|
Δεδομένης της προέλευσης
του περιουσιακού αυτού
στοιχείου, είναι
ειρωνικό. Όταν ξεκίνησε
το
bitcoin
το 2009, ένα ουτοπικό,
αντιεξουσιαστικό κίνημα
το καλωσόρισε. Οι πρώτοι
υποστηρικτές του
κρυπτονομίσματος είχαν
υψηλούς στόχους σχετικά
με την επανάσταση στη
χρηματοδότηση και την
υπεράσπιση των ατόμων
από την απαλλοτρίωση και
τον πληθωρισμό. Ήθελαν
να δώσουν εξουσία στους
μικροεπενδυτές, οι
οποίοι διαφορετικά θα
ήταν στο έλεος των
γιγαντιαίων
χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων. Ήταν κάτι
περισσότερο από ένα
περιουσιακό στοιχείο:
ήταν η τεχνολογία ως
απελευθέρωση.
Όλα αυτά
έχουν πλέον ξεχαστεί. Τα
κρυπτονομίσματα δεν
έχουν απλώς διευκολύνει
την απάτη, το ξέπλυμα
χρήματος και άλλες
μορφές οικονομικού
εγκλήματος σε γιγαντιαία
κλίμακα, αλλά ο κλάδος
έχει επίσης αναπτύξει
μια βρόμικη σχέση με το
εκτελεστικό σκέλος της
αμερικανικής κυβέρνησης,
που ξεπερνά εκείνη της
Wall
Street
ή οποιασδήποτε άλλης
βιομηχανίας. Τα
κρυπτονομίσματα έχουν
γίνει το απόλυτα
αδιαφανές περιουσιακό
στοιχείο.
Η
αντίθεση με ό,τι
συμβαίνει εκτός Αμερικής
είναι εντυπωσιακή. Τα
τελευταία χρόνια,
δικαιοδοσίες τόσο
διαφορετικές, όσο η
Ευρωπαϊκή Ένωση, η
Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη, η
Ελβετία και τα Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα, έχουν
καταφέρει να δώσουν στα
ψηφιακά περιουσιακά
στοιχεία νέα ρυθμιστική
σαφήνεια. Το έχουν κάνει
χωρίς τις ίδιες
ανεξέλεγκτες συγκρούσεις
συμφερόντων. Σε μέρη του
αναπτυσσόμενου κόσμου,
όπου η απαλλοτρίωση από
τις κυβερνήσεις είναι
διαδεδομένη, ο
πληθωρισμός είναι
υψηλότερος και η
υποτίμηση των νομισμάτων
αποτελεί πραγματικό
κίνδυνο, τα
κρυπτονομίσματα
εξακολουθούν να
εκπληρώνουν κάτι σαν τον
ρόλο που οι πρώτοι
ιδεαλιστές ήλπιζαν
κάποτε ότι θα μπορούσαν
να παίξουν.
Όλα αυτά
συμβαίνουν καθώς η
υποκείμενη τεχνολογία
των ψηφιακών
περιουσιακών στοιχείων
αρχίζει να
αυτοεξελίσσεται.
Η κερδοσκοπία είναι
ακόμη άφθονη, αλλά τα
κρυπτονομίσματα
λαμβάνονται σιγά σιγά
πιο σοβαρά υπόψη από τις
κύριες χρηματοπιστωτικές
εταιρείες και τις
εταιρείες τεχνολογίας.
Το ποσό των περιουσιακών
στοιχείων του
πραγματικού κόσμου,
συμπεριλαμβανομένων των
ιδιωτικών πιστώσεων, των
ομολόγων του
αμερικανικού Δημοσίου
και των εμπορευμάτων, τα
οποία έχουν μετατραπεί
σε
tokens
για να διαπραγματεύονται
σε μια αλυσίδα μπλοκ,
έχει σχεδόν
τριπλασιαστεί τους
τελευταίους 18 μήνες.
Χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα όπως η
BlackRock
και η
Franklin
Templeton
είναι μεγάλοι εκδότες
tokenized
αμοιβαίων κεφαλαίων
χρηματαγοράς. Οι
εταιρείες
κρυπτονομισμάτων έχουν
εμπλακεί, προσφέροντας
tokens
συνδεδεμένα με
περιουσιακά στοιχεία
όπως ο χρυσός.
Ίσως η
πιο ελπιδοφόρα χρήση
είναι από τις
επιχειρήσεις πληρωμών.
Ορισμένες υιοθετούν τα
stablecoins
(ψηφιακά
tokens
που υποστηρίζονται από
άλλα, πιο συμβατικά
περιουσιακά στοιχεία).
Μόνο τον περασμένο μήνα
η
Mastercard
δήλωσε ότι θα επιτρέψει
σε πελάτες και εμπόρους
να πληρώνουν και να
διακανονίζουν συναλλαγές
σε
stablecoins.
Η
Stripe,
μια εταιρεία
fintech,
εγκαινίασε
χρηματοοικονομικούς
λογαριασμούς
stablecoin
σε 101 χώρες. Η
Stripe
αγόρασε επίσης φέτος την
Bridge,
μια πλατφόρμα
stablecoin.
Τρία χρόνια μετά τη
διάλυση του
project
Diem,
η
Meta
μπορεί να
ξαναπροσπαθήσει.
Πρόκειται για μια
ευκαιρία που οι
εταιρείες
κρυπτονομισμάτων
κινδυνεύουν να χάσουν.
Οι υποστηρικτές δηλώνουν
ότι δεν είχαν άλλη
επιλογή από το να
πολεμήσουν βρόμικα στην
Αμερική όταν ο
Joe
Biden
ήταν στον Λευκό Οίκο.
Υπό την ηγεσία του
Gary
Gensler,
η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
έβλεπε με κακό μάτι τον
κλάδο, εμπλέκοντας
πολλές από τις πιο
γνωστές επιχειρήσεις του
σε ενέργειες επιβολής
και νομικές υποθέσεις.
Οι τράπεζες φοβήθηκαν να
προσφέρουν υπηρεσίες σε
εταιρείες κρυπτoνομισμάτων
και να ασχοληθούν με
αυτά, ιδίως με τα
stablecoins.
Υπό αυτήν την έννοια, ο
κλάδος έχει δίκιο. Η
αποσαφήνιση του νομικού
καθεστώτος των
κρυπτονομισμάτων μέσω
των δικαστηρίων και όχι
μέσω του Κογκρέσου δεν
ήταν ούτε ιδιαίτερα
αποτελεσματική, ούτε
πάντα δίκαιη. Το
ρυθμιστικό εκκρεμές έχει
πλέον ταλαντευθεί έντονα
προς την αντίθετη
κατεύθυνση και οι
περισσότερες υποθέσεις
εναντίον επιχειρήσεων
κρυπτονομισμάτων έχουν
εγκαταλειφθεί.
Το
αποτέλεσμα είναι ότι
στην Αμερική τα
κρυπτονομίσματα
χρειάζεται να σωθούν από
τον εαυτό τους.
Χρειάζονται ακόμη νέοι
κανόνες για να
διασφαλιστεί ότι δεν θα
υπάρξουν κίνδυνοι στο
χρηματοπιστωτικό
σύστημα. Εάν οι
πολιτικοί, φοβούμενοι
την εκλογική δύναμη του
κλάδου, αποτύχουν να
ρυθμίσουν σωστά το
πλαίσιο που διέπει τα
κρυπνονομίσματα, οι
μακροπρόθεσμες συνέπειες
θα είναι επιζήμιες. Ο
κίνδυνος από την
τοποθέτηση πολύ λίγων
προστατευτικών
κιγκλιδωμάτων δεν είναι
μόνο θεωρητικός. Τρεις
από τις μεγαλύτερες
τράπεζες που κατέρρευσαν
το 2023, η
Silvergate,
η
Signature
και η
Silicon
Valley
Bank,
είχαν όλες μεγάλα
ανοίγματα στις φευγαλέες
καταθέσεις της
βιομηχανίας των
κρυπτονομισμάτων. Τα
Stablecoins
μπορεί να είναι ευάλωτα
σε αυξομειώσεις της
τιμής τους και
ρευστοποιήσεις και θα
πρέπει να ρυθμίζονται
όπως οι τράπεζες.
Χωρίς
τέτοιες αλλαγές, οι
πρωταγωνιστές του τομέα
θα μετανιώσουν για τις
συμφωνίες που έκλεισαν
στην Ουάσιγκτον. Ο
κλάδος σιωπά σε μεγάλο
βαθμό σχετικά με τις
πληθωρικές συγκρούσεις
συμφερόντων που
δημιουργούνται από τις
επενδύσεις της
οικογένειας
Trump
στα κρυπτονομίσματα.
Χρειάζεται νομοθεσία για
να αποσαφηνιστεί το
καθεστώς του κλάδου και
των περιουσιακών
στοιχείων, για να δοθεί
η ρυθμιστική ασφάλεια
στην οποία προσβλέπουν
εδώ και καιρό οι πιο
λογικές επιχειρήσεις του
τομέα. Η ανάμειξη των
εμπορικών συμφερόντων
του προέδρου και των
επιχειρήσεων της
κυβέρνησης καθιστά ήδη
το εγχείρημα πιο
δύσκολο. Ένα νομοσχέδιο
που υποβλήθηκε στη
Γερουσία απέτυχε να
προχωρήσει σε
διαδικαστική ψηφοφορία
στις 8 Μαΐου, αφού
πολλοί Δημοκρατικοί
γερουσιαστές απέσυραν
την υποστήριξή τους,
μαζί με τρεις
Ρεπουμπλικανούς.
Καμία
βιομηχανία που συνδέεται
τόσο πολύ με ένα κόμμα
δεν μπορεί να είναι
απρόσβλητη στις
διακυμάνσεις της
διάθεσης του
αμερικανικού εκλογικού
σώματος. Με το να
υποδεχθεί τον κ.
Trump
ως σωτήρα και να γίνει
το αγαπημένο περιουσιακό
στοιχείο της
αδιαφάνειας, ο κλάδος
επέλεξε πλευρά. Τα
κρυπτονομίσματα
αναλαμβάνουν έναν νέο
ρόλο στο τραπέζι της
χάραξης πολιτικής, αλλά
η φήμη και η μοίρα του
κλάδου είναι πλέον
συνδεδεμένες με τα
σκαμπανεβάσματα του
πολιτικού ευεργέτη τους.
Τα κρυπτονομίσματα
«συμπεριφέρθηκαν» καλά
στους
Trump,
αλλά τελικά τα οφέλη
αυτής της συμφωνίας θα
ρέουν μόνο προς μία
κατεύθυνση.
Πηγή:
The Economist
|