|
Τελικά
απέσυρε τελικά την
απειλή αυτή, πιθανόν υπό
τον φόβο των πιθανών
αντιδράσεων που θα
υπήρχαν στις αγορές από
μία τέτοια κίνηση.
Επιχείρησε, όμως, την
περασμένη εβδομάδα να
ελέγξει με έμμεσο τρόπο
τη
Fed,
απολύοντας μέσω
ανακοίνωσης στα
social
media,
ένα από τα επτά μέλη του
Διοικητικού Συμβουλίου
της, κατηγορώντας τη
Λίζα Κουκ ότι έλαβε
παράτυπα στεγαστικά
δάνεια το 2022, πριν
διοριστεί
governor
της
Fed
από τον προκάτοχό του,
Τζο Μπάιντεν.
Η Κουκ
αμφισβήτησε τις
κατηγορίες αυτές και
παραμένει στη θέση της,
προσφεύγοντας δικαστικά
κατά της απόφασης του
Τραμπ.
O
ιδρυτικός νόμος της
Fed
από το 1913 προβλέπει
ότι οι πρόεδροι των ΗΠΑ
μπορούν να αποπέμψουν
ένα μέλος του Δ.Σ. της
μόνο αν υπάρχει «σοβαρός
λόγος», ο οποίος
θεωρείται ότι αφορά σε
περιπτώσεις κακής
διαχείρισης ή
παραμέλησης των
καθηκόντων.
Αν ο
Τραμπ επιτύχει την
απομάκρυνση της Κουκ, θα
έχει διορίσει τέσσερα
από τα επτά μέλη του
Δ.Σ. της
Fed
και θα μπορεί, όπως
θεωρεί ο ίδιος, να
επηρεάζει τις αποφάσεις
της και για τους
επόμενους 9 μήνες που θα
είναι πρόεδρος ο Πάουελ.
Ακόμη και αν συμβεί αυτό
πάντως, δεν είναι
καθόλου βέβαιο ότι θα
μπορεί να υπαγορεύει τη
νομισματική πολιτική. Οι
αποφάσεις της
Fed
για τα επιτόκια και άλλα
θέματα, όπως οι αγορές
κρατικών ομολόγων,
λαμβάνονται από την
Ομοσπονδιακή Επιτροπή
Ανοικτής Αγοράς, στην
οποία δικαίωμα ψήφου
εκτός από τα 7 μέλη του
Δ.Σ. έχουν και άλλα 5
μέλη, τα οποία ορίζονται
εκ περιτροπής από τους
επικεφαλής των 12
περιφερειακών κεντρικών
τραπεζών των ΗΠΑ.
Επιπλέον η προσπάθεια
του Τραμπ να υπονομεύσει
την ανεξαρτησία της
Fed
έχει προκαλέσει
περιορισμένες μόνο
αντιδράσεις στις αγορές
του δολαρίου και των
μακροπρόθεσμων
αμερικανικών ομολόγων.
Το δολάριο και οι τιμές
των 10ετών κρατικών
τίτλων υποχώρησαν την
περασμένη Δευτέρα,
αμέσως μετά την
ανακοίνωση για την
απόλυση της Κουκ, αλλά
την επόμενη ημέρα
ανέκαμψαν αφού η
τελευταία δήλωσε ότι δεν
πρόκειται να παραιτηθεί.
Πιθανόν,
ωστόσο, οι αγορές να
αντιδράσουν με πιο
ισχυρό τρόπο, αν η
Fed
πράγματι προχωρήσει τους
επόμενους μήνες σε μία
μεγάλης κλίμακας μείωση
του επιτοκίου,
γκρεμίζοντας το στο 1%,
σε μία περίοδο που ο
πληθωρισμός κινείται
κοντά στο 3%, σημαντικά
πάνω από τον στόχο του
2%. Οι ΗΠΑ έχουν
αρνητική εμπειρία, στο
όχι και τόσο μακρινό
παρελθόν, από την
προσπάθεια κυβερνήσεων
να ελέγξουν τη
νομισματική πολιτική με
βάση τις δικές τους
επιδιώξεις και τον
πολιτικό κύκλο. Στις
αρχές της 10ετίας του
1970, ο τότε Αμερικανός
πρόεδρος, Ρίτσαρντ
Νίξον, επηρέασε τη
Fed
να μειώσει τα επιτόκια,
ενώ ο πληθωρισμός
πλησίαζε το 6%, καθώς
ήθελε να δείξει ότι η
αμερικανική οικονομία
είναι ισχυρή εν όψει των
εκλογών του 1972. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα, ο
πληθωρισμός να ξεφύγει
ακόμη περισσότερο, καθώς
μάλιστα ακολούθησαν και
τα δύο πετρελαϊκά σοκ
(1973 και 1979), και να
φθάσει στο 13,5% το
1980.
Για να
αντιμετωπίσει αυτή τη
μάστιγα, ο Πολ Βόλκερ,
που διορίστηκε το 1979
πρόεδρος της
Fed
από τον Τζίμι Κάρτερ,
έλαβε τη δύσκολη απόφαση
να αυξήσει το επιτόκιο
στο 20%, προκαλώντας
ύφεση στην αμερικανική
οικονομία, αλλά
πετυχαίνοντας να μειώσει
τον πληθωρισμό κάτω από
το 2% στα μέσα της
δεκαετίας του 1980 και
να δημιουργήσει τις
βάσεις για μία νέα
περίοδο ανάπτυξης της
οικονομίας.
Το
πληθωριστικό σοκ της
δεκαετίας του '70 ήταν
εκείνο που σφυρηλάτησε
την πεποίθηση στις ΗΠΑ
ότι η ανεξαρτησία της
κεντρικής τράπεζας, όχι
απλά νομοθετικά αλλά και
στην πράξη, ήταν
απαραίτητη προϋπόθεση
για τη διατήρηση της
σταθερότητας των τιμών
που με τη σειρά της
διαμορφώνει ευνοϊκότερες
συνθήκες για την
οικονομική ανάπτυξη. Την
αρχή αυτή σεβάστηκαν οι
αμερικανικές κυβερνήσεις
τα τελευταία 40 χρόνια,
μέχρι να αρχίσει η
αμφισβήτηση της από τον
Τραμπ από την πρώτη
προεδρική θητεία του,
τότε βέβαια με
συγκρατημένο τρόπο.
Η
ανεξαρτησία των
κεντρικών τραπεζών έγινε
στη συνέχεια μία
παγκόσμια τάση,
ιδιαίτερα από τα τέλη
της 10ετίας του 1990.
Στην Ευρώπη ήταν η
Γερμανία που έδωσε πρώτη
το στίγμα, με τον νόμο
για τη
Bundesbank
του 1957, ο οποίος
προβλέπει ρητά ότι η
διοίκηση της κεντρικής
τράπεζας δεν επηρεάζεται
στην άσκηση της
νομισματικής πολιτικής
από την κυβέρνηση, τη
Βουλή ή άλλους φορείς. Η
Bundesnbank
άσκησε πράγματι αυτόνομα
την πολιτική της και
αυτό θεωρείται ένας
βασικός λόγος που ο
πληθωρισμός στη Γερμανία
κρατήθηκε σε χαμηλότερα
επίπεδα από τις άλλες
χώρες και οδήγησε στη
μεγάλη ισχύ που είχε το
γερμανικό μάρκο.
Το
παράδειγμα της
Bundesbank
συνεχίστηκε στην
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, με το
καταστατικό της να
αναφέρει ρητά ότι στόχος
της είναι η σταθερότητα
των τιμών και να
προβλέπει την
ανεξαρτησία της από τις
κυβερνήσεις.
Η
πρόεδρος της ΕΚΤ,
Κριστίν Λαγκάρντ,
αναφέρθηκε σε πρόσφατη
ομιλία της σε έρευνες
που δείχνουν ότι η υψηλή
εμπιστοσύνη στην ΕΚΤ
μειώνει τις
πληθωριστικές προσδοκίες
και περιορίζει σημαντικά
την αβεβαιότητα για τον
μελλοντικό πληθωρισμό.
|