|
Η
Γερμανία έχει το
υψηλότερο κόστος
ηλεκτρικού ρεύματος στον
ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ
το Ηνωμένο Βασίλειο
καταγράφει τις
μεγαλύτερες τιμές
βιομηχανικού ρεύματος
μεταξύ 28 μεγάλων
οικονομιών που
αξιολόγησε η Διεθνής
Υπηρεσία Ενέργειας. Η
Ιταλία ακολουθεί σε
απόσταση. Συνολικά, το
ενεργειακό κόστος για τη
βαριά βιομηχανία στην ΕΕ
είναι περίπου διπλάσιο
σε σχέση με τις ΗΠΑ και
κατά 50% υψηλότερο από
ό,τι στην Κίνα.
Παράλληλα, η αύξηση του
ποσοστού των ΑΠΕ στο
ενεργειακό μίγμα έχει
καταστήσει τις τιμές πιο
ευμετάβλητες.
Η
κατάσταση αυτή πλήττει
τη βιομηχανική παραγωγή
και μειώνει την
ικανότητα της Ευρώπης να
προσελκύσει επενδύσεις
σε τεχνολογίες αιχμής,
όπως η τεχνητή
νοημοσύνη, που απαιτούν
μεγάλες ποσότητες φθηνής
ηλεκτρικής ενέργειας.
Ταυτόχρονα, το κύμα
ακρίβειας ενισχύει τη
στήριξη προς
αντισυστημικά πολιτικά
κόμματα, τα οποία
παρουσιάζουν την πράσινη
μετάβαση ως πρωτοβουλία
της ευρωπαϊκής ελίτ που
τελικά επιβαρύνει
εργαζομένους,
καταναλωτές και
οικονομίες.
Ενεργειακοί αναλυτές
επισημαίνουν ότι έχει
στρατηγική λογική για
μια ήπειρο χωρίς τα
μεγάλα αποθέματα
πετρελαίου και φυσικού
αερίου των ΗΠΑ ή άλλων
περιοχών να
διαφοροποιήσει τις πηγές
ενέργειάς της. Σε χώρες
όπως η Ισπανία, η οποία
διαθέτει υψηλή
ηλιοφάνεια, η μετάβαση
φαίνεται πολλά
υποσχόμενη. Στη Γαλλία,
η πυρηνική ενέργεια
συμβάλλει στο να
διατηρείται χαμηλό το
ενεργειακό κόστος.
Ωστόσο,
σε μεγάλο τμήμα της
Ευρώπης, ο κίνδυνος η
ενεργειακή μετάβαση να
πλήξει την οικονομία
είναι πλέον ορατός.
Η
βιομηχανική παραγωγή
υποχωρεί, με τη
βρετανική χημική
εταιρεία
Ineos
να ανακοινώνει τον
Οκτώβριο το κλείσιμο δύο
εργοστασίων στη Δυτική
Γερμανία λόγω υψηλού
ενεργειακού κόστους. Προ
ημερών, η
ExxonMobil
γνωστοποίησε ότι θα
κλείσει το εργοστάσιο
χημικών της στη Σκωτία,
ενώ προειδοποίησε ότι
ενδέχεται να αποσυρθεί
εξ ολοκλήρου από τον
ευρωπαϊκό κλάδο χημικών,
καθώς οι πράσινες
πολιτικές τον καθιστούν
μη ανταγωνιστικό. Η
ζήτηση ηλεκτρικής
ενέργειας στην Ευρώπη
έχει μειωθεί τα
τελευταία 15 χρόνια,
μεταξύ άλλων εξαιτίας
του υψηλού κόστους.
Βεβαίως,
οι υψηλές τιμές
ενέργειας δεν οφείλονται
αποκλειστικά στην
πράσινη μετάβαση. Οι
τιμές φυσικού αερίου
εκτινάχθηκαν μετά την
πανδημία και την εισβολή
της Ρωσίας στην
Ουκρανία, όταν η Ευρώπη
περιόρισε τη χρήση
ρωσικής ενέργειας.
Ωστόσο,
σύμφωνα με
επιχειρηματικά στελέχη
και οικονομολόγους που
επικαλείται η
Wall
Street
Journal,
μεγάλο μέρος της ανόδου
συνδέεται με την
ενίσχυση των ΑΠΕ. Παρά
το γεγονός ότι η ηλιακή
και η αιολική ενέργεια
είναι δωρεάν ως φυσικοί
πόροι, η εκμετάλλευσή
τους απαιτεί μεγάλες
επενδύσεις σε υποδομές.
Αυτά τα πρόσθετα κόστη –
που χρηματοδοτούνται
μέσω επιδοτήσεων και
φόρων άνθρακα –
σημαίνουν ότι χώρες όπως
η Γερμανία και το
Ηνωμένο Βασίλειο είναι
πιθανό να εμφανίζουν
υψηλότερες τιμές
ενέργειας σε σχέση με
άλλες περιοχές για
χρόνια.
Η
εταιρεία συμβούλων
Aurora
Energy
Research
εκτιμά ότι ένα πλήρως
«καθαρό» ενεργειακό
σύστημα στο Ηνωμένο
Βασίλειο θα αρχίσει να
μειώνει το κόστος στους
λογαριασμούς μόνο μετά
το 2044. Αντίστοιχη
είναι η εικόνα και στη
Γερμανία. Μέχρι τότε, οι
οικονομικές επιπτώσεις
για την Ευρώπη μπορεί να
είναι σημαντικές,
προειδοποιεί η
WSJ.
Υπό
αυτές τις συνθήκες, η
πολιτική στήριξη στην
ενεργειακή μετάβαση
αρχίζει να κλονίζεται.
Κόμματα της δεξιάς σε
Γαλλία, Γερμανία και
Ηνωμένο Βασίλειο, που
αμφισβητούν τους
ενεργειακούς στόχους και
τις σχετικές
επιδοτήσεις, κερδίζουν
έδαφος. Παράλληλα, πολλά
έργα υψηλής
προτεραιότητας – μεταξύ
αυτών και ορισμένα για
το υδρογόνο –
καθυστερούν ή και
εγκαταλείπονται.
«Δεν
έχεις την πολυτέλεια,
όταν ανταγωνίζεσαι στο
κορυφαίο επίπεδο
παγκοσμίως, να βασίζεσαι
στην ιδεολογία για να
αποφασίζεις το
ενεργειακό σου μοντέλο»,
δηλώνει στη
Wall
Street
Journal
η
Ebba
Busch,
αντιπρόεδρος και
υπουργός Ενέργειας της
Σουηδίας.
|