την εικόνα της
Ινδίας στον Κόλπο.
Από την πλευρά τους, οι
ηγέτες του Κόλπου ήταν
πρόθυμοι να αγκαλιάσουν
τον Μόντι, ανεξάρτητα
από τον ρόλο του στην
βία του 2002 στο
Gujarat. Τις τελευταίες
δύο δεκαετίες, η
Σαουδική Αραβία [8] και
τα ΗΑΕ [9] είχαν αρχίσει
να ενδυναμώνουν τις
σχέσεις τους με την
Ινδία, φοβούμενες τις
κάπως αποδεσμευμένες
Ηνωμένες Πολιτείες και
το αναξιόπιστο Πακιστάν.
Η επίσκεψη του
Σαουδάραβα βασιλιά
Abdullah bin Abdulaziz
al-Saud το 2006 στο Νέο
Δελχί, ήταν μια στιγμή -
ορόσημο και τοποθέτησε
αθόρυβα ένα ισχυρό
θεμέλιο για την ενίσχυση
των δεσμών. Την
τελευταία δεκαετία, η
Σαουδική Αραβία και τα
ΗΑΕ έχουν επενδύσει σε
εθνικά έργα υποδομών της
Ινδίας, αυξάνοντας το μη
πετρελαϊκό εμπόριο με
την Ινδία και
επεκτείνοντας τις
κρίσιμες εισαγωγές από
την Ινδία, οι οποίες
εκτείνονται από τα
εμβόλια έως το σιτάρι.
Οι περιφερειακοί ηγέτες,
συμπεριλαμβανομένου του
πρίγκιπα - διαδόχου της
Σαουδικής Αραβίας
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και
του προέδρου των ΗΑΕ,
Mohammed bin Zayed al-Nahyan,
είδαν τις σχέσεις τους
με την Ινδία ως
ουσιαστικά συναλλακτικές·
ελάχιστα ενδιαφέρονταν
για τις στροφές της
εσωτερικής ινδικής
πολιτικής. Επιπλέον, η
προσέγγιση μεταξύ του
Ισραήλ και των κρατών
του Κόλπου υπό την
αιγίδα των Συμφωνιών του
Αβραάμ (Abraham Accords)
[10] διευκόλυνε
περαιτέρω την εμπλοκή
της κυβέρνησης Μόντι με
διάφορους περιφερειακούς
δρώντες. Επί δεκαετίες,
η Ινδία είχε ισορροπήσει
προσεκτικά τους δεσμούς
της με το Ισραήλ και τα
αραβικά κράτη της
περιοχής. Οι Συμφωνίες
του Αβραάμ επέτρεψαν
στην κυβέρνηση Μόντι να
προωθήσει ανοιχτά την
ισχυρότερη πολύπλευρη
οικονομική [δέσμευση]
και την δέσμευση
ασφαλείας με το Ισραήλ
και τις χώρες του Κόλπου
ταυτόχρονα. Τον επόμενο
μήνα, η Ινδία θα
συμμετάσχει επίσης σε
μια εικονική σύνοδο
κορυφής, γνωστή ως I2U2,
η οποία θα περιλαμβάνει
το Ισραήλ, τα ΗΑΕ και
τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Από αδίστακτο
πραγματισμό, οι ηγέτες
του Κόλπου επέλεξαν να
παραμείνουν ως επί το
πλείστον σιωπηλοί, καθώς
η κυβέρνηση Μόντι
προωθούσε μέτρα που
καταπατούσαν τα
δικαιώματα της
μουσουλμανικής
μειονότητας,
συμπεριλαμβανομένης μιας
σειράς αμφιλεγόμενων
νόμων που για πρώτη φορά
ορίζουν την ινδική
υπηκοότητα με βάση την
θρησκεία, απειλώντας να
αφαιρέσουν από πολλούς
Ινδούς μουσουλμάνους την
υπηκοότητα τους. Αλλά η
ανάπτυξη της
ισλαμοφοβίας στην Ινδία
υπό το BJP έχει αρχίσει
να ανησυχεί τα κράτη του
Κόλπου όλο και
περισσότερο. Αυτό είναι
προφανές από τις
επίσημες δηλώσεις της
Σαουδικής Αραβίας, των
ΗΑΕ και του OIC που
καταδικάζουν τα σχόλια,
και από την κλήση από
άλλα κράτη των Ινδών
πρέσβεων. Αντιμέτωπο με
αυτόν τον εντεινόμενο
χορό αποδοκιμασιών, το
Υπουργείο Εξωτερικών
Υποθέσεων της Ινδίας
επιδίωξε να δώσει έμφαση
στα κοσμικά
διαπιστευτήρια της
Ινδίας. Αυτή την φορά,
ωστόσο, τα υποτιμητικά
σχόλια που έγιναν
εναντίον του Προφήτη
Μωάμεθ, αντί για τις
πολιτικές ή τις
ενέργειες που στοχεύουν
ειδικά τους Ινδούς
μουσουλμάνους, έχουν
εξοργίσει τόσο την ελίτ
όσο και την κοινή γνώμη
σε μεγάλο μέρος του
μουσουλμανικού κόσμου
και όχι μόνο στη Μέση
Ανατολή. Ο μεγάλος
μουφτής του Ομάν, για
παράδειγμα, χαρακτήρισε
ως μορφή «πολέμου» την «άσεμνη
αγένεια» του BJP προς το
Ισλάμ και κάλεσε σε
μποϊκοτάζ των ινδικών
αγαθών. Αυτή η έκκληση
έχει απηχήσει μέσω των
hashtag των μέσων
κοινωνικής δικτύωσης σε
όλο το GCC και έχει
ασκήσει πίεση στις
κυβερνήσεις του GCC να
σχολιάσουν επίσημα τα
εμπρηστικά σχόλια για
τον Προφήτη.
Η κυβέρνηση Μόντι ίσως
ελπίζει ότι μπορεί να
μονώσει τις διμερείς
στρατηγικές συνεργασίες
της με τα κράτη του
Κόλπου από τα εσωτερικά
πολιτικά ζητήματα, αλλά
αυτή η προσέγγιση ίσως
να μην είναι βιώσιμη με
την πάροδο του χρόνου.
Σε αντίθεση με
προηγούμενες στιγμές
διαμάχης, όταν η Ινδία
ήταν λιγότερο αφοσιωμένη
στη Μέση Ανατολή [11],
σήμερα έχει εκτεταμένους
δεσμούς με την περιοχή.
Οι αυξανόμενοι
κοινωνικοοικονομικοί
δεσμοί μέσω της
μετανάστευσης και του
εμπορίου, καθώς και ο
ρυθμός της πληροφόρησης
(και της
παραπληροφόρησης) που
μοιράζεται μέσω των
μέσων κοινωνικής
δικτύωσης, έχουν
καταστήσει πιο δύσκολο
για το BJP και τις
πολιτικές ελίτ του
Κόλπου να ελέγξουν τις
δημόσιες απόψεις για
αυτά τα τεταμένα
ζητήματα. Αυτά τα
τελευταία σχόλια
προήλθαν από στελέχη του
κόμματος και όχι από
πολίτες, και ως εκ
τούτου έχουν καταστήσει
τον Μόντι και το BJP
άμεσα υπόλογους για την
αξιοσημείωτη αύξηση της
ισλαμοφοβίας στην Ινδία.
Το πιο σημαντικό είναι
ότι, στον απόηχο της
ρωσικής εισβολής στην
Ουκρανία [12], η Ινδία
βρίσκεται στην δίνη μιας
κρίσης πόρων, καθώς
παλεύει με τις
αυξανόμενες τιμές των
τροφίμων, τον αυξανόμενο
λογαριασμό των εισαγωγών
πετρελαίου και την
έλλειψη συναλλάγματος. Η
ευημερία των πολλών
μελών της ινδικής
διασποράς στον Κόλπο
βρίσκεται υπό
αμφισβήτηση, καθώς
ομογενείς έχουν εκφράσει
ανησυχίες για πιθανή
εχθρότητα και μποϊκοτάζ,
λόγω των υποτιμητικών
σχολίων. Η Ινδία είναι
επίσης επιφυλακτική για
την αυξανόμενη κινεζική
επιρροή σε αυτό το τμήμα
της Μέσης Ανατολής,
καθώς η Κίνα έχει
επενδύσει σε πολυάριθμα
τοπικά έργα υποδομών. Η
επιμονή της κυβέρνησης
Μόντι ότι είναι
προσηλωμένη στην
εκκοσμίκευση είναι
απίθανο να κατευνάσει τα
προσβεβλημένα αισθήματα
πολλών σε όλο τον
μουσουλμανικό κόσμο
γενικότερα, και τους
μουσουλμάνους στη Μέση
Ανατολή ειδικότερα. Η
επιδέξια διπλωματία του
Μόντι στη Μέση Ανατολή,
η οποία είχε εστιάσει
στην επιδίωξη κοινών
οικονομικών [συμφερόντων]
και συμφερόντων
ασφαλείας, και
προσπαθούσε να
υποβαθμίσει τα γεγονότα
στο εσωτερικό, ίσως
πλέον να έχει κάνει τον
κύκλο της.
Ο SUMIT GANGULY είναι
διακεκριμένος καθηγητής
πολιτικών επιστημών και
κατέχει την έδρα
Rabindranath Tagore για
τις ινδικές κουλτούρες
και τους πολιτισμούς στο
Indiana University, στο
Bloomington.
O NICOLAS BLAREL είναι
επίκουρος καθηγητής
διεθνών σχέσεων στο
Institute of Political
ScienceτουLeiden
University.