|
Το
υπουργείο έχει ήδη κάνει
γνωστή την πρόθεσή του
να βασιστεί κυρίως σε
τίτλους πολύ
βραχυπρόθεσμης διάρκειας
για την κάλυψη των
δημοσιονομικών του
αναγκών τουλάχιστον έως
το 2026. Η στρατηγική
αυτή ενισχύθηκε από τις
δηλώσεις του υπουργού
Οικονομικών
Scott
Bessent,
ο οποίος τον Ιούνιο
ανέφερε ότι τα επιτόκια
των μακροχρόνιων
ομολόγων βρίσκονται σε
υπερβολικά υψηλά επίπεδα
ώστε να είναι συμφέρουσα
η αύξηση των σχετικών
εκδόσεων. Επιπλέον
αυξήσεις στις εκδόσεις
αναμένονται τον
Οκτώβριο.
«Η
αύξηση αυτή αποτελεί
πιθανώς μόνο την αρχή,
καθώς το Υπουργείο έχει
κάνει σαφές ότι
σχεδιάζει να ενισχύσει
περαιτέρω τις εκδόσεις
εντόκων το προσεχές
διάστημα και σε βάθος
χρόνου», δήλωσε ο
Gennadiy
Goldberg,
επικεφαλής στρατηγικής
επιτοκίων ΗΠΑ στην
TD
Securities.
«Επομένως, όσο και αν η
αγορά εστιάζει στο
μέγεθος της παρούσας
έκδοσης, είναι πολύ
πιθανό να δούμε
περαιτέρω αύξηση του
όγκου των εντόκων τα
επόμενα χρόνια».
Η
σύγκριση με τις εκδόσεις
ομολόγων που φέρουν
κουπόνι (τακτική πληρωμή
τόκων) είναι ενδεικτική:
αυτή την εβδομάδα, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ
πρόκειται να διαθέσει
συνολικά 125 δισ.
δολάρια μέσω τριών
εκδόσεων – 58 δισ. σε
τριετή τίτλο την Τρίτη,
42 δισ. σε δεκαετή την
Τετάρτη και 25 δισ. σε
τριακονταετή την Πέμπτη.
Οι εκδόσεις των τριών
και δέκα ετών βρίσκονται
στο υψηλότερο επίπεδό
τους εδώ και πάνω από
έναν χρόνο.
Η
παρούσα αύξηση των
τεσσάρων εβδομάδων
έρχεται σε συνέχεια
αντίστοιχης αύξησης 5
δισ. δολαρίων στα έντοκα
διάρκειας έξι εβδομάδων
που ανακοινώθηκε την
περασμένη εβδομάδα και
δημοπρατείται την Τρίτη.
Επιπλέον, το Υπουργείο
θα διαθέσει 65 δισ.
δολάρια σε 17 εβδομάδων
έντοκα την Τετάρτη και
85 δισ. σε οκτώ
εβδομάδων την Πέμπτη. Οι
δύο τελευταίες εκδόσεις
παραμένουν αμετάβλητες
σε μέγεθος.
Η ζήτηση
για έντοκα παραμένει
ισχυρή, τουλάχιστον προς
το παρόν, χάρη στις
αυξημένες εισροές σε
αμοιβαία κεφάλαια
χρηματαγοράς των ΗΠΑ, τα
οποία διαχειρίζονται
αυτή τη στιγμή κεφάλαια
ύψους 7,4 τρισ.
δολαρίων.
Πιθανές
μειώσεις επιτοκίων από
τη
Fed
ενδέχεται να επηρεάσουν
τη ζήτηση
Ένας
παράγοντας που ενδέχεται
να περιορίσει τη
δυνατότητα των κεφαλαίων
αυτών να απορροφήσουν
επιπλέον προσφορά είναι
η πιθανότητα νέας
μείωσης επιτοκίων από τη
Fed
ήδη από τον Σεπτέμβριο.
Όταν η αγορά αναμένει
μείωση επιτοκίων — όπως
συμβαίνει τους
τελευταίους μήνες — τα
αμοιβαία συχνά επιλέγουν
να επεκτείνουν τη
διάρκεια των επενδύσεών
τους, προτιμώντας
τίτλους με μεγαλύτερη
διάρκεια και αποδόσεις
που παραμένουν υψηλές
για περισσότερο.
Αποτέλεσμα αυτής της
στρατηγικής είναι η μέση
σταθμισμένη διάρκεια των
κυβερνητικών κεφαλαίων
διαχείρισης διαθεσίμων
να βρίσκεται κοντά στις
40 ημέρες από τον Μάιο,
σε ιστορικά υψηλά
επίπεδα, σύμφωνα με
αναλυτές της
Bank
of
America.
Όπως σημειώνουν οι
Katie
Craig
και
Mark
Cabana,
αυτό σημαίνει ότι
υπάρχει περιορισμένο
περιθώριο για περαιτέρω
απορρόφηση εκδόσεων με
διάρκεια άνω του 1,5
μήνα.
Ωστόσο,
δεν υπάρχουν προς το
παρόν ενδείξεις
ανησυχίας για κάμψη της
ζήτησης, σύμφωνα με τον
Peter
Crane,
πρόεδρο της
Crane
Data
LLC.
«Όλα τα αμοιβαία
επιδιώκουν να αγοράζουν
κρατικούς τίτλους,
εφόσον προσφέρουν την
κατάλληλη απόδοση»,
ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αξίζει
να επισημανθεί ότι στο
παρελθόν το Υπουργείο
Οικονομικών έχει εκδώσει
και μεγαλύτερα ποσά μέσω
συνδυασμένων εκδόσεων,
οι οποίες παρατείνονταν
διαδοχικά. Η μεγαλύτερη
μεμονωμένη έκδοση
εντόκου στην ιστορία
ανήλθε στα 335 δισ.
δολάρια και έληξε τον
Απρίλιο, με την αρχική
της μορφή να αφορά 46
δισ. σε ετήσιο έντοκο
τον Απρίλιο του 2024, το
οποίο αυξήθηκε σταδιακά
με διαδοχικές
επανεκδόσεις.
Προβληματισμοί για τη
διατηρησιμότητα των
εντόκων – Υψηλός ο
μελλοντικός δανεισμός
Η
κυβέρνηση
Trump
υποστηρίζει ότι οι
οικονομικές της
πολιτικές θα ενισχύσουν
την ανάπτυξη και τα
δημόσια έσοδα,
μειώνοντας έτσι το
έλλειμμα. Ωστόσο, οι
περισσότεροι αναλυτές
θεωρούν ότι οι
χρηματοδοτικές ανάγκες
του ομοσπονδιακού
κράτους θα παραμείνουν
αυξημένες για αρκετά
χρόνια ακόμη, γεγονός
που προοιωνίζεται
ενίσχυση των εκδόσεων σε
όλες τις διάρκειες.
Ένα
βασικό ζητούμενο είναι η
αποφυγή υπερβολικής
εξάρτησης από τις
βραχυπρόθεσμες εκδόσεις.
Στο τέλος Ιουνίου, τα
έντοκα αντιστοιχούσαν
περίπου στο 20% του
συνολικού χρέους των ΗΠΑ
— ποσοστό που η
Συμβουλευτική Επιτροπή
Δανεισμού του Υπουργείου
είχε χαρακτηρίσει ως
κατάλληλο μέσο όρο για
το μακροπρόθεσμο
διάστημα.


Πηγή:
Bloomberg
|