Η ροή των εταιρικών αποτελεσμάτων τρίτου
τριμήνου έδειξε πολλούς από τους ομίλους της Wall
Street, ανεξαρτήτως κλάδου, να βρίσκουν κοινό
παρανομαστή και κοινό πεδίο ανησυχίας σε ένα
στοιχείο: το ισχυρό δολάριο που επηρεάζει τις
πωλήσεις τους και κυριολεκτικά «ροκανίζει» τα
κέρδη τους, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η
ακρίβεια επηρεάζει τις καταναλωτικές συνήθειες.
Ένα αδύναμο ξένο
νόμισμα έναντι του
δολαρίου είναι συχνά
καλό για την χώρα καθώς
καθιστά τις εξαγωγές της
πιο ελκυστικές. Όμως,
ένα αδύναμο νόμισμα
κάνει αντιστοίχως τις
εισαγωγές πιο ακριβές.
Και σε ένα περιβάλλον
γενικότερης ακρίβειας,
με τον πληθωρισμό στα
ύψη, το ισχυρό δολάριο
αποδεικνύεται επώδυνο
για τις διεθνείς
οικονομίες, τόσο του
αναπτυσσόμενου κόσμου
όσο και του ανεπτυγμένου,
όπως η Ευρώπη και η
Ιαπωνία δεδομένου πως το
ευρώ έχει χάσει περίπου
12% της αξίας του έναντι
το αμερικανικού
νομίσματος, ενώ η ψαλίδα
του γιεν αγγίζει το 20%.
Ο δείκτης δολαρίου
έναντι 16 έτερων βασικών
διεθνών νομισμάτων έχει
ανέβει περίπου κατά 17%
μέσα στο πρώτο εννεάμηνο
της χρονιάς.
Τρίτο τρίμηνο και...
φαρμακερό
Βεβαίως, η άνοδος
του δολαρίου έχει
ξεκινήσει εδώ και μήνες,
με αποτέλεσμα οι
επιπτώσεις του να έχουν
αρχίσει σταδιακά να
γίνονται ορατές στα
αποτελέσματα των
αμερικανικών
επιχειρήσεων από νωρίς.
Όμως, το τρίτο τρίμηνο η
διαφορά έγινε
περισσότερο αισθητή,
καθώς και η καταναλωτική
ζήτηση στις διεθνείς
αγορές ήταν περισσότερο
ευάλωτη, λόγω του
γενικότερου δυσμενούς
οικονομικού κλίματος.
Και, όπως φαίνεται, το
ίδιο θα ισχύσει και για
το τέταρτο τρίμηνο
συμπαρασύροντας τις
συνολικές επιδόσεις της
χρονιάς.
Ήδη η μία μετά την
άλλη οι μεγάλες
επιχειρήσεις της Wall
Street προχωρούν σε επί
τα χείρω αναθεωρήσεις
των εκτιμήσεων τους
επικαλούμενες τον
αρνητικό παράγοντα του
ισχυρού δολαρίου. «Βλέπουμε
πως όλο και περισσότερες
επιχειρήσεις
επικαλούνται το ισχυρό
δολάριο στις
ανακοινώσεις των
αποτελεσμάτων τους.
Πρόκειται για εταιρείες
που αναθεωρούν το
guidance για την
κερδοφορία τους λόγω των
δυσμενών επιπτώσεων που
προκαλεί το αμερικανικό
νόμισμα» εξηγεί στην
Deutsche Welle, η Κάρλα
Νόρφλιτ Τέιλορ,
επικεφαλής ερευνήτρια
των αμερικανικών
επιχειρήσεων στη Fitch
Ratings.
Σύμφωνα με
δημοσίευμα των
«Financial Times» που
παραθέτει ανάλυση του
Τζόναθαν Γκόλουπ, της
Credit Suisse, για
κάθε αύξηση του δείκτη
δολαρίου κατά 8 έως 10
ποσοστιαίες μονάδες, η
αρνητική επίδραση στα
κέρδη ανά μετοχή των
επιχειρήσεων του δείκτη
S&P 500 ανέρχεται σε 1
ποσοστιαία μονάδα.
Τι σημαίνει αυτό σε
νούμερα; Πως για το
τρίτο τρίμηνο του έτους
η εκτιμώμενη ζημιά για
τα αποτελέσματα των
αμερικανικών ομίλων θα
κυμανθεί περίπου στα 10
δισ. δολάρια, ένα
ποσό αρκετά σημαντικό σε
μια περίοδο που η Wall
Street ευρύτερα δεν
βρίσκεται στα καλύτερα
της.
Εξάλλου, υπάρχουν
αναλυτές που «βλέπουν»
τη ζημιά να κυμαίνεται
σε πολύ μεγαλύτερα
επίπεδα. Ενδεικτικά ο
Μάικλ Γουόκερ της
AllianceBernstein
υποστήριξε πως η φετινή
ανατίμηση του δολαρίου θα…
εξαϋλώσει περίπου το 3%
των κερδών συνολικά
των αμερικανικών
επιχειρήσεων.
Στις πολυεθνικές η
μεγαλύτερη ζημιά
Προφανώς η ζημιά
έχει να κάνει και με το
είδος της επιχείρησης
και το ποσοστό των
πωλήσεων της από τις
ξένες αγορές. Ο δείκτης
εταιρειών της Goldman
Sachs που αντλούν το
μεγαλύτερο μέρος των
κερδών τους από την
εγχώρια αμερικανική
αγορά καταγράφει
απώλειες ύψους 15% για
το πρώτο εννεάμηνο, σε
σύγκριση με την μεγάλη
πτώση κατά 30,5%, για το
ίδιο διάστημα, για το
δείκτη των αμερικανικών
πολυεθνικών που έχουν
αυξημένη παρουσία στις
ξένες αγορές.
Για τις εταιρείες
του δείκτη S&P 500,
υπολογίζεται πως το 40%
των εσόδων τους
προέρχεται από τις
πωλήσεις τους στο
εξωτερικό. «Το ισχυρό
δολάριο μειώνει τη
ζήτηση για τα
αμερικανικά προϊόντα,
γιατί τα προϊόντα και οι
υπηρεσίες γίνονται πιο
ακριβά σε σχέση με τα
εγχώρια προϊόντα. Και
μάλιστα σε ένα διάστημα
επιβράδυνσης της
παγκόσμιας οικονομίας»
επισημαίνει η κυρία
Τέιλορ.
Είναι χαρακτηριστικό
πως και οι
χρηματιστηριακοί
αναλυτές επισημαίνουν
ότι σε επίπεδο μετοχών,
οι επιδόσεις των
επιμέρους δεικτών της
Wall Street δείχνουν πως
ούτε οι μικρές
επιχειρήσεις, που έχουν
κυρίως εγχώρια
αμερικανική παρουσία,
έχουν μείνει αλώβητες
στην αρνητική θύελλα που
μαίνεται στο
χρηματιστήριο, καθώς οι
επενδυτές είναι νευρικοί
για την αποδυνάμωση της
αμερικανικής οικονομίας.
Ο δείκτης S&P
SmallCap 500 των μικρών
αμερικανικών
επιχειρήσεων μετρά
απώλειες ύψους περίπου
22% από τις αρχές της
χρονιάς, ήτοι λίγο κάτω
από την πτώση του S&P
500 κατά 25%.
Αντιστοίχως και ο
επιμέρους δείκτης
Russell 2000, που
απαρτίζεται κυρίως από
μικρές και μικρομεσαίες
αμερικανικές εταιρείες
έχει μέχρι τώρα απώλειες
της τάξεως του 25%.
Μην ξεχνάμε, εξάλλου,
πως το ισχυρό δολάριο
κάνει και τις εισαγωγές
στις ΗΠΑ από τρίτες
χώρες πιο φτηνές, κάτι
που σημαίνει πως οι
μικρές επιχειρήσεις θα
πρέπει να ανταγωνιστούν
τα φτηνότερα εισαγόμενα
προϊόντα από το
εξωτερικό και δη, την
Ασία.
Παρατεταμένο πλήγμα
Το χειρότερο δε,
είναι πως με τα επιτόκια
να συνεχίζουν να
ανεβαίνουν από την
Federal Reserve
τουλάχιστον μέχρι την
επόμενη χρονιά, υπάρχει
αντιστοίχως αυξημένο
ρίσκο για μια
παρατεταμένη ενδυνάμωση
του δολαρίου σε ένα
οικονομικό περιβάλλον
που θα γίνεται όλο και
πιο δύσκολο για το μέσο
διεθνή καταναλωτή.
Και αυτό μόνο πίεση
θα ασκήσει στα κέρδη των
αμερικανικών πολυεθνικών.