|
Αγορά
από «καλάθια» και
υπαίθρια σημεία
Τα πλέον
ανησυχητικά σημάδια
προέρχονται από το
γεγονός ότι πάνω από
τους μισούς επιμέρους
κλάδους του λιανεμπορίου
(27 στους 43, σύμφωνα με
την ΕΛΣΤΑΤ) εμφάνισαν
ετήσια μείωση τζίρου,
που έφτασε σε κάποιες
περιπτώσεις έως και
-14,6%. Σε τριμηνιαία
βάση, σχεδόν όλες οι
κατηγορίες καταστημάτων
είδαν τις πωλήσεις τους
να υποχωρούν, με
μειώσεις που έφτασαν
ακόμη και το -55%.
Από τις
λίγες εξαιρέσεις, οι δύο
κλάδοι που κατέγραψαν τη
μεγαλύτερη θετική
μεταβολή ήταν τα
καταστήματα
μεταχειρισμένων ειδών
(+30,7%) και οι
υπαίθριες αγορές με
προϊόντα ένδυσης,
υπόδησης και υφασμάτων.
Η στροφή
αυτή υποδεικνύει ότι οι
καταναλωτές,
αντιμετωπίζοντας έντονη
οικονομική πίεση,
επιλέγουν πιο
οικονομικές λύσεις για
δαπάνες μη πρώτης
ανάγκης – όπως ρούχα,
παπούτσια και είδη
σπιτιού – προτιμώντας
κυριολεκτικά τις αγορές
από τα καλάθια
προσφορών.
Τα
καταστήματα
μεταχειρισμένων
ενδυμάτων, πολλά εκ των
οποίων διαθέτουν
φθαρμένα ή πολυφορεμένα
είδη, κερδίζουν σταδιακά
έδαφος έναντι των μικρών
συνοικιακών
καταστημάτων. Το ίδιο
ισχύει και για τους
πάγκους στις λαϊκές
αγορές και στα
πανηγύρια, που
προσφέρουν –κυρίως– είδη
κινεζικής προέλευσης,
χαμηλής ποιότητας, σε
τιμές που εκτοπίζουν τα
παραδοσιακά εμπορικά
καταστήματα.
Υποχώρηση στο
λιανεμπόριο υποδημάτων
Παρά την
περίοδο των χειμερινών
εκπτώσεων, τα
περισσότερα
εξειδικευμένα
καταστήματα δεν
κατάφεραν να
κεφαλαιοποιήσουν
εμπορικά την ευκαιρία.
Χαρακτηριστική περίπτωση
είναι αυτή των
καταστημάτων υποδημάτων,
τα οποία εμφάνισαν
ετήσια πτώση τζίρου κατά
-7,2%.
Ο
ανταγωνισμός είναι
ιδιαίτερα έντονος στον
κλάδο των παπουτσιών,
και εν μέρει οφείλεται
σε διαδικτυακές
πλατφόρμες με έδρα το
εξωτερικό, οι οποίες
έχουν αποκτήσει
σημαντικό μερίδιο
αγοράς, αποδυναμώνοντας
περαιτέρω τα φυσικά
καταστήματα στην Ελλάδα.
Οι
μικρομεσαίοι πιέζονται
Ιδιαίτερη ανησυχία
προκαλεί η εικόνα στον
χώρο των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων του
λιανεμπορίου – που
θεωρούνται η
«ραχοκοκαλιά» της
ελληνικής οικονομίας.
Συνολικά, ο κύκλος
εργασιών τους κατά το
πρώτο τρίμηνο του 2025
ανήλθε στα 9,23 δισ.
ευρώ, σημειώνοντας
μείωση 2,1% σε σχέση με
την αντίστοιχη περίοδο
του 2024 (9,43 δισ.
ευρώ).
Εξαιρώντας τους κλάδους
τροφίμων, οχημάτων και
καυσίμων, ο τζίρος των
υπόλοιπων μικρομεσαίων
εμπορικών επιχειρήσεων
ανήλθε στα 4,23 δισ.
ευρώ, μειωμένος κατά
1,1% σε ετήσια βάση.
Η πίτα
μοιράζεται αλλιώς:
κερδισμένοι τα σούπερ
μάρκετ
Η τάση
αυτή αντικατοπτρίζει μια
σαφή αναδιανομή μεριδίου
αγοράς υπέρ των μεγάλων
επιχειρήσεων. Τα σούπερ
μάρκετ αναδείχθηκαν
στους κερδισμένους του
τριμήνου, με αύξηση
τζίρου κατά 3,9%,
φτάνοντας συνολικά τα
4,37 δισ. ευρώ.
Η
συμπεριφορά των
καταναλωτών δείχνει ότι
προτάσσουν τις αγορές
βασικών αγαθών,
περικόπτοντας
δευτερεύουσες δαπάνες,
αλλά και επισκέψεις σε
εξειδικευμένα
καταστήματα όπως ο
φούρναρης, ο μανάβης ή ο
χασάπης της γειτονιάς.
Οι
εξειδικευμένοι κλάδοι
τροφίμων σημείωσαν πτώση
πωλήσεων, παρά τις
αυξήσεις τιμών: τα
οπωροπωλεία -5,9%, τα
κρεοπωλεία -3,5%, τα
αρτοποιεία -2,7%. Η
μείωση στον τζίρο, σε
περιβάλλον ανόδου τιμών,
υποδηλώνει έντονη
συρρίκνωση στον όγκο των
πωλήσεων.
Ποιες
κατηγορίες προϊόντων
«κόπηκαν» πρώτες
Μεγάλες
μειώσεις καταγράφηκαν
και σε άλλες κατηγορίες
καταστημάτων, όπως αυτά
που εμπορεύονται κινητά
και ηλεκτρονικά είδη
(-14,6%), χαλιά (-4,8%),
λευκά είδη (-3,7%) και
παπούτσια (-7,2%). Στα
καταστήματα ρούχων, ο
τζίρος παρέμεινε σχεδόν
αμετάβλητος (+0,4%),
γεγονός που επίσης
συνιστά στασιμότητα,
δεδομένων των αυξήσεων
στις τιμές.
«Αθέμιτος ανταγωνισμός»
από τα θριφτάδικα;
Η έκρηξη
καταστημάτων που
εμπορεύονται
μεταχειρισμένα είδη έχει
εγείρει έντονο
προβληματισμό στους
επαγγελματίες της
αγοράς, ειδικά στον χώρο
της ένδυσης. Πριν λίγες
ημέρες, ο Εμπορικός
Σύλλογος Αθηνών απηύθυνε
επίσημο αίτημα προς τη
ΔΙΜΕΑ να παρέμβει,
προκειμένου να ελεγχθούν
πρακτικές που θεωρούνται
αθέμιτες.
Καθώς η
ΔΙΜΕΑ πρόκειται να
ενσωματωθεί σε νέο
φορέα, είναι σαφές ότι
το νέο σχήμα θα κληθεί
να αναλάβει και το
ζήτημα εποπτείας της
αγοράς μεταχειρισμένων
ειδών.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι τα
καταστήματα με
μεταχειρισμένα ρούχα
–γνωστά και ως
«θριφτάδικα» από τη
γενιά Ζ– έχουν αρχίσει
να προσελκύουν νεανικό
κοινό, που απορρίπτει τη
μαζική «γρήγορη μόδα»
και αναζητεί οικονομικές
αλλά και πιο προσωπικές
στιλιστικές επιλογές.
|