|
Σε αυτό
το πλαίσιο ο αρμόδιος
επίτροπος, Νταν
Γιόργκενσεν, πήρε
ανοικτά θέση,
χαρακτηρίζοντας την
κατάσταση «κοινωνική
κρίση» και
υπογραμμίζοντας ότι
χωρίς πολιτική δράση θα
ενισχυθούν ακραίες φωνές
και λαϊκίστικες
προσεγγίσεις. Ο ίδιος
προετοιμάζει το πρώτο
μεγάλο ευρωπαϊκό σχέδιο
για την προσιτή στέγη,
το οποίο θα παρουσιαστεί
τους επόμενους μήνες,
προκειμένου να μπει ένα
φρένο στην
«χρηματιστικοποίηση» της
κατοικίας – έναν όρο που
μέχρι πρότινος
χρησιμοποιούσαν κυρίως
αναλυτές, αλλά πλέον
υιοθετεί και επίσημα η
Κομισιόν.
Η τάση
αυτή έγινε ιδιαίτερα
έντονη μετά τα χρόνια
των μηδενικών επιτοκίων:
ιδιώτες επενδυτές,
funds
αλλά και εταιρείες
real
estate
στράφηκαν μαζικά στα
ακίνητα ως ασφαλές
καταφύγιο απόδοσης. Το
αποτέλεσμα ήταν μια
ώθηση στις τιμές που δεν
σχετίζεται με
πραγματικές ανάγκες
στέγασης. Η αλλαγή αυτή
είναι εμφανής και στην
Ελλάδα, όπου σχεδόν κάθε
συναλλαγή ξεκινά με την
ερώτηση «επενδυτικό ή
για ιδιοκατοίκηση;». Το
επενδυτικό ενδιαφέρον,
όμως, σταδιακά
αποδυνάμωσε τη
διαπραγματευτική δύναμη
των απλών αγοραστών και
συνέβαλε στη δημιουργία
μιας αγοράς που
λειτουργεί σε κλίμα
υψηλών προσδοκιών, με
συμπεριφορές που
θυμίζουν χρηματιστηριακό
ράλι. Παράλληλα, νέες
πρακτικές –όπως οι
υπεκμισθώσεις «με το
κλειδί στο χέρι»– έχουν
δημιουργήσει κλειστά
κυκλώματα διαχείρισης
κατοικιών που υπόσχονται
εγγυημένα κέρδη,
αποκόπτοντας περαιτέρω
τους πραγματικούς
χρήστες των ακινήτων.
Σε αυτό
το τοπίο προστέθηκαν
ισχυροί εξωτερικοί
παράγοντες, όπως τα
προγράμματα «Χρυσή Βίζα»
και η έκρηξη των
βραχυχρόνιων μισθώσεων,
που λειτούργησαν σαν
μαγνήτης για διεθνή
κεφάλαια, μετατρέποντας
τα σπίτια σε
ανταγωνιστικό προϊόν
τουρισμού αντί για
βασικό αγαθό. Την ίδια
ώρα, η γενικευμένη
αύξηση του κόστους
πρώτων υλών και
κατασκευής –αν και
δικαιολογημένη από τις
συνθήκες–
χρησιμοποιήθηκε από
πολλούς ως πρόσχημα για
υπερβολικές τιμολογήσεις
ακόμα και σε ακίνητα
παλαιότερων δεκαετιών,
πλήρως αποκομμένες από
την πραγματική τους
αξία. Η Επιτροπή θεωρεί
ότι αυτό δεν αποτελεί
απλώς οικονομικό
πρόβλημα αλλά και ζήτημα
ηθικής τάξης, καθώς η
κερδοσκοπία χτίζεται
πάνω στην αδυναμία των
πολιτών να εξασφαλίσουν
αξιοπρεπή διαβίωση.
Οι
αριθμοί ενισχύουν τις
ανησυχίες των Βρυξελλών:
από το 2010 έως σήμερα
οι τιμές κατοικιών στην
Ευρώπη έχουν εκτιναχθεί
πάνω από 55%, ενώ τα
ενοίκια κατά σχεδόν 27%.
Σχεδόν τέσσερις στους
δέκα δημάρχους μεγάλων
πόλεων δηλώνουν ότι η
στέγαση έχει γίνει
απρόσιτη για σημαντικό
μέρος των κατοίκων τους.
Ως εκ τούτου, η Κομισιόν
εξετάζει την υιοθέτηση
ενός ευρωπαϊκού
μηχανισμού επιτήρησης
των τιμών, που θα
λειτουργεί σαν σύστημα
έγκαιρης προειδοποίησης
για υπερβολικές αυξήσεις
– με λογική αντίστοιχη
των χρηματιστηριακών
ορίων που αποτρέπουν
ακραίες διακυμάνσεις.
Δεν θα επιβάλλονται
άμεσοι περιορισμοί, αλλά
θα ενεργοποιούνται
διαδικασίες ελέγχου και
παρέμβασης όπου
διαπιστώνονται φαινόμενα
κερδοσκοπίας.
Παράλληλα, η Επιτροπή
έχει ήδη ζητήσει από τα
κράτη-μέλη να ενισχύσουν
σημαντικά τις επενδύσεις
σε έργα προσιτής
κατοικίας, αξιοποιώντας
κονδύλια της πολιτικής
συνοχής που αγγίζουν ήδη
τα 7,5 δισ. ευρώ για την
περίοδο 2021-2027.
Στόχος δεν είναι μόνο η
αύξηση της προσφοράς
νέων κατοικιών, αλλά και
η καλύτερη αξιοποίηση
του υπάρχοντος
αποθέματος.
Στην
Ελλάδα, όπου η
στεγαστική πίεση έχει
λάβει οξείες διαστάσεις,
η κυβέρνηση προετοιμάζει
νέο πρόγραμμα που θα
τεθεί σε εφαρμογή μετά
το 2026, όταν θα
ολοκληρωθεί το
«Εξοικονομώ». Το σχέδιο
προβλέπει συνδυαστική
ανακαίνιση και
ενεργειακή αναβάθμιση
παλαιών ακινήτων, με
παρεμβάσεις που θα
κυμαίνονται από μερική
έως εκτεταμένη
ανακαίνιση.
Προτεραιότητα θα δοθεί
σε σπίτια της δεκαετίας
του ’90, ενώ τα
εισοδηματικά κριτήρια
αναμένεται να είναι πιο
διευρυμένα από εκείνα
που ισχύουν στα τρέχοντα
προγράμματα, ώστε να
διευρυνθεί ο αριθμός των
δικαιούχων.
|