|
Τα
δεδομένα του Μητρώου
αναδεικνύουν όχι μόνο
αύξηση του όγκου
συναλλαγών, αλλά και
ουσιαστικές μεταβολές
στις τιμές και στο
προφίλ των αγοραστών.
Η άνοδος
των μικρών διαμερισμάτων
Η αγορά
κατοικίας εμφανίζει
πλέον διαφοροποιημένη
στόχευση. Τα μικρά,
παλαιά διαμερίσματα κάτω
των 120.000 ευρώ
εξακολουθούν να
αποτελούν τη βασική
επιλογή των νοικοκυριών,
κυρίως για λόγους
ανάγκης ή στο πλαίσιο
αξιοποίησης προγραμμάτων
όπως το «Σπίτι μου».
Παράλληλα, όμως, στα
ακριβότερα προάστια της
Αθήνας καταγράφονται
τιμές που ξεφεύγουν από
κάθε προηγούμενο. Στη
Βουλιαγμένη και τη
Γλυφάδα, διαμερίσματα
–ακόμη και σε κτίρια της
δεκαετίας του ’70 ή ’80–
πωλούνται πάνω από 2
εκατ. ευρώ, όταν έχουν
ανακαινιστεί πλήρως και
εντάσσονται σε νέα
πρότυπα πολυτελούς
κατοικίας. Αντίστοιχα,
στο κέντρο της Αθήνας η
επιστροφή ξένων
αγοραστών έχει αναδείξει
διατηρητέα και ιστορικά
ακίνητα με τιμές άνω του
1 εκατ. ευρώ.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή
τη στροφή έχουν οι νέες
αντικειμενικές αξίες. Σε
πολλές περιοχές, οι
τιμές ζώνης έχουν
αυξηθεί σημαντικά,
δημιουργώντας υψηλότερα
«κατώφλια» στις
συμβολαιογραφικές
πράξεις. Στη
Βουλιαγμένη, για
παράδειγμα, ζώνες άνω
των 10.000 ευρώ/τ.μ.
διαμορφώνουν νέα
δεδομένα ακόμη και για
παλαιά ακίνητα.
Αντίστοιχη εικόνα
παρατηρείται στο Παλαιό
Φάληρο, το Ελληνικό και
σε τμήματα της Κηφισιάς.
Στο κέντρο της Αθήνας
–ιδιαίτερα στο Κολωνάκι,
την Πλάκα και τα
Αναφιώτικα– πράξεις άνω
του 1 εκατ. ευρώ είναι
πλέον συχνές,
υποδηλώνοντας τη στενή
σύνδεση της αγοράς με το
τουριστικό και
επενδυτικό ενδιαφέρον.
Πολυτελή
ακίνητα και «χρυσά»
πάρκινγκ
Στις
μονοκατοικίες, η εικόνα
είναι ακόμη πιο
χαρακτηριστική. Παρά το
γεγονός ότι πολλές
συναλλαγές αφορούν
παλαιά ακίνητα χαμηλής
αξίας στην περιφέρεια,
οι υψηλές τιμές στα
προάστια της Αθήνας και
στα νησιά δείχνουν ότι η
ζήτηση για πολυτελή
κατοικία όχι μόνο
παραμένει ισχυρή, αλλά
ενισχύεται. Στη Φιλοθέη
πωλήθηκε μονοκατοικία
σχεδόν 900 τ.μ. έναντι
περίπου 9,7 εκατ. ευρώ,
ενώ στην Τζια
εμφανίζεται ημιτελές
ακίνητο 635 τ.μ. με
καταγεγραμμένο τίμημα 10
εκατ. ευρώ, παρά τη
χαμηλή τιμή ζώνης των
570 ευρώ/τ.μ. Η απόκλιση
αυτή μεταξύ διοικητικών
και εμπορικών αξιών
υποδηλώνει τον
καθοριστικό ρόλο της
τουριστικής ζήτησης και
της περιορισμένης
διαθεσιμότητας.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή
είναι η δυναμική της
αγοράς χώρων στάθμευσης,
που εξελίσσεται σε
αυτόνομη επενδυτική
κατηγορία. Στη Λευκάδα,
θέση στάθμευσης 52,7
τ.μ. καταγράφει τίμημα
495.000 ευρώ – επίπεδο
που παραπέμπει σε μικρή
κατοικία. Στην Αθήνα,
ειδικά σε Χαλάνδρι,
Ζωγράφου, Γέρακα και
κέντρο, συναντώνται
πράξεις από 170.000 έως
380.000 ευρώ,
αναδεικνύοντας την
αυξανόμενη αξία του
αποκλειστικού χώρου
στάθμευσης σε περιοχές
με υψηλή πυκνότητα.
Ωστόσο,
το πιο χαρακτηριστικό
παράδειγμα παραμένει η
Μύκονος. Στην Άνω Μερά,
θέση στάθμευσης 23 τ.μ.
καταγράφεται προς
127.000 ευρώ, ενώ άλλος
χώρος 646 τ.μ. ξεπερνά
τα 186.000 ευρώ.
Παράλληλα, μονοκατοικίες
που εμφανίζονται στα
συμβόλαια με αξίες γύρω
στις 350.000 ευρώ έχουν
στην πραγματικότητα
πολλαπλάσια εμπορική
αξία ως κατοικίες ή
τουριστικές επενδύσεις.
Η Μύκονος λειτουργεί ως
μια εντελώς ξεχωριστή
αγορά, με τιμές που
διαμορφώνονται από την
έλλειψη χώρου, τη ζήτηση
για ιδιωτικότητα και την
υψηλή τουριστική
υπεραξία.
Έκρηξη
σε γονικές παροχές και
δωρεές
Πέρα από
τις υψηλές αξίες, το
Μητρώο αναδεικνύει και
βαθύτερες τάσεις της
αγοράς. Μία από τις πιο
σταθερές τα τελευταία
χρόνια –και ακόμη πιο
έντονη το 2025– είναι η
αύξηση στις μεταβιβάσεις
ποσοστών ακινήτων.
Χιλιάδες πράξεις αφορούν
μεταβιβάσεις 1/2, 1/4 ή
1/8 εξ αδιαιρέτου,
κυρίως λόγω του
αφορολογήτου των 800.000
ευρώ σε γονικές παροχές
και δωρεές. Οι
οικογένειες επιλέγουν
αυτή τη λύση για να
προστατεύσουν την
περιουσία τους, να
προετοιμάσουν
μελλοντικές αξιοποιήσεις
ή να εκμεταλλευτούν το
ευνοϊκό πλαίσιο.
Η τάση
αυτή είναι ιδιαίτερα
έντονη σε περιοχές με
παλαιά κτίρια και μεγάλα
οικόπεδα, όπως το κέντρο
της Αθήνας και τα
προάστια, όπου το
οικογενειακό μοντέλο
ιδιοκτησίας παραμένει
κυρίαρχο.
|