|
Στην
πρώτη γνωριμία του νέου
υπουργού Εθνικής
Οικονομίας και
Οικονομικών, Κυριάκου
Πιερρακάκη, με τους
επικεφαλής των εταιρειών
διαχείρισης, τέθηκαν επί
τάπητος οι μεγάλες
προκλήσεις του τομέα,
παρουσία της
υποδιοικήτριας της
Τράπεζας της Ελλάδος,
Χριστίνας
Παπακωνσταντίνου, και
υψηλόβαθμων στελεχών
εποπτείας. Η κυβέρνηση,
που παρακολουθεί στενά
τις εξελίξεις λόγω της
συμμετοχής της μέσω
κρατικών εγγυήσεων σε
τιτλοποιήσεις δανείων
(πρόγραμμα «Ηρακλής»),
αναζητά τρόπους για να
ενισχύσει την
αποτελεσματικότητα των
μηχανισμών και την
επιστροφή των οφειλετών
σε βιώσιμη οικονομική
δραστηριότητα.
Ψηφιακές πλατφόρμες:
Μεγάλη επένδυση, μικρή
συμμετοχή
Ένα από
τα βασικά εργαλεία που
θεσπίστηκαν για την
ενίσχυση της διαφάνειας
και της επικοινωνίας με
τους οφειλέτες είναι οι
ψηφιακές πλατφόρμες των
servicers, που τέθηκαν
υποχρεωτικά σε
λειτουργία από την 1η
Απριλίου, βάσει του
νόμου 5072/2023. Κάθε
εταιρεία έχει αναπτύξει
το δικό της περιβάλλον
e-servicing, στο οποίο ο
δανειολήπτης μπορεί,
μετά από ταυτοποίηση
μέσω gov.gr ή Taxisnet,
να παρακολουθεί σε
πραγματικό χρόνο την
πορεία της οφειλής του,
να βλέπει τις δόσεις, τα
υπόλοιπα, τα επιτόκια
και να ενημερώνεται για
πιθανές ρυθμίσεις.
Ωστόσο,
η ανταπόκριση των
πολιτών είναι
απογοητευτική: από τα
περίπου 2 εκατομμύρια
δάνεια υπό διαχείριση,
μόλις 60.000
δανειολήπτες έχουν
εγγραφεί και
χρησιμοποιούν τις
ψηφιακές υπηρεσίες. Στα
χαρτοφυλάκια με
εξασφαλίσεις, η
διείσδυση αγγίζει το
60%–65%, ενώ στα
καταναλωτικά δάνεια
χωρίς εξασφαλίσεις, δεν
ξεπερνά το 15%–20%. Η
χαμηλή χρήση καθιστά
στην πράξη ανενεργό το
εργαλείο, δημιουργώντας
νεκρό κεφάλαιο από τις
σχετικές επενδύσεις των
servicers και κυρίως
στερώντας από τους
ίδιους τους οφειλέτες
την πρόσβαση σε
προσωποποιημένη
πληροφόρηση και
δυνατότητες αξιοποίησης
του νέου εξωδικαστικού
μηχανισμού ή ειδικών
ρυθμίσεων.
Περιορισμένη πρόσβαση σε
δεδομένα και ανισορροπία
πληροφόρησης
Παράλληλα, καταγράφεται
μια σημαντική ασυμμετρία
στην ανταλλαγή
δεδομένων: ενώ οι
servicers έχουν ήδη
μεταβιβάσει τα στοιχεία
των δανειοληπτών στην
Τράπεζα της Ελλάδος για
τη δημιουργία Μητρώου
Οφειλετών, στο πλαίσιο
των νομοθετικών
ρυθμίσεων, δεν έχουν
ακόμη τη δυνατότητα να
αντλούν κρίσιμες
πληροφορίες που είναι
απαραίτητες για την
αξιολόγηση των αιτήσεων
ρύθμισης και τη
διαχείριση των
χαρτοφυλακίων.
Η
κατάσταση επιδεινώνεται
από την καθυστέρηση στη
λειτουργία του Φορέα
Απόκτησης και
Επαναμίσθωσης Ακινήτων,
ο οποίος θα προσέφερε
προστασία πρώτης
κατοικίας στους
ευάλωτους οφειλέτες,
αλλά παραμένει
ανενεργός. Ακόμη και το
ενδιάμεσο καθεστώς
προστασίας, που έχει
θεσπιστεί προσωρινά,
παρουσιάζει περιορισμένη
συμμετοχή. Παράλληλα,
νομικά και τεχνικά
εμπόδια δυσχεραίνουν τη
διαδικασία ρευστοποίησης
περίπου 25.000 ακινήτων
που έχουν περάσει στα
χέρια των funds,
καθυστερώντας την
ανακύκλωση κεφαλαίων και
τη στήριξη της προσφοράς
στην αγορά κατοικίας, η
οποία συνδέεται άμεσα με
το στεγαστικό πρόβλημα
στη χώρα.
Χαμηλές επιδόσεις στις
ρυθμίσεις και οι
επόμενοι στόχοι
Η
κυβέρνηση επιχειρεί να
επιταχύνει τις ρυθμίσεις
οφειλών μέσω του
εξωδικαστικού
μηχανισμού, με αυστηρούς
στόχους για την περίοδο
2024–2025. Ωστόσο, οι
ρυθμοί παραμένουν
χαμηλοί: από τον
συνολικό όγκο των 1,8
εκατομμυρίων δανείων που
έχουν περάσει στους
servicers, μόλις το 25%
έχει ρυθμιστεί, ποσοστό
που αντιστοιχεί σε
περίπου 440.000 δάνεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι
σχεδόν το 70% των
ρυθμισμένων αυτών
οφειλών εξυπηρετούνται
σήμερα κανονικά – ένα
θετικό σημάδι ότι η
αναδιάρθρωση μπορεί να
λειτουργήσει, υπό τις
σωστές συνθήκες.
Ωστόσο,
η εικόνα είναι
ανομοιογενής: στα
στεγαστικά, το ποσοστό
ρύθμισης ξεπερνά το 40%,
ενώ στα καταναλωτικά και
επιχειρηματικά δάνεια
παραμένει κάτω από το
20%, με τις μικρές
επιχειρήσεις και τους
ελεύθερους επαγγελματίες
να βρίσκονται στο
επίκεντρο της
προβληματικής.
Επανεκκίνηση με
προϋποθέσεις
Η
επίλυση του προβλήματος
των «κόκκινων» δανείων
απαιτεί συντονισμό,
διαφάνεια και αμοιβαία
εμπιστοσύνη μεταξύ
κράτους, θεσμών,
servicers και οφειλετών.
Η τεχνολογική υποδομή
υπάρχει. Το θεσμικό
πλαίσιο έχει ενισχυθεί.
Αυτό που λείπει είναι η
ενεργός συμμετοχή των
πολιτών, η άρση των
γραφειοκρατικών φραγμών
και η βελτίωση της
επικοινωνίας.
Χωρίς
αυτά, οι επενδύσεις, τα
νομοθετικά εργαλεία και
οι πλατφόρμες
κινδυνεύουν να μείνουν
αναξιοποίητα. Και η
ευκαιρία για ένα νέο
ξεκίνημα –τόσο για τους
οφειλέτες όσο και για
την οικονομία συνολικά–
να χαθεί μέσα σε έναν
κυκεώνα κακής
πληροφόρησης, καχυποψίας
και αδράνειας.
|