Με σύνταξη που θα κινείται στα όρια της
φτώχειας (ή και κάτω από αυτά) κινδυνεύει να
βρεθεί ο αυτοαπασχολούμενος που θα επιμείνει να
πληρώνει την ελάχιστη επιτρεπτή ασφαλιστική
εισφορά καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού του
βίου. Ιδίως αν τα χρόνια ασφάλισης είναι
περιορισμένα, η μηνιαία σύνταξη μπορεί να
προκύπτει και κάτω από τα 600-700 ευρώ τον μήνα.
Το… δυστύχημα για τον ελεύθερο επαγγελματία –ειδικά
αυτόν που βρίσκεται λίγο πριν από τη σύνταξη–
είναι ότι ακόμη και αν επιλέξει ανώτερη
ασφαλιστική κλάση, η βελτίωση των τελικών
συντάξιμων αποδοχών δεν θα είναι πολύ μεγάλη
ώστε να δικαιολογεί την καταβολή των επιπλέον
ασφαλιστικών εισφορών. Ο λόγος; Η «ανισορροπία»
ανάμεσα στην εθνική σύνταξη (την οποία
εξασφαλίζουν όλοι με τη συμπλήρωση 15 ετών
ασφάλισης) αλλά και στην «ανταποδοτική», η οποία
χτίζεται μήνα με τον μήνα με την καταβολή των
ασφαλιστικών εισφορών.
Η συζήτηση για το
ύψος των συντάξεων των
αυτοαπασχολούμενων
ανοίγει και πάλι
εξαιτίας της επικείμενης
αύξησης των ασφαλιστικών
εισφορών με βάση τον
πληθωρισμό. Ο νόμος
προβλέπει ότι οι
ασφαλιστικές εισφορές
πρέπει να αυξάνονται με
βάση τον μέσο ετήσιο
πληθωρισμό. Επειδή όμως
το ποσοστό φαίνεται να
εκτινάσσεται πάνω από το
9% –αυτό θα φανεί σε
μεγάλο βαθμό τη Δευτέρα
με την ανακοίνωση του
εναρμονισμένου δείκτη
για τον Οκτώβριο–, πάνω
από 1,3 εκατ.
αυτοαπασχολούμενοι
αντιδρούν επειδή θα
βρεθούν αντιμέτωποι με
τις αυξημένες
ασφαλιστικές εισφορές. Ο
αντίλογος –πέραν του
προφανούς επιχειρήματος
ότι οι ασφαλιστικές
εισφορές των
ασφαλισμένων
χρηματοδοτούν τις
συντάξεις– είναι ότι οι
αυτοαπασχολούμενοι,
επιμένοντας να
καταβάλλουν χαμηλές
ασφαλιστικές εισφορές,
κινδυνεύουν με «φτωχοποίηση»
κατά τη διαδικασία της
συνταξιοδότησης.
Πώς υπολογίζεται η
σύνταξη του
αυτοαπασχολούμενου; Οι
ασφαλιστικές εισφορές
που πληρώνει κάθε χρόνο
(μόνο για το κομμάτι της
σύνταξης, όχι για την
υγειονομική περίθαλψη)
ανάγονται σε ετήσιες
αποδοχές. Αυτές μπαίνουν
κάθε χρόνο στο «καλάθι»
του ασφαλισμένου (το
οποίο ουσιαστικά γεμίζει
με τις ασφαλιστικές
εισφορές που έχουν
καταβληθεί από το 2002
και μετά), γίνεται η
προσαρμογή με βάση τον
πληθωρισμό του κάθε
έτους και προκύπτουν οι
συντάξιμες αποδοχές.
Βάσει αυτών και ανάλογα
με τα χρόνια ασφάλισης,
προκύπτει το αναλογικό
κομμάτι της σύνταξης (ή
ανταποδοτικό) το οποίο
και προστίθεται στην
εθνική σύνταξη, η οποία
επίσης προσαρμόζεται
κάθε χρόνο βάσει του
πληθωρισμού.
Τι συμβαίνει λοιπόν
με τη σύνταξη του
αυτοαπασχολουμένου, όταν
αυτός επιμένει να
καταβάλλει τις λιγότερες
ασφαλιστικές εισφορές;
Οι συντάξιμες αποδοχές
διατηρούνται πολύ χαμηλά
και χρόνο με τον χρόνο «χτίζει»
μια σύνταξη που έρχεται
ολοένα και πιο κοντά στο
ελάχιστο ποσό της
εθνικής σύνταξης. Το
ακόλουθο παράδειγμα
είναι αποκαλυπτικό:
Ασφαλισμένος
αυτοαπασχολούμενος που
επιλέγει να καταβάλλει
κάθε χρόνο το ελάχιστο
ποσό, είναι σαν να
κλειδώνει (με τα
σημερινά δεδομένα)
ετήσιες αποδοχές της
τάξεως των 9.300 ευρώ.
Πώς προκύπτει αυτό; Από
τα 210 ευρώ των
ασφαλιστικών εισφορών,
που είναι και η κατώτερη
βαθμίδα, τα 155 ευρώ
πηγαίνουν για τη σύνταξη.
Αυτά πολλαπλασιάζονται
επί πέντε και προκύπτουν
οι μηνιαίες αποδοχές που
στην προκειμένη
περίπτωση είναι 775 ευρώ
ανά μήνα ή 9.300 ευρώ σε
ετήσια βάση. Με αυτές
τις ετήσιες αποδοχές –και
με την παραδοχή ότι τα
επόμενα χρόνια ο
πληθωρισμός θα έχει και
πάλι μεγάλα
σκαμπανεβάσματα, όπως
συνέβη και από το 2002
μέχρι σήμερα– ο
ασφαλισμένος που θα
επέμενε μέχρι τέλους να
πληρώνει το ελάχιστο θα
έπαιρνε την ακόλουθη
σύνταξη:
1. 480 ευρώ μεικτά
με 15 χρόνια ασφάλισης.
2. 566 ευρώ με 20
χρόνια ασφάλισης.
3. 613 ευρώ με 25
χρόνια ασφάλισης.
4. 669 ευρώ με 30
χρόνια ασφάλισης και
5. 900 ευρώ με 40
χρόνια ασφάλισης.
Είναι λοιπόν
προφανές ότι ακόμη και
για κάποιον με τέσσερις
δεκαετίες εργασίας, οι
καθαρές μηνιαίες
αποδοχές κατά τη
συνταξιοδότηση δεν
πλησιάζουν καν τα 1.000
ευρώ, ενώ με τα λίγα
χρόνια ασφάλισης, ο
ασφαλισμένος ουσιαστικά
λαμβάνει την εθνική
σύνταξη (από 1/1/2023 θα
είναι 369 ευρώ στα 15
χρόνια και 411 ευρώ στα
20 χρόνια) και… κάτι
ψιλά.
Το πρόβλημα που
παρατηρείται είναι πως
ακόμη και αν κάποιος
επιλέξει τις ανώτερες
ασφαλιστικές βαθμίδες, η
σύνταξή του δεν
βελτιώνεται σε τέτοιο
βαθμό που να δικαιολογεί
την καταβολή των
πρόσθετων ασφαλιστικών
εισφορών. Για παράδειγμα,
ανεβαίνοντας κάποιος
στην 3η ασφαλιστική
κλάση, θα πληρώνει 302
ευρώ με τα σημερινά
δεδομένα (ουσιαστικά 330
ευρώ από τις αρχές του
2023), δηλαδή 90 ευρώ
παραπάνω ανά μήνα. Πώς
διαμορφώνεται η σύνταξη
με την 3η ασφαλιστική
κλάση;
1. Στα 542 ευρώ για
τα 15 χρόνια ασφάλισης.
2. Στα 647 ευρώ για
τα 20 χρόνια ασφάλισης.
3. Στα 719 ευρώ για
τα 25 χρόνια ασφάλισης
κ.ο.κ.
Αρα, χρειάζεται να
πληρώνει κάποιος
ασφαλιστικές εισφορές
τουλάχιστον 90 ευρώ
παραπάνω για να αυξήσει
τη σύνταξή του κατά
περίπου 60-80 ευρώ, κάτι
που σημαίνει ότι ο
χρόνος επιβίωσης μετά τη
συνταξιοδότηση θα πρέπει
να είναι ακόμη
μεγαλύτερος από τον
χρόνο ασφάλισης,
προκειμένου να
δικαιολογηθούν οι
ασφαλιστικές εισφορές
που θα καταβληθούν. Η
επίλυση αυτού του
προβλήματος, δεν απαιτεί
μόνο προσαρμογές των
εισφορών με βάση τον
πληθωρισμό αλλά και
ενίσχυση του
ανταποδοτικού τμήματος
της σύνταξης.