|
Ο ίδιος
ο διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος Γιάννης
Στουρνάρας ανέφερε πριν
από μερικές ημέρες ότι
οι μισθωτοί αδικούνται.
Συγκεκριμένα, μιλώντας
για το φορολογικό
σύστημα τόνισε ότι
πρέπει να δούμε όλο το
σύστημα εις όφελος των
μισθωτών βεβαίως, γιατί
αυτή τη στιγμή αν
κάποιος αδικείται στην
Ελλάδα, είναι ο
μισθωτός.
Αρα, λοιπόν, αν γίνουν
αλλαγές θα γίνουν υπέρ
του μισθωτού, υπέρ της
εργασίας».
Η εικόνα
συμπληρώνεται από ακόμη
ένα κρίσιμο δεδομένο: η
φορολογική συμβολή των
ελευθέρων επαγγελματιών
στην Ελλάδα είναι μόλις
2,1% των συνολικών
εσόδων, όταν στην
Ευρωζώνη φθάνει στο
5,2%. Το αποτέλεσμα
είναι ένα σύστημα που
όχι μόνο δεν προωθεί τη
φορολογική δικαιοσύνη,
αλλά επιβαρύνει
μονομερώς την εργασία –
και δη τη δηλωμένη
εργασία.
Μπροστά
σε αυτή την ανισορροπία,
η κυβέρνηση φαίνεται
αποφασισμένη να ξαναδεί
τους φορολογικούς
συντελεστές με στόχο την
ανακούφιση κυρίως της
μεσαίας τάξης, η οποία
πληρώνει δυσανάλογα
υψηλούς φόρους χωρίς να
απολαμβάνει αντίστοιχα
οφέλη. Με την τελευταία
φορολογική μεταρρύθμιση
του 2019, όπου άλλαξε η
φορολογική κλίμακα, οι
ελεύθεροι επαγγελματίες
ήταν οι πλέον
κερδισμένοι καθώς είδαν
να πέφτει η φορολογική
επιβάρυνση αυτόματα και
να περιορίζεται κατά
1.300 ευρώ. Αυτό συνέβη
εξαιτίας της μείωσης του
πρώτου φορολογικού
συντελεστή από 22% σε
9%. Οσοι λοιπόν δήλωναν
εισοδήματα έως 10.000
ευρώ είδαν τον φόρο να
μειώνεται κατά περίπου
60%.
Για
παράδειγμα, το 2020 για
έναν ελεύθερο
επαγγελματία με ετήσιο
εισόδημα 20.000 ευρώ ο
φόρος περιορίστηκε στις
3.100 ευρώ, ενώ τον
προηγούμενο χρόνο είχε
πληρώσει 4.576 ευρώ
(φόρο και εισφορά
αλληλεγγύης). Το όφελος
δηλαδή ήταν της τάξης
των 1.476 ευρώ.
Σημειώνεται ότι επτά
στους δέκα επαγγελματίες
δηλώνουν φορολογητέα
κέρδη κάτω των 10.000
ευρώ, ενώ για πάνω από
οκτώ στους δέκα τα
φορολογητέα κέρδη δεν
ξεπερνούν τις 20.000
ευρώ. Αυτός ήταν και ο
λόγος που η κυβέρνηση
προχώρησε «αναγκαστικά»
στη θέσπιση του
τεκμαρτού τρόπου
φορολόγησης των
εισοδημάτων τους, με
στόχο να συμβάλουν και
αυτοί στον κρατικό
προϋπολογισμό, όπως όλες
οι κατηγορίες
εισοδημάτων. Με βάση την
ισχύουσα κλίμακα και
παρά το γεγονός της
υποδήλωσης εισοδημάτων
από τους επαγγελματίες,
το ισχύον φορολογικό και
ασφαλιστικό σύστημα
«τιμωρεί» τους
μισθωτούς, κυρίως τη
λεγόμενη μεσαία τάξη, η
οποία από την τελευταία
φορολογική μεταρρύθμιση
(το 2019) είχε όφελος
μόλις 18 ευρώ ετησίως.
Τι
πληρώνουν οι μισθωτοί
και τι οι επαγγελματίες:
1. Για
φορολογητέα κέρδη 15.000
ευρώ οι επαγγελματίες
πληρώνουν στην εφορία το
ποσό των 2.000 ευρώ και
το κέρδος τους είναι
13.000 ευρώ. Βέβαια,
στις περισσότερες
περιπτώσεις
επαγγελματιών, ειδικά σε
αυτή την κατηγορία
εισοδήματος, υπάρχει
μεγάλη απόκρυψη
εισοδήματος. Οι μισθωτοί
από την πλευρά τους για
15.000 ευρώ μεικτά
λαμβάνουν καθαρά 12.192
ευρώ (801,65 ευρώ ο
φόρος και 2.005,47 οι
εισφορές που πληρώνουν).
2. Για
φορολογητέα κέρδη 20.000
ευρώ (μετά την αφαίρεση
δαπανών, που σε πολλές
περιπτώσεις είναι
πολλαπλάσιες των
φορολογητέων κερδών) ο
φόρος που καταβάλλεται
στην εφορία ανέρχεται
στο ποσό των 3.100 ευρώ.
Το καθαρό ποσό
διαμορφώνεται στις
16.900 ευρώ. Για το
αντίστοιχο μεικτό ποσό
για μισθωτούς, το καθαρό
μετά από φόρους και
εισφορές ανέρχεται στις
15.483 ευρώ.
3. Για
φορολογητέα κέρδη 30.000
ευρώ ο φόρος για τους
επαγγελματίες φθάνει
στις 5.900 ευρώ και το
τελικό ποσό που απομένει
ανέρχεται στις 24.100
ευρώ. Για τον μισθωτό με
30.000 μεικτά, «στην
τσέπη του» φθάνουν οι
21.709 ευρώ.
4. Για
φορολογητέα κέρδη 40.000
ο φόρος για τους
επαγγελματίες είναι
9.500 ευρώ, με το καθαρό
ποσό να διαμορφώνεται
στις 30.500 ευρώ. Για
τον μισθωτό το καθαρό
ποσό περιορίζεται στις
27.401 ευρώ.
5. Για
φορολογητέα κέρδη 50.000
ευρώ ο φόρος για τους
επαγγελματίες ανέρχεται
στις 13.900 ευρώ. Το
ποσό που απομένει μετά
τους φόρους ανέρχεται
στις 36.100 ευρώ. Για
τον μισθωτό το ποσό που
μένει είναι σημαντικά
περιορισμένο.
Συγκεκριμένα, από 50.000
ευρώ μεικτά πληρώνει
6.685,02 ασφαλιστικές
εισφορές και φόρο 10.807
ευρώ, με το ποσό που
απομένει να
διαμορφώνεται στις
32.507 ευρώ. Σημειώνεται
ότι το συνολικό κόστος
για τον εργοδότη σε αυτή
την περίπτωση ανέρχεται
στις 60.894 ευρώ.
|