|
Τα
δεδομένα αυτά δείχνουν
ότι η διατήρηση του
σημερινού συστήματος
φορολόγησης των
ελευθέρων επαγγελματιών
δεν είναι τυχαία. Η
εικόνα αυτή φέρνει στο
προσκήνιο το διαχρονικό
ζήτημα της φοροδιαφυγής,
καθώς οι αριθμοί είναι
τόσο χαμηλοί που δύσκολα
πείθουν. Η πολιτεία
θεωρεί πλέον ότι η
διατήρηση του
υφιστάμενου συστήματος
φορολόγησης των
ελευθέρων επαγγελματιών,
με βάση τα τεκμήρια και
τις ελάχιστες αποδοχές,
είναι απολύτως
δικαιολογημένη, αφού ένα
μεγάλο ποσοστό
εξακολουθεί να εμφανίζει
πλασματικά εισοδήματα,
αποκρύπτοντας το
μεγαλύτερο μέρος των
πραγματικών του κερδών.
Παράλληλα, από την
ανάλυση των στατιστικών
της Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)
προκύπτει μια
ενδιαφέρουσα τάση.
Στις
περισσότερες κατηγορίες
επαγγελμάτων
παρατηρείται μείωση των
δηλωμένων ζημιών. Με
άλλα λόγια, οι
επαγγελματίες προτιμούν
πλέον να εμφανίζουν έστω
και μικρά κέρδη,
γνωρίζοντας ότι τα
συνεχόμενα μηδενικά
αποτελέσματα
ενεργοποιούν αυτομάτως
«καμπανάκια» ελέγχου.
Ωστόσο, υπάρχουν
επαγγέλματα που
παραμένουν… πιστά στην
«παράδοση» των ζημιών,
όπως μπαρ, εστιατόρια,
κομμωτήρια, κτηνιατρεία
και συνεργεία
αυτοκινήτων, που
εξακολουθούν να δηλώνουν
αρνητικά αποτελέσματα,
παρά τη ζωντανή
δραστηριότητα που συχνά
διαπιστώνει κανείς στην
αγορά. Δύσκολα, βέβαια,
μπορεί να πειστεί
κάποιος ότι σχεδόν οι
μισοί ελεύθεροι
επαγγελματίες της χώρας
ζουν με 305 ευρώ τον
μήνα. Αν ίσχυε αυτό,
πολλοί θα είχαν ήδη
στραφεί στη μισθωτή
εργασία, όπου ο
κατώτατος μισθός
ανέρχεται στα 880 ευρώ.
Τα
στοιχεία που παρουσίασε
η Καθημερινή δείχνουν
ότι, ακόμη και μετά την
εφαρμογή των τεκμηρίων,
τα εισοδήματα των
επαγγελματιών παραμένουν
χαμηλότερα από εκείνα
των μισθωτών, των
συνταξιούχων και των
αγροτών. Ειδικότερα:
• Το
μέσο εισόδημα των
μισθωτών ανέρχεται στα
17.668 ευρώ.
• Των
συνταξιούχων στα 13.845
ευρώ.
• Των
αγροτών στα 15.138 ευρώ.
Αντιθέτως, οι
επαγγελματίες που
πιάστηκαν στα «τεκμήρια»
δήλωσαν κατά μέσον όρο
3.665 ευρώ, με το
εισόδημά τους να
«διορθώνεται» στα 13.107
ευρώ από την εφορία και
να πληρώνουν 1.815 ευρώ
μέσο φόρο, ελαφρώς
αυξημένο σε σχέση με
πέρυσι. Σημειώνεται ότι
ο μέσος φόρος των
μισθωτών ανήλθε σε 2.023
ευρώ.
Οσο για
τους 392.128
επαγγελματίες που δεν
«πιάστηκαν» στα
τεκμήρια, δήλωσαν
εισόδημα 14.552 ευρώ,
επίσης χαμηλότερο από
εκείνο των μισθωτών. Ο
μέσος φόρος τους ήταν
3.334 ευρώ, μειωμένος
κατά 89 ευρώ σε σχέση με
το προηγούμενο έτος, ενώ
το 2024 είχαν δηλώσει
15.013 ευρώ.
• Μόνο
το 32% των ιδιοκτητών
μπαρ δήλωσε κέρδη. Το
μέσο μηνιαίο εισόδημα
ανήλθε στα 801 ευρώ ή
διαφορετικά το μέσο
ετήσιο δηλωθέν εισόδημα
ανήλθε σε 9.616 ευρώ.
• Το 53%
των ιδιοκτητών
καταστημάτων εστίασης
δήλωσε ζημίες ή μηδενικά
αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, δήλωσε
μηνιαίο καθαρό εισόδημα
1.500 ευρώ. Το μέσο
δηλωθέν εισόδημα ήταν
18.002 ευρώ.
• Το 41%
των ιδιοκτητών
κομμωτηρίων δήλωσε
κέρδη. Συγκεκριμένα,
δήλωσε μηνιαίο καθαρό
εισόδημα 409 ευρώ. Το
μέσο δηλωθέν εισόδημα
έφθασε στα 4.918.
• Το 50%
των ιδιοκτητών
συνεργείων αυτοκινήτων
δήλωσε κέρδη.
Συγκεκριμένα, δήλωσε
μέσο μηνιαίο εισόδημα
755 ευρώ. Το μέσο
δηλωθέν εισόδημα ήταν
9.060 ευρώ.
• Το 52%
των κτηνιάτρων δήλωσε
κέρδη. Συγκεκριμένα,
δήλωσε μέσο μηνιαίο
εισόδημα 937 ευρώ. Το
μέσο δηλωθέν εισόδημα
ανήλθε στα 11.250 ευρώ.
• Το 67%
των υδραυλικών δήλωσε
κέρδη. Συγκεκριμένα
δήλωσε μέσο μηνιαίο
εισόδημα 941 ευρώ ή
11.295 τον χρόνο.
Πάντως,
όσοι θεωρούν ότι
αδικούνται μπορούν να
αμφισβητήσουν το
τεκμήριο. Τα στοιχεία
της ΑΑΔΕ, όμως, όπως και
πέρυσι έτσι και φέτος
δείχνουν ότι δεν
φαίνεται να υπάρχει
κάποιο κύμα
αμφισβήτησης. Αντιθέτως.
Από τα 387.532 φυσικά
πρόσωπα που
φορολογήθηκαν με
τεκμαρτό τρόπο, οι
αμφισβητήσεις δεν
ξεπερνούν τις 200.
Κι αυτό
καθώς κανένας
επαγγελματίας δεν θέλει
να συμπληρώσει το
ερωτηματολόγιο αναφορικά
με την περιουσιακή του
κατάσταση και τις
συνθήκες διαβίωσης του
ιδίου, της/του συζύγου
και των προστατευόμενων
μελών.
Από την
πλευρά τους οι ελεγκτές
υποχρεούνται να
προχωρήσουν στον
προσδιορισμό εισοδήματος
του επαγγελματία με βάση
κάθε διαθέσιμο στοιχείο
ή με έμμεσες μεθόδους
ελέγχου, ενώ έχουν τη
δυνατότητα να
επεκτείνουν τον έλεγχο
σε προγενέστερα
φορολογικά έτη ή και
λοιπές φορολογίες ή άλλα
φορολογικά αντικείμενα,
ιδίως σε περίπτωση που
οι παρεχόμενες
πληροφορίες δεν
ανταποκρίνονται στην
πραγματική οικονομική
του κατάσταση.
|