|
Πίσω από
αυτά τα νούμερα κρύβεται
ένα βαθύτερο πρόβλημα
που σχετίζεται με την
ποιότητα της
απασχόλησης. Η ελληνική
αγορά εργασίας
εξακολουθεί να
στηρίζεται κυρίως σε
κλάδους χαμηλής
προστιθέμενης αξίας –
όπως ο τουρισμός, η
εστίαση και το
λιανεμπόριο – ενώ η
μερική ή προσωρινή
απασχόληση εξακολουθεί
να αποτελεί μεγάλο
ποσοστό των νέων
προσλήψεων.
Χαρακτηριστικά, τα
στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
για το 2024 δείχνουν ότι
πάνω από το 37% των νέων
συμβάσεων ήταν μερικής ή
εκ περιτροπής εργασίας.
Παρά το γεγονός ότι η
ανεργία μειώθηκε στο
7,9%, το χαμηλότερο
επίπεδο της τελευταίας
17ετίας, η σταθερότητα
και η εξειδίκευση των
θέσεων εργασίας
παραμένουν ζητούμενα.
Γιατί οι
αυξήσεις χάνονται
Μισθοί
και συντάξεις
εξακολουθούν να απέχουν
σημαντικά από τον μέσο
όρο της Ευρώπης. Ο
κατώτατος μισθός, για
παράδειγμα, αυξήθηκε τον
Απρίλιο του 2025 στα 880
ευρώ μικτά, από 713 ευρώ
το 2022 – μια αύξηση
περίπου 35% σε τρία
χρόνια. Ωστόσο, η
αγοραστική του δύναμη
παραμένει από τις
χαμηλότερες στην Ε.Ε.,
καθώς ο πληθωρισμός και
οι υψηλές τιμές βασικών
αγαθών «ροκανίζουν» το
όφελος.
Αντίστοιχα, και οι μέσοι
μισθοί υπολείπονται
αισθητά. Το 2024, ο
μέσος μικτός μισθός στον
ιδιωτικό τομέα ήταν
1.565 ευρώ, δηλαδή
περίπου 1.225 ευρώ
καθαρά. Στην Ευρωζώνη, ο
αντίστοιχος καθαρός
μέσος μισθός ξεπερνά τα
2.400 ευρώ. Η τεράστια
αυτή διαφορά οφείλεται
σε ένα πλέγμα
παραγόντων, από τη
χαμηλή παραγωγικότητα
μέχρι τη δομή της
ελληνικής οικονομίας.
Όπως
τόνισε πρόσφατα ο
πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος
Θεοδωρόπουλος, στην
ετήσια γενική συνέλευση
του Συνδέσμου:
«Δεν είναι οι
εργαζόμενοι υπεύθυνοι
για τη χαμηλή
παραγωγικότητα. Την
κύρια ευθύνη τη φέρει το
κράτος και, σε δεύτερο
βαθμό, οι ίδιες οι
επιχειρήσεις».
Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει πως
χωρίς επενδύσεις στην
τεχνολογία, την
οργανωτική καινοτομία
και την αναβάθμιση
δεξιοτήτων, οποιαδήποτε
προσπάθεια αύξησης των
μισθών θα αποτύχει
μακροπρόθεσμα.
Ομοίως,
ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του
για την Ελλάδα
επισημαίνει ότι η χώρα
έχει ένα από τα
υψηλότερα ποσοστά
αυτοαπασχολούμενων και
πολύ μικρών επιχειρήσεων
στην Ευρώπη, με χαμηλή
κεφαλαιακή ένταση και
περιορισμένη τεχνολογική
πρόοδο.
Παρότι
το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2024
κατά 2,3% και το 2025
αναμένεται να διατηρηθεί
σε ρυθμό γύρω στο 2,2%,
οι αναλυτές
προειδοποιούν ότι αυτή η
ανάπτυξη βασίζεται
κυρίως σε εξωγενείς
παράγοντες – όπως το
real estate, τον
τουρισμό, τις υπηρεσίες
και τα κονδύλια του
Ταμείου Ανάκαμψης – και
όχι σε στρατηγική
βελτίωσης της
παραγωγικότητας.
Περισσότερες ώρες,
λιγότερη απόδοση
Οι
Έλληνες εργάζονται
περισσότερες ώρες από
σχεδόν όλους τους
Ευρωπαίους – περίπου
1.886 ώρες ετησίως,
σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ,
έναντι 1.570 ωρών στον
μέσο όρο της Ε.Ε.
Ωστόσο, η υπερεργασία
αυτή δεν μεταφράζεται σε
υψηλότερη ανάπτυξη ή
αποδοτικότητα. Η
παραγωγικότητα ανά ώρα
εξακολουθεί να είναι
χαμηλή, αναδεικνύοντας
τις δομικές αδυναμίες
της αγοράς εργασίας.
Αυτό το
αναποτελεσματικό μοντέλο
εγκλωβίζει τη χώρα σε
έναν φαύλο κύκλο:
Οι
μισθοί δεν αυξάνονται
αρκετά ώστε να βελτιωθεί
η κατανάλωση και να
ενισχυθεί η εσωτερική
ζήτηση.
Οι
αυξήσεις που δίνονται
δεν στηρίζονται σε
πραγματική άνοδο της
παραγωγής, με αποτέλεσμα
να μην είναι βιώσιμες.
Έτσι,
χωρίς αύξηση της
παραγωγικότητας δεν
μπορούν να υπάρξουν
ουσιαστικές μισθολογικές
βελτιώσεις, ενώ χωρίς
καλύτερους μισθούς δεν
υπάρχει κίνητρο για
επιχειρήσεις και κράτος
να επενδύσουν σε
δεξιότητες και
καινοτομία.
|