|
Η
επιβάρυνση λόγω ρύπων
στα καύσιμα
Αναφερόμενος στην
απόφαση της Ευρωπαϊκής
Ένωσης για το ΣΕΔΕ ΙΙ,
επισήμανε πως από την 1η
Ιανουαρίου 2027, όλα τα
ορυκτά καύσιμα που
σχετίζονται με τις
οδικές μεταφορές, τη
θέρμανση και τις μικρές
– μεσαίες βιομηχανίες θα
επιβαρύνονται με κόστος
περίπου 45 ευρώ ανά
κυβικό μέτρο. Το ποσό
αυτό βασίζεται στις
τρέχουσες τιμές των
δικαιωμάτων εκπομπών.
Όπως
ανέφερε, «η Ε.Ε.
κινείται στη σωστή
κατεύθυνση όσον αφορά τη
μείωση της κατανάλωσης
ορυκτών καυσίμων, ωστόσο
στην περίπτωση της
Ελλάδας, όπου οι φόροι
και οι δασμοί ήδη
συνιστούν το 60% της
τελικής τιμής, η νέα
επιβάρυνση θα επιτείνει
περαιτέρω την πίεση στον
καταναλωτή και θα πλήξει
την ανταγωνιστικότητα
της οικονομίας».
Συγκεκριμένα, η
επιβάρυνση στο ντίζελ
κίνησης υπολογίζεται στα
120 ευρώ ανά κυβικό
μέτρο ή 0,12 ευρώ ανά
λίτρο από την 1η
Ιανουαρίου 2027.
Ο ίδιος
έθεσε ζήτημα για τις
συνέπειες αυτής της
αύξησης: «Πρέπει να
αναλογιστούμε αν και
κατά πόσο θα επηρεαστούν
οι ελληνικές εξαγωγές
και πώς θα μπορέσει να
ανταποκριθεί ο Έλληνας
καταναλωτής που, με βάση
τις σημερινές του
καταναλωτικές συνήθειες,
θα βρεθεί να πληρώνει
ετησίως ένα επιπλέον
ποσό 800 εκατομμυρίων
ευρώ».
Επιβάρυνση 50 εκατ. ευρώ
για τις εταιρείες
εμπορίας
Ο κ.
Αληγιζάκης αναφέρθηκε
επίσης στις πρόσθετες
επιβαρύνσεις που
αναμένεται να επωμιστεί
ο κλάδος λόγω των στόχων
μείωσης των εκπομπών
αερίων του θερμοκηπίου,
στο πλαίσιο του Εθνικού
Σχεδίου για την Ενέργεια
και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Όπως δήλωσε, οι
εταιρείες εμπορίας θα
κληθούν να καταβάλουν
ετήσια πρόστιμα
συνολικού ύψους περίπου
50 εκατ. ευρώ, καθώς η
μείωση της κατανάλωσης
ορυκτών καυσίμων είναι
εξαιρετικά δύσκολο να
επιτευχθεί σε μια αγορά
που ήδη φθίνει.
Κριτική
προς την Πολιτεία
Κατά την
ομιλία του προς τους
μετόχους, ο κ.
Αληγιζάκης επέκρινε τη
στάση της Πολιτείας
απέναντι στον κλάδο των
εταιρειών εμπορίας
πετρελαιοειδών, την
οποία χαρακτήρισε
«άδικη». Τόνισε πως «ο
κλάδος αντιμετωπίζεται
ως απλός μεσάζοντας ή
χονδρέμπορος και συχνά
κατηγορείται για
κερδοσκοπία»,
αναφερόμενος στο πλαφόν
και την παραβατικότητα
στην αγορά καυσίμων.
Όπως
υποστήριξε, χρειάστηκαν
περισσότερα από 20
χρόνια για να θεσπιστεί
νόμος που να στοχεύει
ουσιαστικά στην
αντιμετώπιση των
στρεβλώσεων της αγοράς.
Ο ίδιος τόνισε ότι,
εφόσον επιβληθούν οι
κατάλληλες κυρώσεις, ο
νόμος θα περιορίσει τις
παραβατικές πρακτικές
που σήμερα αποτρέπουν
τις υγιείς επιχειρήσεις
από το να επενδύσουν και
να αναπτυχθούν.
Ωστόσο,
καυτηρίασε την απροθυμία
συνεργασίας ορισμένων
υπουργείων: «Ακόμη και
σήμερα, υπάρχουν
“παιδικές ασθένειες”
στον νόμο για την
παραβατικότητα, τις
οποίες δεν μας
επιτρέπεται καν να
επισημάνουμε και να
συνδιαμορφώσουμε λύσεις.
Δεν είναι μόνο η έλλειψη
συνεργασίας, αλλά και η
εχθρική στάση της
Πολιτείας απέναντι στον
Κλάδο. Μια στάση που θα
έπρεπε να είναι ακριβώς
το αντίθετο –
συνεργατική».
Η
συμβολή του κλάδου στην
οικονομία
Ο
πρόεδρος της ελίν και
του ΣΕΕΠΕ τόνισε επίσης
τη στρατηγική σημασία
του κλάδου για την
εθνική οικονομία: «Ο
Κλάδος είναι κρίσιμος
για την εύρυθμη
λειτουργία της
οικονομίας – χωρίς τις
εταιρείες εμπορίας,
σταματούν τα αεροπλάνα,
τα πλοία, τα οχήματα και
οι βιομηχανίες».
Πρόσθεσε
ότι για τη διασφάλιση
της απρόσκοπτης
λειτουργίας απαιτούνται
σημαντικές επενδύσεις σε
αποθηκευτικούς χώρους,
μεταφορικά μέσα και
υποδομές για την ασφαλή
και ταχεία διακίνηση
επικίνδυνων και
ρυπογόνων προϊόντων.
Τέλος,
υπενθύμισε πως ο κλάδος
απασχολεί άμεσα ή έμμεσα
πάνω από 100.000
εργαζομένους και
αποδίδει κάθε χρόνο 5-6
δισεκατομμύρια ευρώ σε
δασμούς. Μάλιστα,
επισήμανε ότι οι δασμοί
αυτοί προπληρώνονται, σε
αντίθεση με ό,τι ισχύει
για άλλους τομείς της
οικονομίας, καθιστώντας
τον κλάδο έναν από τους
πιο αποτελεσματικούς
φοροεισπρακτικούς
μηχανισμούς του κράτους.
|