|
Ο πρώην
Επίτροπος Εμπορίου της
ΕΕ, Pascal Lamy, τόνισε
χαρακτηριστικά:
«Εξαρτόμαστε από τη
στρατηγική και
στρατιωτική προστασία
των ΗΠΑ, με το πιο
κρίσιμο ζήτημα να αφορά
την Ουκρανία. Αν
ασκούσαμε έντονη
οικονομική πίεση στον
Trump, θα μπορούσε να
θεωρήσει ότι δεν έχει
λόγο να συνεχίσει να τη
στηρίζει».
Ωστόσο,
η συμφωνία εκθέτει την
ΕΕ στον κίνδυνο να
κατηγορηθεί ότι
παραβιάζει τις αρχές του
ελεύθερου εμπορίου, τις
οποίες υπερασπιζόταν για
δεκαετίες στον Παγκόσμιο
Οργανισμό Εμπορίου. Ο
Lamy προειδοποίησε:
«Καθόμαστε πάνω στους
ίδιους κανόνες που
δημιουργήσαμε από κοινού
με τους Αμερικανούς και
τώρα θα κατηγορηθούμε
ότι τους υπονομεύουμε».
Η von
der Leyen αναγνώρισε ότι
η ΕΕ έχει εμπορικό
πλεόνασμα με τις ΗΠΑ,
γεγονός που προσέφερε
στον Trump τη δυνατότητα
να εμφανιστεί ως
νικητής. Ο βασικός του
διαπραγματευτής,
Jamieson Greer, έκανε
λόγο για «τα θεμέλια
μιας νέας παγκόσμιας
εμπορικής τάξης» που
χτίζεται με δασμούς και
διμερείς συμφωνίες.
Το
ουσιαστικό πρόβλημα
είναι ότι η συμφωνία
αντίκειται στις
θεμελιώδεις αρχές του
πολυμερούς εμπορικού
συστήματος: την
αμοιβαιότητα και την
αποφυγή διακρίσεων. Οι
παραχωρήσεις δεν είναι
ισόρροπες, ενώ οι
μειώσεις δασμών δεν
επεκτείνονται αυτόματα
σε τρίτες χώρες, κατά
παράβαση της αρχής του
«πλέον ευνοούμενου
κράτους» του ΠΟΕ.
Η
Κομισιόν υποστηρίζει ότι
η συμφωνία θα εξελιχθεί
ώστε να συνάδει με τα
πρότυπα του ΠΟΕ,
κάνοντας λόγο για
«σταδιακή κατάργηση
δασμών» που θα οδηγήσει
σε προοδευτική
απελευθέρωση του
εμπορίου. Επισήμως, η
θέση της είναι ξεκάθαρη:
«Η ΕΕ παραμένει
υπερασπιστής του
πολυμερούς εμπορίου»,
δήλωσε ο εκπρόσωπος Olof
Gill.
Παρ’ όλα
αυτά, πρώην αξιωματούχοι
εμφανίζονται
επιφυλακτικοί. Ο Ignacio
García Bercero, για
χρόνια υπεύθυνος των
εμπορικών σχέσεων με τις
ΗΠΑ, υπογράμμισε ότι
«δεν υπάρχει καμία
αξιοπιστία στον
ισχυρισμό πως η συμφωνία
οδηγεί σε συμβατή με τον
ΠΟΕ συμφωνία ελευθέρου
εμπορίου».
Το
καίριο ερώτημα είναι τι
μπορεί να κάνει η ΕΕ
όταν η υπερδύναμη του
πλανήτη παύει να τηρεί
τους κανόνες. Η απάντηση
που φαίνεται να δίνουν
οι Βρυξέλλες είναι:
«συμμαχίες». Αρχικά η ΕΕ
δίστασε να συντονιστεί
με χώρες που επλήγησαν
από τους δασμούς του
Trump, όπως ο Καναδάς ή
το Μεξικό. Στη συνέχεια,
όμως, άλλαξε στάση.
Στη
σύνοδο κορυφής του
Ιουνίου, η von der Leyen
πρότεινε τη δημιουργία
ενός νέου «κλαμπ», που
θα συνενώσει την ΕΕ με
κράτη-μέλη του CPTPP
(Ην. Βασίλειο, Καναδά,
Ιαπωνία, Μεξικό,
Αυστραλία). Ο Γερμανός
καγκελάριος Friedrich
Merz χαιρέτισε την
πρόταση, λέγοντας: «Αν ο
ΠΟΕ παραμένει
δυσλειτουργικός, όσοι
πιστεύουμε στο ελεύθερο
εμπόριο πρέπει να
αναζητήσουμε εναλλακτική
πορεία».
Οι
συζητήσεις μεταξύ ΕΕ και
CPTPP αναμένονται προς
το τέλος του έτους, με
στόχο τον κοινό
βηματισμό για την
υπεράσπιση των κανόνων
του ελεύθερου εμπορίου
απέναντι στην επιθετική
στρατηγική του Trump.
Όπως επισημαίνει ο
ειδικός Marco Molina, «ο
μόνος τρόπος να
αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη στο σύστημα
είναι η συνεργασία με
άλλους εταίρους πέραν
των ΗΠΑ».
Η Ευρώπη
βρίσκεται συνεπώς σε ένα
κρίσιμο σταυροδρόμι:
είτε θα αποδεχθεί την
εικόνα ότι υποτάχθηκε
στις πιέσεις του Trump
για χάρη της Ουκρανίας,
είτε θα επιδιώξει να
ξαναχτίσει το κύρος της
ως θεματοφύλακας του
πολυμερούς εμπορίου μέσα
από νέες διεθνείς
συμμαχίες.
Για τις
Βρυξέλλες, το διακύβευμα
είναι διττό: αφενός, να
διατηρηθεί η στήριξη του
Λευκού Οίκου προς την
Ουκρανία, αφετέρου, να
αποδειχθεί ότι η ΕΕ
εξακολουθεί να
υπερασπίζεται τους
κανόνες που συνέβαλε στη
διαμόρφωσή τους εντός
του ΠΟΕ. Η επόμενη
κίνηση θα καθορίσει όχι
μόνο τη στρατηγική
εμπορικής πολιτικής της
Ένωσης, αλλά και την
εικόνα της στο διεθνές
περιβάλλον ως δύναμη που
προσπαθεί να ισορροπήσει
ανάμεσα στον ρεαλισμό
και τις αξίες της.
Πηγή:
Politico
|