|
PRINCETON
– Ο
πρόεδρος των ΗΠΑ
Ντόναλντ Τραμπ και οι
συνεργάτες του θεωρούν
ότι το διεθνές
νομισματικό σύστημα
είναι δυσλειτουργικό και
λειτουργεί σε βάρος των
Αμερικανών. Πιστεύουν
ότι απαιτείται ριζική
αναδιάρθρωση, η οποία
μπορεί να προκύψει μόνο
μέσω μιας έντονα
ανατρεπτικής
αναδιοργάνωσης της
παγκόσμιας τάξης.
Παρόμοιες απόψεις έχουν
εκφραστεί και στο
παρελθόν. Το 1944, οι
ΗΠΑ φιλοξένησαν τη
διάσκεψη του
Bretton
Woods
με τη συμμετοχή 44
χωρών, θέτοντας τις
βάσεις για την έξοδο από
τη χαοτική οικονομική
κατάσταση του
Μεσοπολέμου. Σήμερα, ο
Αμερικανός υπουργός
Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ
αναφέρεται συχνά σε μια
νέα στιγμή τύπου
Bretton
Woods.
Η επιδιωκόμενη «Συμφωνία
Mar-a-Lago»
θα αποσκοπεί στην
αντιμετώπιση τριών
διασυνδεδεμένων
προβλημάτων, τα οποία
σπανίως εξετάζονται από
κοινού, καθώς εμπίπτουν
στις αρμοδιότητες
διαφορετικών φορέων και
διεθνών οργανισμών.
Το πρώτο
αφορά το εμπόριο: πώς θα
σταματήσει η απώλεια
θέσεων εργασίας στις
ΗΠΑ. Το δεύτερο
σχετίζεται με το
νόμισμα: το δολάριο,
λόγω του κεντρικού του
ρόλου στο παγκόσμιο
σύστημα, είναι
υπερτιμημένο, γεγονός
που καθιστά τα
αμερικανικά προϊόντα
ακριβά. Το τρίτο αφορά
την ασφάλεια: οι ΗΠΑ
επωμίζονται το κόστος
της προστασίας άλλων
χωρών. Η διοίκηση Τραμπ
θεωρεί ότι μπορεί να
χρησιμοποιήσει την
εμπορική και αμυντική
πολιτική για να
αναγκάσει άλλες χώρες να
υποτιμήσουν τα νομίσματά
τους, χωρίς να πληγεί το
κύρος του δολαρίου ως
παγκόσμιου αποθεματικού
νομίσματος.
Η ιδέα
μιας τέτοιας συμφωνίας
αντλεί έμπνευση από
ιστορικά προηγούμενα
όπου οι ΗΠΑ επεδίωξαν να
επανακαθορίσουν το
διεθνές νομισματικό
σύστημα και να μειώσουν
την αξία του δολαρίου.
Σημαντικά παραδείγματα
είναι η Συμφωνία του
Smithsonian
το 1971, την οποία ο
Πρόεδρος Νίξον αποκάλεσε
τη «σημαντικότερη
νομισματική συμφωνία
στην ιστορία», και η
Συμφωνία της
Plaza
το 1985 υπό την προεδρία
Ρέιγκαν, που πιθανότατα
αποτελεί και το βασικό
πρότυπο για την τρέχουσα
στρατηγική του Τραμπ.
Σε
αμφότερες τις
περιπτώσεις, η βασική
πεποίθηση ήταν ότι το
δολάριο ήταν
υπερτιμημένο, οι
εξαγωγείς και οι
εργαζόμενοι στις ΗΠΑ
θιγόμενοι, και η
αμερικανική πολιτική
εμποδιζόταν από
εξωτερικές δυνάμεις.
Αυτό το αίσθημα
αδιεξόδου οδήγησε σε
ριζικές παρεμβάσεις. Ο
Νίξον ήταν πεπεισμένος
ότι μπορούσε να επιβάλει
αλλαγές προβάλλοντας την
εικόνα του απρόβλεπτου
ηγέτη, ενώ ο υπουργός
του Τζον Κόναλι είχε
δηλώσει περιφρονητικά
στους Ευρωπαίους: «Το
δολάριο είναι το δικό
μας νόμισμα, αλλά το
δικό σας πρόβλημα».
Και στις
δύο περιπτώσεις, ο
μοχλός πίεσης ήταν η
εμπορική πολιτική. Το
1971, με την αναστολή
της μετατρεψιμότητας του
δολαρίου σε χρυσό, ο
Νίξον επέβαλε επιπλέον
δασμό 10% στις εισαγωγές
— το ίδιο ποσοστό που
ανακοίνωσε και ο Τραμπ
την 2α Απριλίου. Το
1985, η έντονη πίεση του
Κογκρέσου για περιορισμό
των εισαγωγών (κυρίως
από την Ιαπωνία) παρείχε
στον Τζέιμς Μπέικερ το
πολιτικό κεφάλαιο να
αναγκάσει τις υπόλοιπες
χώρες του
G5
να υποτιμήσουν τα
νομίσματά τους.
Ο Σκοτ
Μπέσεντ φαίνεται να
υιοθετεί το ύφος Κόναλι
και Μπέικερ, λέγοντας
πως οι σημερινοί δασμοί
αποσκοπούν σε μια νέα
συμφωνία. Υποστηρίζει
ότι 75 κυβερνήσεις
ενδιαφέρονται να
διαπραγματευτούν, ενώ 15
έχουν ήδη προτείνει
συμφωνίες. Ο Τραμπ
υποστηρίζει ότι «όλος ο
κόσμος μου φιλάει τα
οπίσθια».
Ωστόσο,
ούτε η συμφωνία του
Smithsonian
ούτε η
Plaza
είχαν διαρκή
αποτελέσματα. Η πρώτη
αποδείχθηκε βραχύβια,
καθώς η συνεχιζόμενη
δημοσιονομική επέκταση
των ΗΠΑ τροφοδότησε
περισσότερες εισαγωγές.
Όταν οι χώρες άρχισαν να
εγκαταλείπουν τις
σταθερές ισοτιμίες το
1973, χρειάστηκε
μεγαλύτερη υποτίμηση του
δολαρίου. Αντίστοιχα, η
Plaza
οδήγησε σύντομα στη
Συμφωνία του Λούβρου το
1987, που στόχευε στη
σταθεροποίηση των
ισοτιμιών, αλλά οι
διαφωνίες μεταξύ των
χωρών προκάλεσαν μεγάλη
κρίση στα χρηματιστήρια
τον Οκτώβριο εκείνου του
έτους.
Η
ιστορική εμπειρία δεν
ευνοεί ένα νέο εγχείρημα
αυτού του τύπου. Ακόμη
χειρότερα, φαίνεται ότι
ο Τραμπ και οι
συνεργάτες του
πραγματικά πιστεύουν ότι
οι δασμοί θα αποφέρουν
τα αναγκαία έσοδα για να
χρηματοδοτηθούν οι
φοροαπαλλαγές τους. Αν
αυτό ισχύει, τότε οι
δασμοί δεν είναι απλώς
διαπραγματευτικό
εργαλείο, αλλά θα πρέπει
να γίνουν μόνιμο
στοιχείο της πολιτικής.
Η
συζήτηση για μια
Συμφωνία
Mar-a-Lago
πηγάζει σε μεγάλο βαθμό
από μια πολυσυζητημένη
μελέτη του Νοεμβρίου
2024 του Στίβεν Μίραν,
με τίτλο «Οδηγός
Αναδιάρθρωσης του
Παγκόσμιου Εμπορικού
Συστήματος», η οποία
πιθανότατα του
εξασφάλισε τη θέση του
επικεφαλής του
Συμβουλίου Οικονομικών
Συμβούλων του Λευκού
Οίκου. Στην ανάλυσή του,
ο Μίραν, αφού
προειδοποιεί για
κινδύνους στην αγορά
ακινήτων και τον
προϋπολογισμό λόγω
αύξησης των
μακροπρόθεσμων
αποδόσεων, προτείνει ως
λύση την αξιοποίηση των
αμερικανικών αμυντικών
εγγυήσεων ως μοχλού
πίεσης στις χώρες που
κατέχουν δολαριακά
περιουσιακά στοιχεία.
Υπάρχουν
ιστορικά προηγούμενα. Τη
δεκαετία του 1960, οι
ΗΠΑ διαμήνυσαν στη
Δυτική Γερμανία ότι η
προστασία της από τη
Σοβιετική Ένωση
εξαρτάται από την
ευθυγράμμιση της
νομισματικής της
πολιτικής με τους
στόχους των ΗΠΑ.
Παρόμοιες πιέσεις
ασκούσαν η Βρετανία και
η Γαλλία στο Μεσοπόλεμο,
προτρέποντας τις χώρες
της Ανατολικής και
Κεντρικής Ευρώπης να
διατηρούν αποθέματα σε
βρετανικές και γαλλικές
τοποθετήσεις, με
αντάλλαγμα στρατιωτικές
εγγυήσεις. Ωστόσο, μέχρι
τη δεκαετία του 1930, οι
χώρες αυτές προτίμησαν
να κατέχουν χρυσό αντί
για χαρτονομίσματα.
Σήμερα,
δεν είναι μόνο η Κίνα, η
Ρωσία και η Τουρκία που
ενισχύουν τα αποθέματά
τους σε χρυσό· το ίδιο
κάνουν και χώρες της
Ευρώπης που είχαν πληγεί
στο παρελθόν, όπως η
Τσεχία, η Ουγγαρία και η
Πολωνία.
Ο
κίνδυνος που ενέχει μια
Συμφωνία
Mar-a-Lago
είναι ότι η
εργαλειοποίηση του
εμπορίου και των
στρατιωτικών δεσμεύσεων
των ΗΠΑ για την
υποτίμηση του δολαρίου
μπορεί να καταστρέψει
την παγκόσμια
εμπιστοσύνη στο νόμισμα.
Μια πρωτοβουλία που
αποσκοπεί στην προστασία
των Αμερικανών
εργαζομένων ενδέχεται να
υπερβεί το στόχο της,
οδηγώντας την παγκόσμια
κοινότητα στην ανάγκη
ενός νέου νομισματικού
συστήματος — αλλά χωρίς
τη δυνατότητα των ΗΠΑ να
το διαμορφώσουν. Οι
εμπειρίες του 1971 και
1985 δεν απέφεραν διαρκή
οφέλη για την
αμερικανική εργασία. Η
επανάληψή τους σήμερα
μπορεί να αποβεί όχι
απλώς άκαρπη, αλλά
καταστροφική.
Harold James is
Professor of History and
International Affairs at
Princeton University. A
specialist on German
economic history and on
globalization, he is a
co-author of The Euro
and The Battle of Ideas,
and the author of The
Creation and Destruction
of Value: The
Globalization Cycle,
Krupp: A History of the
Legendary German Firm,
Making the European
Monetary Union, The War
of Words, and, most
recently, Seven Crashes:
The Economic Crises That
Shaped Globalization
(Yale University Press,
2023).
Project
Syndicate
|