|
Όπως
αναφέρεται σε ρεπορτάζ
της «Καθημερινής», υπό
την πίεση της
συνεχιζόμενης
κατάρρευσης του αριθμού
των γεννήσεων αλλά και
της αρνητικής επίδοσης
της χώρας στις πολιτικές
προστασίας της
οικογένειας –η τελευταία
έκθεση της
Eurostat
μάς κατέταξε στην
προτελευταία θέση της
Ευρώπης, μπροστά μόνο
από τη Βουλγαρία–, η
κυβέρνηση δρομολογεί την
αύξηση της έκπτωσης
φόρου για τις
οικογένειες με παιδιά,
παρέχοντας σημαντικό
κομμάτι του διαθέσιμου
δημοσιονομικού χώρου
ώστε να ενισχύσει το
εισόδημά τους από την
1/1/2026.

Με το
ισχύον φορολογικό
πλαίσιο, η έκπτωση φόρου
για φορολογούμενο χωρίς
παιδιά είναι 777 ευρώ
και για τον
φορολογούμενο με ένα
παιδί 900 ευρώ. Δηλαδή,
η γέννηση ενός παιδιού…
επιβραβεύεται με μείωση
της παρακράτησης φόρου
κατά 8,8 ευρώ μηνιαίως
για τον εργαζόμενο στον
ιδιωτικό τομέα και αυτό
παρά την αύξηση που
έγινε προ διετίας στη
συγκεκριμένη έκπτωση.
Είναι ένας από τους
βασικούς λόγους –o
δεύτερος και εξίσου
ουσιαστικός είναι το
«πάγωμα» επί σειρά ετών
του επιδόματος τέκνων
που καταβάλλει ο ΟΠΕΚΑ–
για τους οποίους η
Eurostat
μάς κατατάσσει στην
προτελευταία θέση όσον
αφορά το ύψος των
οικογενειακών επιδομάτων
και ενισχύσεων: η
ονομαστική ενίσχυση
διαμορφώνεται στα 830
ευρώ ανά κάτοικο (κατά
μέσον όρο) στην Ε.Ε. και
στην Ελλάδα πέφτουμε στα
264 ευρώ, μπροστά μόνο
από τη Βουλγαρία (210
ευρώ). Στα 2.277 ευρώ
είναι στη Νορβηγία, στα
1.878 ευρώ στη Δανία, η
οποία –σημειωτέον–
εξακολουθεί να εμφανίζει
αύξηση του πληθυσμού
της.
Το
στατιστικό εύρημα
προκύπτει από την
επεξεργασία των
φορολογικών δηλώσεων και
αποτυπώνει ξεκάθαρα το
μείζον πρόβλημα του
δημογραφικού και μέσω
της συγκεκριμένης οδού:
Το 2014 –με τη μείωση
των γεννήσεων να έχει
ξεκινήσει να
αποτυπώνεται έντονα στις
στατιστικές αλλά να μην
έχει πάρει τις σημερινές
διαστάσεις–, παιδιά
εμφανίζονταν στο 23,2%
των φορολογικών
δηλώσεων. Μία δεκαετία
αργότερα, το ποσοστό
αυτό έχει υποχωρήσει στο
19,1%, ενώ οι φετινές
φορολογικές δηλώσεις
είναι δεδομένο ότι θα
καταγράψουν ακόμη
μικρότερο νούμερο. Ο
λόγος, προφανής: οι
γεννήσεις μειώνονται, οι
ανήλικοι… ενηλικιώνονται
και παύουν να θεωρούνται
φορολογικά ως
προστατευόμενα μέλη,
καταθέτουν δικές τους
φορολογικές δηλώσεις και
οδηγούν στο φαινόμενο οι
φορολογούμενοι με «μηδέν
τέκνα και χωρίς σύζυγο»
να αντιστοιχούν σήμερα
στο 61,2% του συνολικού
«φορολογικού πληθυσμού»
έναντι 53,27% προ
10ετίας.
Το
δεύτερο στατιστικό
εύρημα είναι αυτό που
πηγάζει από το μητρώο
των δικαιούχων του
επιδόματος τέκνων. Μέσα
σε ένα χρόνο μειώθηκαν
από 604.293 σε 512.917
και έπεται νέα μεγάλη
μείωση. Ο λόγος της
ταχύτατης συρρίκνωσης
του αριθμού των
δικαιούχων δεν είναι
μόνο δημογραφικός αλλά
και… φορολογικός. Η
αύξηση του ονομαστικού
εισοδήματος (για
περισσότερους από
300.000 λόγω τεκμαρτού
εισοδήματος) και το
«πάγωμα» των
εισοδηματικών κριτηρίων
φέρνει μείωση στον
αριθμό των δικαιούχων.
Φυσικά, η μείωση των
γεννήσεων αποτελεί
επίσης σημαντικό λόγο
και φέτος οι δικαιούχοι
θα πέσουν, για πρώτη
φορά από τη θέσπιση του
επιδόματος τέκνων, κάτω
από τους 500.000.
Η αύξηση
της έκπτωσης φόρου είναι
το κυρίαρχο μέτρο που
βρίσκεται πάνω στο
τραπέζι για μια σειρά
από λόγους. Υπό εξέταση
βρίσκεται ούτως ή άλλως
και το επίδομα τέκνων,
όμως η κυβέρνηση θέλει
πρώτα να ολοκληρώσει την
«απογραφή» των
επιδοματούχων πριν
προχωρήσει στη λήψη των
αποφάσεών της όσον αφορά
το ύψος του επιδόματος
αλλά και τα κριτήρια
χορήγησης. Ποιο είναι το
δημοσιονομικό κόστος της
αύξησης της έκπτωσης
φόρου: Για κάθε 100 ευρώ
οριζόντιας αύξησης
απαιτούνται περίπου
120-130 εκατ. ευρώ. Και
αυτό διότι από το σύνολο
των περίπου 6,7 εκατ.
φορολογικών δηλώσεων,
προστατευόμενα τέκνα
εμφανίζονται πλέον σε
περίπου 1,3 εκατ.
δηλώσεις. Εννοείται ότι
το δημοσιονομικό κόστος
διαφοροποιείται και
ανάλογα με το ύψος της
αύξησης στην έκπτωση
φόρου αλλά και με βάση
το αν η αύξηση αυτή θα
είναι οριζόντια ή αν θα
αποφασιστεί «κλιμάκωση»
για να ευνοηθούν
περισσότερο οι
πολυμελείς οικογένειες.
Η αύξηση
της έκπτωσης φόρου για
τα παιδιά έχει –ως
μέτρο– χαρακτηριστικά
που… ταιριάζουν με την
πολιτική που θέλει να
ακολουθήσει η κυβέρνηση:
1.
«Διορθώνει» σε ένα βαθμό
την κακή εικόνα που
εμφανίζει η Ελλάδα στις
συγκριτικές εκθέσεις με
τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές
χώρες, οι οποίες μας
τοποθετούν στον… πάτο
της κατάταξης όσον αφορά
τη φορολογική
μεταχείριση των
οικογενειών με παιδιά.
2. Ο
αντίκτυπος στην τσέπη
των μισθωτών –οι οποίοι
και βρίσκονται στην
κορυφή των
προτεραιοτήτων όσον
αφορά την απόσπαση
«χώρου» από το πακέτο
της ΔΕΘ– είναι άμεσος.
Μέσω της παρακράτησης
φόρου, η όποια αύξηση
της έκπτωσης φόρου θα
σηματοδοτήσει και
αντίστοιχη αύξηση του
καθαρού μισθού. Για κάθε
100 ευρώ αύξηση της
έκπτωσης φόρου, καθένας
από τους 14 μισθούς του
ιδιωτικού τομέα
αυξάνεται κατά 7,14
ευρώ, ενώ καθένας από
τους 12 μισθούς του
Δημοσίου κατά 8,33 ευρώ.
3. Μια
οριζόντια αύξηση της
έκπτωσης φόρου λόγω
τέκνων ευνοεί
περισσότερο τους
χαμηλόμισθους και
λιγότερο τους
υψηλόμισθους, κάτι που
σημαίνει ότι σε ένα
βαθμό το μέτρο
λειτουργεί και υπέρ της
μείωσης των
εισοδηματικών
ανισοτήτων. Πρακτικά,
μια αύξηση της έκπτωσης
φόρου κατά 100 ευρώ για
τους εργαζομένους με ένα
ή και δύο παιδιά
σημαίνει και αντίστοιχη
μείωση της παρακράτησης
φόρου που γίνεται στον
μισθό. Ομως, γι’ αυτόν
που έχει ετήσιο εισόδημα
ύψους 12.000 ευρώ, για
κάθε 100 ευρώ αύξηση
στην έκπτωση φόρου
προκύπτει και αύξηση του
καθαρού διαθέσιμου
εισοδήματος κατά 0,83%.
Αντιθέτως, γι’ αυτόν που
έχει ετήσιο εισόδημα
42.000 ευρώ, τα 100 ευρώ
αντιστοιχούν σε καθαρή
αύξηση 0,24%.
|