|
Η χώρα
διατηρεί πλέον σταθερή
προοπτική και
κατατάσσεται στο ίδιο
επίπεδο με Ισπανία και
Πορτογαλία, έξι βαθμίδες
πάνω από την κατηγορία
“junk”. Η Moody’s
αναμένεται να
δημοσιοποιήσει τη δική
της αξιολόγηση στις 24
Οκτωβρίου.
Η
υποβάθμιση ακολουθεί μια
σειρά αρνητικών
εξελίξεων για τη Γαλλία,
μετά τις πρόσφατες
κινήσεις της Fitch και
της DBRS, οι οποίες
εξέφρασαν ανησυχίες για
την παρατεταμένη
πολιτική αστάθεια και
τον δημοσιονομικό
εκτροχιασμό της χώρας.
Η
Εθνοσυνέλευση έχει
απορρίψει δύο
πρωθυπουργούς μέσα σε
έναν χρόνο, μετά τις
πρόωρες εκλογές που
κατέληξαν σε
κατακερματισμένο
κοινοβούλιο χωρίς σαφή
πλειοψηφία. Ο νυν
πρωθυπουργός Σεμπαστιάν
Λεκορνί παραμένει στη
θέση του μόνο μετά από
παραχωρήσεις στην
αντιπολίτευση, που
περιλαμβάνουν αυξημένες
δαπάνες και την παύση
της μεταρρύθμισης του
συνταξιοδοτικού του
Εμανουέλ Μακρόν — μιας
μεταρρύθμισης κρίσιμης
για τη βιωσιμότητα των
δημόσιων οικονομικών.
Ο
Λεκορνί έχει επίσης
παραιτηθεί από τη χρήση
του Άρθρου 49.3 του
Συντάγματος, το οποίο
επέτρεπε στις
προηγούμενες κυβερνήσεις
να εγκρίνουν
προϋπολογισμούς χωρίς
κοινοβουλευτική
ψηφοφορία. Η απόφαση
αυτή αυξάνει την
πολιτική αβεβαιότητα,
καθώς είναι πλέον ασαφές
πώς θα εγκριθεί ο
προϋπολογισμός του 2026,
σε μια περίοδο που
απαιτούνται περικοπές
δαπανών ή φορολογικές
αυξήσεις για να τεθεί
υπό έλεγχο το έλλειμμα.
Το
σχέδιο προϋπολογισμού
του Λεκορνί στοχεύει στη
μείωση του ελλείμματος
στο 4,7% του ΑΕΠ, από
5,4% φέτος, αφήνοντας
όμως περιθώρια
διαπραγμάτευσης στους
βουλευτές, υπό την
προϋπόθεση ότι το
έλλειμμα δεν θα υπερβεί
το 5% και η χώρα θα
επιτύχει δημοσιονομικό
στόχο 3% έως το 2029.
Η S&P
χαρακτήρισε τη Γαλλία ως
χώρα που βιώνει τη
μεγαλύτερη πολιτική
αστάθεια από την ίδρυση
της Πέμπτης Δημοκρατίας
το 1958, υπογραμμίζοντας
ότι ακόμη και μια νέα
κοινοβουλευτική
πλειοψηφία δεν εγγυάται
την επιτυχία ενός
αξιόπιστου σχεδίου
δημοσιονομικής
εξυγίανσης.
Αντιδρώντας στην
υποβάθμιση, ο Υπουργός
Οικονομικών Ρολάντ
Λεσκίρ επανέλαβε τη
δέσμευση της κυβέρνησης
να επιτύχει τον φετινό
στόχο ελλείμματος 5,4%,
και να μειώσει το
ποσοστό κάτω από 3% του
ΑΕΠ έως το 2029.
Οι
πολιτικές εντάσεις και η
δημοσιονομική
αβεβαιότητα μετά τις
εκλογές του Ιουνίου 2024
έχουν οδηγήσει σε
εκτεταμένες πωλήσεις
γαλλικών περιουσιακών
στοιχείων, ανεβάζοντας
σημαντικά το κόστος
δανεισμού. Το spread
μεταξύ των 10ετών
γαλλικών και γερμανικών
ομολόγων εκτινάχθηκε
πάνω από 85 μονάδες
βάσης, από λιγότερο από
50 πριν τις εκλογές, αν
και έχει υποχωρήσει στις
περίπου 78 μονάδες μετά
την αποφυγή πρότασης
μομφής κατά του Λεκορνί.
Ο
πρωθυπουργός έχει
παγώσει τη μεταρρύθμιση
του συνταξιοδοτικού έως
το 2027, μέτρο που θα
κοστίσει 400 εκατ. ευρώ
το 2026 και 1,8 δισ.
ευρώ το 2027,
υποστηρίζοντας ότι η
επιβάρυνση αυτή πρέπει
να καλυφθεί με περικοπές
και όχι με νέο δανεισμό.
Η S&P
προειδοποίησε ότι
ενδέχεται να υπάρξει νέα
υποβάθμιση, εάν η
δημοσιονομική θέση της
Γαλλίας επιδεινωθεί
περαιτέρω ή η οικονομική
ανάπτυξη αποδυναμωθεί
σημαντικά.
|