Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για
τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των γεωργικών
αγορών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η γεωργική
παραγωγή της ΕΕ εξακολουθεί να επηρεάζεται από
τις επιπτώσεις του ρωσικού πολέμου στην Ουκρανία,
την αύξηση των τιμών της ενέργειας, την αύξηση
του κόστους των εισροών και τον πληθωρισμό στα
τρόφιμα.
Εκτός από τη γεωπολιτική
αστάθεια, στην ΕΕ
καταγράφηκε φέτος ένα
από τα θερμότερα
καλοκαίρια στην Ιστορία,
το οποίο επηρέασε
σημαντικά τις θερινές
καλλιέργειες, όπως ο
αραβόσιτος, οι σπόροι
σόγιας και ο ηλίανθος.
Οι μετεωρολογικές
συνθήκες ήταν δύσκολες
και για τους
κτηνοτρόφους και τα ζώα
που υπέφεραν από τη
ζέστη και την έλλειψη
ζωοτροφών.
Όπως γράφει η Ημερησία,
σημειώνεται πάντως πως,
παρά τις προφανείς
δύσκολες συνθήκες, ο
γεωργικός τομέας της ΕΕ
παραμένει σταθερός, ενώ
τονίζεται ότι η
διαθεσιμότητα τροφίμων στην
ΕΕ δεν διατρέχει
κίνδυνο.
Σε
ιστορικά υψηλά κόστος
και πληθωρισμός
Σημειώνεται ακόμη πως,
παρότι οι τιμές των
βασικών εμπορευμάτων
μειώθηκαν το καλοκαίρι,
το κόστος παραγωγής και
οι τιμές καταναλωτή
παραμένουν ιστορικά
υψηλές. Αυτό οφείλεται
στις υψηλές τιμές της
εφοδιαστικής αλυσίδας,
όπως η ηλεκτρική
ενέργεια, η μεταποίηση,
η συσκευασία, η μεταφορά,
η ψύξη και η θέρμανση.
Το αυξημένο κόστος ζωής
μπορεί να μειώσει τη
ζήτηση των καταναλωτών
για υπηρεσίες εστίασης (π.χ.
εστιατόρια ή εστίαση)
και να οδηγήσει σε
περισσότερες λιανικές
αγορές ιδιωτικών
ετικετών.
Λιπάσματα
Η διαθεσιμότητα
λιπασμάτων για την
επερχόμενη περίοδο
αποτελεί άλλη μια
ανησυχία για τον
γεωργικό τομέα. Καθώς οι
βιομηχανίες λιπασμάτων
χρειάζονται φυσικό αέριο
για να παράγουν αμμωνία
και άλλα προϊόντα αζώτου,
μειώνουν ή σταματούν την
παραγωγή όταν οι τιμές
του φυσικού αερίου είναι
πολύ υψηλές. Η
μείωση της παραγωγής και
της χρήσης λιπασμάτων θα
μπορούσε να επηρεάσει τη
φυτική παραγωγή το 2023,
αλλά και να επηρεάσει
τους τομείς των ποτών
και του κρέατος που
χρησιμοποιούν
υποπροϊόντα της
διαδικασίας παραγωγής
λιπασμάτων.
Σιτηρά
Εξετάζοντας επιμέρους
τις προοπτικές των
γεωργικών προϊόντων
σημειώνεται ότι η
συνολική παραγωγή
σιτηρών της ΕΕ προβλέπεται
ότι θα ανέλθει σε 270,9
εκατ. τόνους, μειωμένη κατά
7,8% σε σχέση με το 2021.
Η μεγαλύτερη μείωση
αφορά τον αραβόσιτο, η
παραγωγή του οποίου
αναμένεται να ανέλθει σε
55,5 εκατομμύρια τόνους, μειωμένη κατά
23,7% σε ετήσια βάση,
κυρίως λόγω της θερινής
ξηρασίας.
Η παραγωγή μαλακού σίτου
αναμένεται να μειωθεί
κατά 2,4% με
προβλεπόμενη παραγωγή
127 εκατ. τόνων
Η κακή συγκομιδή, σε
συνδυασμό με τις υψηλές
τιμές των σιτηρών και
την αναμενόμενη μείωση
της παραγωγής κρέατος,
αναμένεται να μειώσει τη
χρήση σιτηρών για
ζωοτροφές κατά 2,3 % σε
ετήσια βάση.
Οι εξαγωγές σιτηρών της
ΕΕ αναμένεται να
ανέλθουν σε 51 εκατ.
τόνους, αυξημένες κατά
6,5% σε σχέση με πέρυσι και
κατά 20,9 % πάνω από τον
μέσο όρο της πενταετίας.
Ειδικότερα, οι εξαγωγές
μαλακού σίτου της ΕΕ
αναμένεται να ανέλθουν
σε 36 εκατ. τόνους,
σημειώνοντας αύξηση 23%
σε ετήσια βάση.